Η έμμεση αναφορά στο Μεγανήσι σε ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα
Του Νίκου Σαραντάκου
Στο κυριακάτικο λογοτεχνικό μας θέμα θα παρουσιάσω σήμερα ένα εκτενές ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα, γραμμένο στις 19.3.1951, που βρέθηκε στα χαρτιά του, ενταγμένο στην ανέκδοτη συλλογή του «Τα πλούτη του φτωχού», και εκδόθηκε τελικά μετά τον θάνατό του, στον τρίτο τόμο των απάντων του.
Ο Κοτζιούλας χρησιμοποιεί τη λέξη «επιτίμιο», που ανήκει στην εκκλησιαστική ορολογία (είναι η ποινή που επιβάλλει ο πνευματικός στον πιστό που αμάρτησε) για να απευθύνει δριμύ κατηγορώ προς τους συμπατριώτες του, τους Ηπειρώτες για την αντιπνευματική τους στάση, για τον συντηρητισμό τους, για τον στενόμυαλο προσανατολισμό τους στη συσσώρευση χρημάτων και μόνο. Περιγράφει πώς κατέβηκαν πάμφτωχοι από το χωριό και κατάφεραν με αιματηρές οικονομίες και στερούμενοι τα πάντα να μαζέψουν ένα κομπόδεμα, αποφεύγοντας να μπλέκουν σε περιπέτειες, διοχετεύοντας όλη τους την ευφυΐα στη συσσώρευση χρημάτων και γαλουχώντας με το ίδιο πνεύμα τα παιδιά τους.
Τους κατηγορεί ότι άφησαν το πνεύμα να κοιμάται, κι ότι στα σπίτια τους δεν μπαίνει βιβλίο, κι όποιος διαβάζει λαϊκό περιοδικό περνιέται για σοφός (σοφότερος κι απ’ τον Ψαλλίδα, τον γιαννιώτη διαφωτιστή!) «Βγάλαμε κι εμείς έναν καψο-Κρυστάλλη», παραθέτει τη δικαιολογία των Ηπειρωτών, όταν τους κατηγορεί κάποιος για άμουσους και ξένους προς την τέχνη. Μα, εσείς ή τέλος πάντων οι παππούδες σας τον άφησαν να πεθάνει φυματικός, τους απαντάει -και τον έχετε μόνο για απαγγελίες στις γιορτές.
Και στη συνέχεια περνάει στα δικά του βάσανα, και σκέφτεται πως αν δεν είχε ακολουθήσει τον δύσβατο δρόμο του λογοτέχνη, αν είχε προτιμήσει να προσκολληθεί σε κανέναν βουλευτή, τώρα θα είχε γίνει μέγας και τρανός, αντί να ζητάει δανεικά με τόκο υπέρογκο (στο ένα άλλο ένα) για να τυπώσει (ιδίοις αναλώμασι, βέβαια) τα ποιήματά του. Και καταλήγει με μια μεγαλόπρεπη βρισιά, άλλος Καμπρόν: μες στο έχος σας, την περιουσία σας δηλαδή, να χέσω!
Και σε άλλα ποιήματά του ο Κοτζιούλας οικτίρει την φτώχεια που τον κατάτρεχε σε όλη του τη ζωή, παρά τις καλές σπουδές του και τις λογοτεχνικές του επιδόσεις (ή ίσως, εξαιτίας τους)· στον Κοντό ψαλμό, ποίημα του 1948 που, όχι τυχαία, το έβαλε ως επίμετρο στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα», καταλήγει στο πικρό συμπέρασμα: «Για σπουδάματα όποιος τρέχει, διάφορο [= κέρδος] τη φτώχεια του έχει», ενώ στην «Προσωπική καταγγελία» διεκτραγωδεί τη μοίρα του που είναι πιασμένος «στη μέγγενη του κακοπληρωτή με τη βαριά σακούλα». Σε άλλα του ποιήματα, θεωρεί και τον εαυτό του υπαίτιο για τα βάσανά του: αρχή κακού ήταν που δεν είχα κουκούτσι πνεύμα πρακτικό, λέει στην Αυτοβιογραφία του, στην οποία προφητεύει “αργότερα θα μ’ έχουν βάλει με δυο σειρές στο λεξικό” -ανταμοιβή για μια ζωή στα γράμματα. Σε ένα ανέκδοτο ημερολόγιο που έχει διασωθεί από την ίδια εποχή περιγράφει τα παρακάλια και τους εξευτελισμούς που αναγκαζόταν να υφίσταται για να εισπράξει έστω και ένα μικρό κλάσμα των ποσών που του χρωστούσαν εφημερίδες και περιοδικά για δουλειά του ήδη δημοσιευμένη.
Στο Επιτίμιο έχει στίχους που μοιάζουν βγαλμένοι λες από τα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου, ιδίως εκεί που περιγράφει τα εκλεκτά πεσκέσια που θα χαιρόταν αν είχε την εξυπνάδα να γίνει χωροφύλακας ή τσιράκι βουλευτή. Όμως ο Κοτζιούλας δεν είναι πτωχοπρόδρομος, δεν κάνει εδαφιαίες υποκλίσεις, δεν κολακεύει -πετάει στα μούτρα των καλοθρεμμένων συντοπιτών του το ξεροκόμματο της ελεημοσύνης· μόνο δανεικά θέλει, έστω και με τοκογλυφικό τόκο, για να βγάλει τα ποιήματά του!
Το Επιτίμιο δεν εκδόθηκε όσο ζούσε ο Κοτζιούλας· μόνο μετά τον πρόωρο (αλλά προδιαγραμμένο, έτσι που είχε χαλάσει την υγεία του από τις στερήσεις) θάνατό του βρέθηκαν κάποιοι φίλοι και συντοπίτες και έβγαλαν σε τρεις τόμους τα περισσότερα ποιήματά του και λογοτεχνικά πεζά του (όχι όλα, πάρα πολύ υλικό έμεινε ανέκδοτο ή ασυγκέντρωτο). Τύψεις, εξαίρεση του κανόνα ή μήπως είχε κάνει λάθος ο ποιητής; Δεν έχει σημασία, ούτε έχει νόημα να το δούμε σαν κατηγορητήριο ειδικά για τους Ηπειρώτες, όσο περισσότερο για την κραυγή ενός ποιητή που τον πνίγει η ανέχεια και η αδικία.
Το ποίημα έχει μεταφερθεί σε μονοτονικό και έγιναν ελάχιστες προσαρμογές της ορθογραφίας. Μερικά για το λεξιλόγιο θα πω στο τέλος. Ευχαριστώ θερμά την Σοφία Θ. που ανέλαβε την πληκτρολόγηση.
Μαικήνα δε θα βρεις ποτέ στους Ηπειρώτες,
σ’ αυτούς που ξέρουνε μόνο από σόι μπομπότες
και, με καρβέλι πια, της πόλης το προσφάι
τους χαμοφαίνεται παραπανίσιο – βάι!
Με μισοτσάρουχο κινήσαν από πέρα,
με γκόλφι της γιαγιάς κατάσαρκα και λέρα,
μην αγοράζοντας ποτές ουδέ γαζέτα
(τι γράφτουνε; ψευτιές· χαμπέρια; μούτζωξέ τα!)
και γιοματίζοντας μ’ ελιές, χαλβά δειπνώντας,
μόνο πρωτομηνιές αλλάζοντας, αφόντας 10
μονέδα στρογγυλή πιάσαν στα δάχτυλά τους
χώρια σταθήκανε για χρόνια απ’ τους χορτάτους,
πάντ’ από στριμωξιές τραβώντα αυτοί τον κώλο
και σακουλιάζοντας, κλαψομοιρώντας όλο,
βρέθηκαν να ’χουν ποιος οικόπεδο, ποιος σπίτι,
τα όσα περίσσεψαν καπάτσου Μοραΐτη.
Μα αφήνετε τυφλό το πνεύμα να κοιμάται
και κακομοίρικα παπάδες προσκυνάτε
βάνοντας όλη σας την τέχνη, την αξιάδα,
ν’ αναδειχτείτε οι πιο κονόμοι στην Ελλάδα. 20
Στων γιων σας τις ψυχές από νωρίς ριζώνει
ζήλος αχόρταγος για λίρα, ναπολεόνι,
και κάτου απ’ της χοντρής βελέντζας τους τα κλόσσια
κακοδασκάλευτα νειριάζονται όλο γρόσια·
μα κι η νοικοκυρά σταυρώνει την πεντάρα,
που από τη μάνα της το πήρε ευκή κατάρα,
κι αντίς ολόζεστο να τρων τ’ αυγό απ’ την κότα,
δεν το πουλάν αν δεν πολυκαιρίσει πρώτα.
«Βγάλαμε εμείς, σου λεν, έναν καψο-Κρυστάλλη».
Μα, ω παραδόπιστοι, σπαγγοραμμένοι, κι άλλοι 30
Κρυστάλληδες θα βγουν ή βγήκαν και πεινάνε
κι εσείς θιαμαίνεστε τάχα- τι λες; πού να ’ναι;
Ντροπή σας που έπεσε, λες από Πλάστη χέρι,
σπόρος θεοτικός στα ξερικά σας μέρη,
σαν αυτοφύτρωτος, μεστώνοντας αγάλι
μονάχος του, κι εσείς (ο νους στο καπιτάλι!)
χέρι δεν ξάμωσε κανένας σας στο ζούδι
το σιχαμένο οπού κρυφότρωε το λουλούδι.
Τι θέλει το πουλί ; μια χούφτα τρίμματα, ούτε·
μα τ’ αψυχήσατε κι αυτά, μωρέ! τ’ ακούτε ; 40
Κι αν χαίρεστε αγαθά διακονομαζωμένα,
για φτωχοπρόδρομο μη με περνάτε εμένα.
Στα μούτρα σας πετάω κομμάτι που για σχώριο
μπορεί να δώσετε, ω ατόφιοι από το εμπόριο
κι απ’ τα φουρνάρικα κοκκινομαγουλάτοι,
μπακαλοαφεντικά, ντοτόροι κι αβοκάτοι,
κι όσοι απ’ το τίποτα νεφρώσατε, κοθώνια
με σβέρκο δαμαλιού, με στάλα ψυχοπόνια,
που κρεμασμένος αν από έλεος Ηπειρώτη
να γλυτώσ’ έμελλε, θα πάαινε με την πρώτη. 50
«Ου, βγάλαμε κι εμείς έναν καψο-Κρυστάλλη» ·
σα ν’ αλησμόνησαν το πως δεν ήταν άλλοι
παρά των ιδιανών ολόφτυστοι προγόνοι
που τον παράτησαν σάπιο να φτει πλεμόνι.
Μια που εγκωμιαστές δόξας θαμμένης είστε,
μ’ εκείνου κόλλυβα τους ζωντανούς ταΐστε·
μα αφού γι’ απαγγελίες βρήκατε αυτόν, για ζήτω,
τι να τον κάμετε και δεύτερο και τρίτο!
Κειμήλιο φαμιλιάς, μαζί και φώτισή της,
φτάνει μια Σύναψη κι ένας Ονειροκρίτης· 60
μ’ αν πάρεις «Θησαυρό» (φρούτο από την πατρίδα),
τότε σοφότερος περνάς κι απ’ τον Ψαλίδα.
Για χωροφύλακας αν είχα ξεκινήσει,
θα ’μουν προσκυνητός, Κόπραινα ως Μεγανήσι,
κι από τους Κωστακιούς ως το Ματσούκι απάνω
τη σκούφια θα ’βγαζαν όλοι στον καπετάνο.
Είτε, μουτζώνοντας από νωρίς τη μούσα,
σε κάνα βουλευτή κόλακας αν κολλούσα,
την πόρτα να φυλάω, αμπόδιο στους χωριάτες,
πεσκέσια θα ’φερναν ολούθ’ οι ανοιχτομάτες: 70
χέλια απ’ τα Γιάνενα, της Άρτας πορτοκάλια,
κρασί απ’ τη Ζίτσα που ’ν’ του λάρυγγα αναγάλλια,
βούτυρο Σκλίβανης, τυρί απ’ τ’ Ανώγι γνήσιο
κι απ’ τους Μελισσουργούς μέλι μαναστηρίσιο.
Μα άλλοι τα γεύονται, γραμματικοί με γνώση
χωμένοι εδώ κι εκεί, ποιος να τους ξετρυπώσει·
κι εγώ, π’ ακούστηκα, μαθαίνω, ως το Παρίσι,
δε βρίσκεται κανείς ούτε να μου δανείσει
με τόκο, και για το ’να ας μο ’παιρνε άλλον ένα,
να βγουν χειρόγραφα ποντικοφαγωμένα. 80
Διπλοκομπόδιασ’ την, πατριώτη τη σακούλα:
τέτοια ευλογία ακούς απ’ τον ποιητή Κοτζιούλα.
Για λόγου μου ρωτάς; Κι αν απ’ τη νέκρα πέσω,
– μιλώ ηπειρώτικα – μες στο έχος σας να χέσω.
Καθώς “μιλάει ηπειρώτικα”, ο Κοτζιούλας χρησιμοποιεί κάμποσες ιδιωματικές λέξεις στο ποίημα, είτε ηπειρώτικες είτε γενικά λαϊκές.
Μερικές λέξεις εξηγώ εδώ, αν υπάρχουν απορίες τις συζητάμε στα σχόλια.
Γκόλφι το εγκόλπιο, εδώ το φυλαχτό· κλόσσια είναι τα κρόσια· θιαμαίνομαι σημαίνει απορώ· αβοκάτοι είναι οι δικηγόροι· το έχος, είπαμε, είναι η περιουσία. Σπάνια λέξη είναι και το «αψυχάω» (μα τ’ αψυχήσατε κι αυτά) που σημαίνει «τσιγγουνεύομαι, λυπάμαι να ξοδέψω».
(Πηγή: www.sarantakos.wordpress.com)