Το παλιό Λευκαδίτικο Καρναβάλι

του Ηλία Γεωργάκη

‘Χορεύουν τα κόκκινα’. Η φωνή του κομπέρ επιβλητική, κρυστάλλινη, επιτακτική. Προσκαλούσε. Χορεύουν τα κόκκινα. Τα πρώτα ζευγάρια ντυμένα κομψά σηκώθηκαν αργά-αργά. Έσυραν τα βήματα στην πίστα σε ένα ταγκό. Τα φώτα χαμήλωσαν. Και η ΄κομπαρσίτα’ αρχισε να ξετυλίγεται μέσα στη νύχτα. Οι πρώτες σερπατίνες άρχισαν να αιωρούνται. Ακούγονται γέλια, σχόλια, ‘Χορεύουν τα κόκκινα’. Ο ρυθμός, η μουσική, ο χορός. Ο έρωτας. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960 στο θρυλικό ‘ Πάνθεον’, στην πόλη της Λευκάδας. Το ‘Πάνθεον’ ήταν ένας μεγάλος χειμερινός κινηματογράφος σε ένα καντούνι στην παλιά πόλη που τις απόκριες εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αποκριάτικων εκδηλώσεων. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Το ‘Πάνθεον’ με τους καταπληκτικούς διακόσμους, με τις μοναδικές αποκριάτικες στολές, τους αυτοσχεδιασμούς και προπαντός με τη διάθεση. Με διάθεση για χορό, για ξεφάντωμα, για διασκέδαση. Για ανάταση ψυχής. Παρά τα βάσανα, τη φτώχεια, τις πίκρες. Το ‘Πανθεον’΄ηταν μια αίθουσα που στέγασε για πολλά χρόνια τους ρυθμούς της καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων. Φιλοξένησε την απόδραση, τη φυγή, το χαμόγελο. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς Λευκάδας. Της Λευκάδας που έφυγε και άφησε πίσω της πόνο και νοσταλγία. Των υπέροχων ανθρώπων, της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της αγάπης. Της εποχής του ‘εμείς’ και όχι του ‘εγώ’, του χαμόγελου, της αληθινής καληνύχτας.

Προσκλητήριο μνήμης. Μαζούρκες, βάλς εστασιόν, καντρίλιες, ταγκό, τσατσά, ρούμπα. Βούλης, Φρουφαλος, Ζαχαρής, Μορίνας, Καμινάρης, Κονίας, Λίζας, Μαλακάσης, Αθηνιώτης, Πανάγος, Σίδερης, Κοτσώλος, Κοκονιώρος. Και τόσοι αλλοι. Πρωταγωνιστες σε μια παράσταση ψυχης. Με τη ζωή αυτοπτη μαρτυρα. Ορφέας, Φιλαρμονική, Ν. Χορωδία, Τηλυκράτης. Φιλολογικά πρωινα, θεατρικές παραστάσεις. Μαθήματα πολιτισμού απο τη μικρη και φτωχη Λευκάδα. Μαζί με το ‘Πάνθεον έφυγε και μια εποχή. Δυστυχώς σήμερα δεν χορεύουμε. Βλέπουμε, Δεν συζητάμε. Χαζεύουμε στην τηλεόραση. Δεν τραγουδάμε. Ακούμε. Δεν χαμογελάμε. Είμαστε σκυθρωποί, με σκυμμένα τα κεφάλια, εγκλωβισμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας. Σήμερα δεν έχουμε φίλους γιατί φοβόμαστε την προδοσία. Δεν εμπιστευόμαστε γιατί ειναι σίγουρο πως θα πληγωθούμε. Και δεν δίνουμε γιατί φοβόμαστε την αχαριστία. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε θλιβερές ειδήσεις, συκοφαντίες, ζήλιες και αν ασφάλειες. Και κοιμόμαστε λυπημένοι. Τα χάπια αντικατέστησαν τα όνειρα. Επιβιώνουμε στη μοναξιά της στιγμής. Έχουμε γίνει οι δολοφόνοι του χρόνου. Προσποιούμαστε οτι ζούμε καλά, σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, οπου όλοι δουλεύουμε για τις τράπεζες. Και σκεφτόμαστε συνέχεια το θάνατο γιατί στηριζόμαστε σε γερασμένες επιθυμίες..

Γινόμαστε ολοένα και πιο απρόθυμοι να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Προσέχουμε μη διασταυρωθούν τα βήματα μας με τα βήματα του γείτονα. Τρέχουμε βιαστικά να προλάβουμε κάτι, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς. Το σύνθημα χορεύουν τα κόκκινα’ ήταν το κάλεσμα του κομπέρ για να ανέβουν στην πίστα όσα ζευγάρια στο ‘΄Πάνθεον’ φορούσαν στο πέτο τους ένα μικρό κόκκινο ύφασμα που το καρφίτσωναν στην είσοδο προκειμενου να μην υπάρχει συνωστισμός στην πίστα. Σε άλλους φορούσαν ένα κομμάτι απο μπλε ύφασμα. Το ‘χορεύουν τα κόκκινα’ δεν ακούγεται πιά. Το ‘Πάνθεον΄δεν λειτουργεί. Η παλιά Λευκάδα χάθηκε σαν μονόξυλο που βούλιαξε στο Ιβάρι. Αλλά οι μνήμες όρθιες,αντρειωμένες, περήφανες, στέκουν. Οι μνήμες που γνέφουν, προκαλούν, προσκαλούν, φωνάζουν: »Χορεύουν τα κόκκινα»!!! (το κείμενο περιλαμβάνεται στο ομωνυμο βιβλίο του συγγραφεά ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ το οποίο κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις »ΑΓΚΥΡΑ»).

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

(Βούλης Βρεττός).

Τι τουαλέτες, τι μπιζού,

τι φλέρτ και υποκλίσεις,

αβρά χειροφιλήματα

ονείρου εμφανίσεις

Μεσ΄του Κομπίτση, Μπελεμέ

Ντόβα και ΚΤΕΛ ακόμα,

Λευκάδα και περίχωρα

γλέντι ως τ΄αλλο γιόμα….

Στα κέντρα αυτα, κι αλλα πολλά

και ‘Πάνθεον’ κεντρομάνα,

εχαν’ η μανα το παιδί

και το παιδί τη μάνα!

Ορχήστρες, τραγουδίστριες,

τύποι εντός τής πίστας

κι ο ‘Γούρμος’ κι ο Μουτρούκαλης’,

λησταί επί της λίστας!

Κι όλα τα σωματεία μας

θα του χρωστάνε χάρη

μ΄ακομα μεγαλύτερη

στου ‘Πάνθεον’ το… Χάρη

Των σωματείων τσακωμοί

ποιο θα πρωτοτυπήσει

ποιου μαιτρ η χειρ, καλλίτερο

διάκοσμο θα ποιήσει!…

Ορχήστρα που ξεσήκωνε

ως και τους πεθαμένους

και μεσ΄στην πίστα έφερνε

τους σκνίπα μεθυσμένους!

Βάρα τη τρόμπα σου γλυκά

σολίστα Καμινάρη

ελευθέρα, μη ντρέπεσαι

κι ας είσαι στο πατάρι!

Χτύπά τα, Λίζα, χτύπα τα

τα κλαμπατσίμπανά σου

κι όλα τα εξαρτήματα

πούχεις αυτού μπροστά σου!

Μπαμπάρο, όλα λάλατα

τενόρο και ατίρο

τέντωνε τη φυσούνα σου

ολη, Κονία Σπύρο….

Εμπρός μαέστρο, φύσατο

δωστου να καταλάβει

σε λίγο πιά δεν θα μπορείς

επίκειται η… βλάβη!

Αλλαλαγμός, ξεφάντωμα,

διαρκής πανζουρλισμός

σωστός ανεμοστρόβιλος

καρναβαλιού σεισμός!

Κι ο Ζαχαρής μέγας φαρσέρ

πατούσε και βροντούσε

και πάντοτε τη ‘ρεζεντά»

στα κέντρα τραγουδούσε!

Βερδίκης ο αμίμητος

άσσος στις παντομίμες

ως ταυρομάχος έμεινε

σε ολονων τις μνήμες.

Ο γραφικός Ζακχαίος μας

σε ντέφι, καστανιέτες

πρώτος στ΄ανατολίτικα

σπανιόλικα, κλακέτες.

Όμοιος με ‘φόξ’ χόρευε φόξ

κι όλοι κάναν στην πάντα

-Ο Ντίνος ο Τζετζέκος γάρ-

με παρτενέρ, το.. Σάντα.

Και ο Ηλίας Φρούφαλος

-η πιό κεφάτη νότα-

άρπαζε το μικρόφωνο

και τ΄αλλαζε τα… φώτα!

Κέφι πολύ σκορπάγανε

κι οι τύποι ‘εκτός σάλας’

και πρώτος σόλο δεσποινίς

-Ο Σπύρος ο Κεφάλας!

————————————-

ΑΒΑΝΤΙ

(Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος).

Όμορφο πάλι

το καρναβάλι

θα το περάσουμε.

Και μέσ’ στη ζάλη

κάθε μας χάλι

θα το ξεχάσουμε

Μέσα στο ‘μπέβε’

μήτε το ΤΕΒΕ

πιά δεν σκεφτόμαστε.

Πώς εχουμ’ όλοι

στο πορτοφόλι

ονειρευόμαστε.

Εμπρός ‘αβάντι’!

Παίξε Σαράντη

κι άσε τη λίμα σου

Και συν τοις άλλοις,

μην αμφιβάλεις

και για το χρήμα σου.

Παίξε με κέφι

Κι εσύ το ντέφι

κυρά μου χτύπα το.

Είμαι της τσέπης

γιορτή και βλέπεις

τόχουμε τρίπατο.

Λευκάδα αφέντρα,

σε πέντε κέντρα

καρναβαλίζεσαι

Κι απο την πείνα

κανένα μήνα

θα βασανίζεσαι.

Εμπρός ‘αβάντι’,

παίξε Σαράντη,

να ξεθυμάνουμε.

Οπως γλεντάμε

και τα πετάμε,

έτσι τα βγάνουμε.

Μάσκαρες κι άλλες

μικρές μεγάλες

μας πλημμυρίζουνε

Κι όσοι χρωστάμε,

μασκέ γλεντάμε,

μη μας γνωρίζουνε.

Παίρνεις τη Γιάννα

για Μεξικάνα

με τα δυό τσόλια της

Λίγο μετάξι

και σουν’ εν τάξει

δίπλα στον… Γκόλια της.

Εμπρός ‘αβάντι’,

παίξε Σαράντη,

μέχρι το χάραμα.

Σαράντη, παίξε

Θεέ μου φέξε,

κι ειναι για τάραμα…!

—————————————————

ΠΑΝΘΕΟΝ

(Ηλίας Γεωργάκης)

Σε ένα βάλς

εζιτασιόν,

με το Μορίνα

ακορντεόν

θα σε χορέψω,

έλα στο ΄Πάνθεον’

λοιπόν

στο πανηγύρι

των τρελών

μην μένεις έξω.

Σάμπα, μαζούρκα

και ταγκό,

νύχτες που

σβήνουν στο χορό

θα λαχταρήσω,

εδώ δεν νοιώθεις

μοναχός

ειναι το κέφι οδηγός

γυρισε πίσω.

Ειναι ο μετρ

στα σκηνικά

στα σκετς

και στα θεατρικά

ο Αθηνιωτης,

έλα στο Πάνθεον

κι’ εσύ

στα κόκκινα,

στα θαλασσί

πουλιά της νιότης.

Εδώ τα πάντα

σου γελούν,

δεν προσποιούνται

σου μιλούν,

ζωή σου γνέφει

έλα στο Πάνθεον

κι εσύ

έχουμε μόνιμα

γιορτή

παίξε το ντέφι.

Έρχεται η μαντάμ

Σουσου,

στο πυροφάνι

του μυαλού

να η Πιπίνα,

όμως κρατάνε οι καρδιές

έχουμε πάντα αντοχές

παρά την πείνα.

Ειναι ο Βούλης αρχηγός

ο Φρουφαλος ο τρομερός

κορνέτα με τον Καμινάρη

Λίζας, Μπαμπαρος και λοιποί

ακούγεται η μουσική

ως το Ιβάρι.

Έλα στο Πάνθεον

κι εσύ

κάθε στιγμή ειναι ζωή,

έβγα στην πίστα

χόρεψε με τον Ζαχαρή

άσε την πίκρα να χαθεί

σκέψεις σε λίστα.

Εδώ φωνάζουν

οι στιγμές,

έφυγαν

λες και ήταν χτες

οι συγκινήσεις,

έλα στο Πάνθεον

κι εσύ

στους

μάσκαρες,

στα κομφετί

για να γλεντήσεις.

Κι όταν θα έρθει

το πρωί

των μπουρανέλλων

η φυλη,

θα σου μιλήσει,

έλα στο ‘Πάνθεον ‘

κι εσύ

κλεισε στη μνήμη

τη ζωή

που έχεις ζήσει.

Αλήθεια τι μνήμες ξεσηκώνει μέσα μου το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι. Εκείνους τους αξέχαστους χορούς στο θρυλικό “Πάνθεον”, το μπρίο, το κέφι, τα κόκκινα-μπλε στο πέτο. Τις παρλάτες του Βούλη, τους διακόσμους του Γιάννη Αθηνιώτη και του Δήμου Μαλακάση. Το “Πάνθεον” αντικατόπριζε το μεγαλείο της Λευκαδίτικης ψυχής. Του Λευκαδίτη που έκανε το πόνο του χορό. Τη φτώχεια του σερπατίνα. Και την αγάπη για τη ζωή την έκανε τραγούδι, ξενύχτι, μεθύσι. Ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός εγραψε το 1972 (αναφερόμενος στο Λευκαδίτικο Καρναβάλι) ότι “ο Λευκαδίτης απ’ όταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει πραγματικά και δίνεται σ’ αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στη χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη”. Και είχε δίκιο. Μόνο που οι καιροί άλλαξαν. Και η τηλεόραση μας καθήλωσε στην πολυθρόνα. Δυστυχώς. Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι έμεινε αξέχαστο γιατί είχε χορό, ξεφάντωμα, ξενύχτια. Έμεινε αξέχαστο και όσοι το έζησαν- το αναπολούν- γιατί δεν υπήρχε υποκρισία, δεν υπήρχε η τηλεοπτική ισοπέδωση. Είχε κατάθεση ψυχής, ειχε ειλικρίνεια. Παρά τη φτώχεια και την κακουχία της εποχής ο Λευκαδίτης διασκέδαζε με την καρδιά του, συμμετείχε, αγαπούσε τη ζωή.

Όπως έγραψε ο αείμνηστος Πανταζής Κοντομίχης («Λευκαδίτικες σελίδες» – εφημερίδα του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου OΡΦΕΥΣ -1963), απ’ το 1880 μέχρι περίπου το 1905, ο φημισμένος Λευκαδίτης ζωγράφος Σπύρος Γαζής, πατέρας της κυρίας Ουρανίας Αρβανίτη, που ήταν σπουδαγμένος στη Βενετία, είχε αναλάβει την καλλιτεχνική και ευπρόσωπη εμφάνιση της μάσκαρας στη Λευκάδα. Επιτηρούσε, έντυνε, διευθετούσε, χρωμάτιζε και σχεδίαζε αποκριάτικα κοστούμια, σύμφωνα με την ευαισθησία του και την αισθητική του διάθεση, χωρίς να παίρνει ούτε μια δεκάρα. Παρουσίαζε τότε εξαίσιες μασκαράτες σε ομαδικά καρναβάλια μέσα στην πλατεία με διάφορες σατιρικές απαγγελίες τσουχτερές αλλά και μορφωτικές. Έντυνε αρλεκίνους, κολομπίνες, ντομινό, σεΐχηδες, παληάτσους, το δωδεκάθεο, μαχαραγιάδες, πιερόττους, πρίγκηπες, τους ήρωες του ’21 και άλλες ιστορικές και παραβολικές παραστάσεις. Οι μαζικές αποκριάτικες εμφανίσεις ήταν φημισμένες για την οργανωτική τους εκτέλεση και μαζευόντανε κόσμος και κοσμάκης από τα γύρω για να παρακολουθήσει τα χάζα. Τον ίδιο καιρό, άλλος μερακλής που διοργάνωνε μάσκαρες με μορφωτικότατο περιεχόμενο ήταν ο τσαγκάρης, ιεροψάλτης και αγαθότατος Λευκαδίτης Θοδωρής Θεμελής ή Μπολμπόλης κι έκανε με μάσκες ολόκληρες θεατρικές υπαίθριες παραστάσεις στην Πλατεία με αποκριάτικο περιεχόμενο. Παράστησε την “Αμαρτωλών σωτηρία”, την “Ιουδήθ”, τους “Καλαβρέζους”, τη “Φιορέντσα” με έμμετρες απαγγελίες και μαζευόντανε πολύς κόσμος ν’ ακούσει και να δει. Μαθαίνω πως όλα αυτά τα έμμετρα σατιρικά του ο σχωρεμένος μπάρμπα Θοδωρής τα κρατούσε και ίσως τώρα να τα κατέχουν οι κληρονόμοι του, που ‘ναι στην Αθήνα, γι’ αυτό δεν θα πρέπει να χαθούνε.

Από το 1905 μέχρι τον πόλεμο του ’12, ίσως και παλαιότερα -όχι όμως εξακριβωμένα- καθιερώθηκε το γαϊτανάκι, που είναι φράγκικη αποκριάτικη συνήθεια, γιατί απαντάται το Μεσαίωνα, στην Ιταλία προπαντός. Το γαϊτανάκι γινόταν στην πλατεία (να, γιατί διασκέδαζε τότε ο κοσμάκης, τώρα θέλουμε εισιτήρια και εισόδους για να ξεσκάσει ο λαουτζίκος), ξέχωρα απ’ τις περιοδείες που έκανε στις φτωχογειτονιές του Πουλιού, της Άγια-Κάρας και του Αη-Αντωνιού, και λάβαινε μέρος όλος ο λαός, πλούσιοι και φτωχοί. Το σκάριαζαν ο Πάνος Κατωπόδης ή Καουτσούς, ο Θωμάς Κονιδάρης, ένας ιταλιάνος τσαγκάρης που ξέμεινε στη Λευκάδα ο Μαστροριζάριο και ένας χωροφύλακας, που αγάπησε τη Λευκάδα, ονόματι Ζωγράφος που ήταν και φίνος χοροδιδάσκαλος. Το Γαϊτανάκι είχε την ιδιορρυθμία να τυλίγονται και να ξετυλίγονται σ’ ένα κοντάρι έγχρωμες κορδέλες με διάφορες τυποποιημένες χορευτικές φιγούρες και που έπρεπε κανείς με μαεστρία και ακρίβεια, γιατί αλλιώς μπερδεύονταν και δεν εύρισκες άκρη και πάτο. Το έπλεκαν και το ξέπλεκαν οκτώ ή δώδεκα χορευτές σε ρυθμό καντρίλιας και στα τελευταία χρόνια οι διοργανωτές βάνανε να κρατάει το κοντάρι ο πελώριος Τάσος Κατσής (ο ασκητής της Βαγιάς), που τον ντύνανε με διαόλου κέρατα και ουρά και σεργιάνιζε το γαϊτανάκι στις γειτονιές με την τρελλή του παρέα. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κανένας Λευκαδίτης που να θυμάται τις φιγούρες. Μόλις και μετά βίας θυμούνται μερικές διασκορπισμένες και συγκεχυμένες φιγούρες οι κ.κ. Σπύρος Αχείμαστος, Γιάννης Καλυβιώτης, Νιόνιος Κονιδάρης, Μαρινάκης και μερικοί άλλοι που ήτανε χορευταράδες στα νιάτα τους. Τέλος ο χορός του γαϊτανακιού διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Απ’ το 1922 μέχρι το Β’ Παγκ. Πόλεμο μεσολαβήσανε οι τραγικότητες και οι συμφορές στη Μικρασία και ο κόσμος έχασε στο διάστημα αυτό την όρεξή του και δεν ξανάγιναν μαζικά και λαϊκά καρναβάλια στην Πλατεία. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Λευκαδίτης δεν τόβαλε κάτω. Μια χρονιά, τις Αποκριές, έτυχε να γίνουν δημαρχιακές εκλογές και οι Λευκαδίτες θελήσανε να τις σατιρίσουνε. Μερικοί νέοι τους κατσαρίστηκε να ντυθούνε με ξερά κολλάρα, παριστάνοντας τους “υποψηφίους δημάρχους” και από πίσω τους καμιά δεκαριά ντυμένοι “νάνοι”, που κρατούσανε σκούπες και σκουπόξυλα. Όταν λοιπόν ένα βράδυ στην πλατεία γινόταν η προεκλογική συγκέντρωση και ήταν μαμούδια ο κόσμος για το “λόγο”, ξάφνου από ένα ατσούπι της Πλατείας ξεκαμπίσανε οι “νάνοι” με τους υποψηφίους δημάρχους – μασκαράδες. Το τί σαματάς έγινε δε λέγεται. Όλος ετούτος ο κόσμος που “άκουγε με προσοχή το λόγο”, ενώθηκε με τους “νάνους” κι αρχίσανε τη διασκέδαση. Επακολούθησε διαλογική έμμετρη συζήτηση μεταξύ των “νάνων” και των “μασκαρεμένων” υποψηφίων, με πετυχημένα πιπεράτα στιχάκια και έμμετρες ερωταποκρίσεις με αποκριάτικο περιεχόμενο. Έτσι, και οι υποψήφιοι δήμαρχοι (οι ξεμασκάρωτοι) ικανοποιηθήκανε γιατί είχανε “κόσμο” στην προεκλογική τους συγκέντρωση αλλά και ο κοσμάκης διασκέδασε με τα κωμικά γκέσα που κάνανε οι μασκαρεμένοι “νάνοι”.

Απο την πλευρά του ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός -με την μοναδική του πένα- εγραψε το 1972 για το λευκαδίτικο καρναβάλι:

– O Λευκαδίτης απ΄οταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νοιώθει, πραγματικά και δίνεται σ’ αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στην χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη. Απ΄ τα σπάργανα μέχρι τα βαθιά του γεράματα μασκαρώνεται όχι για να καλυφθεί και να υποκριθεί αλλά γιατί έτσι το νοιώθει. Σκασίλα του αν την άλλη μέρα θα βρει κενωμένο φαϊ ή αν θα βγει έξω κουρελής. Όλα τα θυσιάζει για μιας βραδιάς ξεφάντωμα καρναβαλιού, για μια ντορατζίδικη εμφάνιση μασκέ, για λίγες στροφές του βάλς και ρεβεράνς της μαζούρκας, για την εκτέλεση λίγων παραγγελμάτων καντρίλιας και λανσιέδων. Όσο κι΄αν όσο κι΄αν ειναι κατσουφιασμένος και μουτρωμένος, όσο κ’ αν φαίνεται άπραγος και σοβαρός, μόλις πατήσουν οι απόκριες δεν τον κρατάς, ούτε με τις αλυσίδες απο το πέραμα του Κάστρου, ούτε με τα κλειδιά απ΄τα χάνια του Κατίνη και του Τετράδη.

-Οι τουαλέτες, κατι το καταπληκτικό!. Από δυο μήνες μπροστά όλες οι μοδίστρες της χώρας πιασμένες. Ράβανε και δεν προφταίνανε. Τα εμπορικά ξεπούλησαν όλα τους τα νέα υφάσματα, λαμέ, τούλια, μαροκέν, λούτρια, σιφόν, βελούδα, μεταξωτά, ταφτάδες, δαντέλες, μπροκάρ κλπ. ενώ οι κομμώτριες μερόνυχτα ξαμαλιάζανε, τσουρουφλίζανε και μπογιατίζανε κεφάλια, ξύνανε και ξεφλουδίζανε νύχια, χαλκομανιάζανε μούτρα και βγάζανε… τρίχες η δε αισθητικός πλανιάριζε κρέατα, έσπαζε μπιμπίκια, έξυνε μασχάλες και ζύμωνε και τέντωνε με σελοτεϊπα, στήθια.

-Η πόλις ειχε στολιστεί αποκριάτικα ενώ σ΄ολους τους πόντζους, τα πρεβάζια, τις προβολές και τις σοάντστες ειχαν απλωθεί πολύχρωμες καρπέτες, κιλίμια, διάδρομοι, ταπέτα, κουβέρτες και σφρίδια ακόμη, οι δε πόντζοι ειχαν γεμίσει απο ανθρώπινες μουτσούνες, αμασκάρωτες βέβαια, που ήταν πιο εντυπωσιακές και κωμικές από τις μασκαρεμένες.

-Εκεί στο “ΠΑΝΘΕΟΝ” κάθε βράδυ, μια μεγάλη μάζα ανθρώπων(πάσης τάξεως, φύλου και ηλικίας) πήγαινε κι ερχότανε σαν άμπωτης και πλήμμυρα, μέσα στην πίστα καθώς κι απάνω στη σκηνή και γαλαρία πούλεγες πως δεν θα έβγαινες άλλο απο μέσα, απ’ το αδιαχώριστο και το χορό μα περισσότερο απ΄το δεφτέρι και μολύβι του Γούρμου και Μουτρούκαλη οι οποίοι δεν ήσαν μονάχα μπουφετζήδες αλλα και μέλη της ορχήστρας – τα δυο πρώτα πιάνα της παλαιάς Λευκάδας.

”Ο Γούρμος κι ο Μουτρούκαλης

το ταιριαστό ζευγάρι

σου πέρνανε και τον παρά,

σου κάνανε και τη χάρη!”.

Απ΄τον φωταγωγό του “Πάνθεον”, πέφτανε βροχή οι σερπατίνες, τα κομφετί και τα μπαλόνια ενώ οι σοκολάτες, τα παστέλια και τα μαντολάτα του Φιλίππου “Χαρία”, Μεσσήνη, Μπόρσα και Μπαλωμένου σε ταράζανε στον τριόμφο, τη μουντσουφλιά και κατακεφαλιά. Στο κέντρο της πίστας όλοι οι σύγχρονοι τύποι της Λευκάδας στα νούμερα τους: σόλο χορό τραγούδι, σκέτς μα ξέχωρα ο Γιώργος ο Βερδίκης, στις άφθαστες ταυρομαχίες του, ο Λώλος Μαλλιαρής ως Σαρλώ, ο Κεφάλας γυναίκα του δρόμου με την ομπρέλα του πάντα, κι ο Ζαχαρής στα ζεμπέκικα και χασάπικα, ανεβασμένος στους ώμους του Δήμου Σάντα και Τζετζέκου, κάνοντας εκείνους τους απίθανους μορφασμούς και γκριμάτσες. Κι όσοι δεν αντέχανε να δια… πιστωθούν, καθόντανε σε κάποια άκρη ή απάνω στη γαλαρία στιβαγμένοι σαν παστές σαρδέλλες και κάνανε ντόρο με τις μάσκαρες. Αυτοί την παθαίνανε χειρότερα. Χειρότερα ακόμα την παθαίνανε οι καθυστερημένοι που δεν κατορθώσανε να προχωρήσουν μέσα στο “ΠΑΝΘΕΟΝ” απο την πολυκοσμία και γινότανε παπάκια απο τη βροχή και κατάμαυροι απ΄την τσιμπισά που τρώγανε εξω στο στενό, περιμένοντας στα χαμένα μήν αδειάσει καμιά θέση ή μη βρεθεί καμιά μάσκαρα που να θέλει συνοδό. Έτσι κάθε βράδυ το “ΠΑΝΘΕΟΝ” ηταν στις φλόγες.

-Xoρεύτηκε το γαϊτανάκι που δίδαξε ο ακούραστος παλιός χορευταράς και μέτρ Νιόνιος Κονιδάρης (Πατσάς), αφιχθείς επί τούτου εξ Αθηνών. Μετά έγινε το φάτο! Εκτέλεση μουσικού προγράμματος απο την ποντικίσια μπάντα που διηύθυνε ο Βερδίκης “εν εξάλλω καταστάσει”, χρησιμοποιώντας για μπακέτα τα σβούρδουλα του παλιού παιδονόμου, κυρ Αναστάση με τα μουστάκια. Για όργανα χρησιμοποιήθηκαν η Γκράν – κάσα του Μπούζου, το μπάσο του Κουφάκια, το ταμπούρλο του Λίζα, τα πιάτα του Μπατίστα, το φλαούτο του Βαγγέλη Καζάζη, το τρομπόνι του Αποστόλη Μπρούμη, το κλαρίνο του Καμπύλαφκου, τα βιολιά του Ταμπατούρλα και Μπουμπούλια, η φλογέρα του γέρου-Καπογιανέλου, το ντέλφι της Πριγάμπας, το κλάξον του “Σάμψον” του Μπάλτσα. Παιχτήκανε και τραγουδηθήκανε θαυμάσιες παλιές και νέες μελωδίες ως και τοπικά τραγούδια που ειχε σκεπάσει ο χρόνος όπως: “άσπρο, μαύρο, κόκκινο της Κογιογούς το κόσκινο”, “δεν έχουμε λεπτά, να πάμε σινεμά, τσιρμπόμ-τσιρμπόν..”, ”έλα κι΄εσύ μαζί μ΄εμέ, στου Παναγή στου Μπελεμέ, δεν ξέρω τώρα που θε νάβρω και του Κόκκινου το μαύρο – ελεήστε Χριστιανοί που να βρώ τον Κουτσουνή, για που πρέπει να του δίνω, για να βρώ τον Φερεντίνο”, “Με το σεισμό, μα τι κακό, αχ! ειναι πράγματι πολύ τρομακτικό”, “Μια δεκάρα της Μπούζαινας, και τα γατιά του Τσούφλα, του Μπαλωμένου οι γάιδαροι και Σκλεπετή οι σκύλοι..”. ”Ω! Πω-πώ, ψυχή μου πράμα, ποιός θαπλώσει να το πάρει, αρμυρήθρες απ΄τη Γύρα, και παγούρς απ΄ το Ιβάρι. Απο τον τεκέ Κοκούτσες απ’ τη Σάλτενη χυβάδια, καποσάντες απ΄ τις λούτσες, ω! πώ, πω ψυχή μου πράμα, άμα φάς θα ξαναζήσεις, μάραθο απο το Κάστρο, κάρδαμο Μεγάλης Βρύσης”. Σόλο τραγούδησε ο Ανδρέας ο Όπερας (Ντούσκας), που τον συνόδευσαν ο Ζαχαρής, ο Μάριος Χόρτης, ο Πούλος, ο Πάπιος κι ο Λομπράνος. Εκεί παρουσιάστηκε κι ο Θοδωρής ο Κβέλης κι είπε το παλιό του τραγούδι που έλεγε πάντα στις ταβέρνες ενώ ο ψευδός Ταρντανέλιας τραγούδησε το τραγούδι που έλεγε κάποτε ερωτευμένος. Το μουσικό πρόγραμμα έκλεισε με το Ντε Βαλαμόντε που τραγούδησε τη ”Ξανθιά Βαρόνη”, έκανε κορνέτα με τη μύτη και χόρεψε το χορό του διαβόλου, μα γλίστρησε και βρέθηκε ξαφνικά στα ποδάρια του, μια νεκροκεφαλή!

(Πηγή: www.elgeorgakis.blogspot.com)