Καλατζής: ένα επάγγελμα που χάνεται

Ο τεχνίτης που έκανε τα μαγειρικά σκεύη να λάμπουν… – Η όλη διαδικασία του «γανώματος»

Περνώντας, πριν από μερικές μέρες, από την οδό Γοργόλη – στο Κουρμανιό – είδα κλεισμένο το κατάστημα, το καλαϊτζίδικο (Καλαντζήδικο) του μαστρο-Κώστα. Ήταν, από τα τελευταία στα Γιάννινα.

 

Πριν από πολλά χρόνια επισκεπτόμουν τον μπάρμπα Κώστα για να «γανώσει» τα «χαλκώματα» του σπιτιού – κατσαρόλες, τηγάνια, ταψιά, τεντζερέδες (κακάβια), νταβάδες…

Ήταν γείτονάς μου τότε ο μπάρμπα-Κώστας, που κατάγονταν από τα χωριά του Καλαμά. Πάντοτε «μουτζουρεμένος» απ’ τη δουλειά…

• Τα οικιακής χρήσεως χάλκινα (μπακιρένια) σκεύη, έπρεπε να «γανωθούν» δυο φορές το χρόνο, γιατί με την καθημερινή χρήση και το πλύσιμο, με «σταχτόνερο», έχαναν τη γυαλάδα που είχαν, η οποία οφείλονταν στην επίστρωση κασσιτέρου στην επιφάνειά τους, δηλαδή στο «γάνωμα». Μόνος ο χαλκός, χωρίς την επίστρωση του κασσιτέρου, οξειδώνεται και πρασινίζει, φαινόμενο ιδιαίτερα επικίνδυνο για την υγεία μας.

Τα εργαλεία του «Γανωτή»

Η δουλειά του «Γανωτή» ή Καλαϊτζή (από το καλάϊ) δεν ήταν εύκολη.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν διάφορα σφυριά, αμόνια (σε διάφορα σχέδια) με την ονομασία τους: το ξυλάβ (σιδερένια μεγάλη μασιά, που μ’ αυτή έπιανε το ζεστό σκεύος), το κολλητήρι, το μαχάνι (φυσερό), το ψαλίδι, βαμβάκι μπόλικο αντί σπόγγο, ένα ταψί, τον βόρακα, για να κολλάει τα φθαρμένα, νησατίρ, καλάϊ και μερικά άλλα.

Η διαδικασία…

Ο «Γανωτής» θέρμαινε πρώτα τα σκεύη, ώστε να καούν από τις γωνιές τα μαύρα και να φύγει το παλιό καλάϊ. Μετά το κάψιμο γίνονταν με σπόγγο επάλειψη με βιτριόλι (κεζάπι), για να φουσκώσουν τα καμμένα μαύρα και με το πρώτο πλύσιμο και τρίψιμο, με ψιλή άμμο, όλο το σκεύος ήταν πλέον έτοιμο να «γανωθεί».

Ο «Γανωτής» ετοίμαζε από νωρίς υδροχλωρικό οξύ (κεζάπι) μέσα σε γυάλινο μπωλ -ποσότητα ανάλογη με το σκεύος (που ήταν για «γάνωμα»)- και με το ψαλίδι έκοβε τσίγγο (ψευδάργυρο) και τον έριχνε μέσα στο μπωλ. Ο τσίγγος έβραζε μέσα στο κεζάπι και έλιωνε. Τότε το κεζάπι δεν είχε εκείνη τη «σπιρτάδα», και μ’ αυτό έκανε την τελευταία επάλειψη στο σκεύος. Μετά έπιανε το σκεύος με το ξυλάβ και το έβαζε στη φωτιά. Με το μαχάνι (το φυσερό), παράλληλα, υποδαύλιζε τη φωτιά. Έβγαιναν τότε χρώματα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, πορτοκαλιά, χρυσαφένια, ασημένια, πύρινες γλώσσες στο κενό, ιδίως όταν έπεφτε το νησατίρ, πάνω στη φωτιά την ώρα της δουλειάς.

Δίπλα από τη φωτιά είχε το ταψί και εκεί μέσα έριχνε τα ψήγματα που περίσσευαν από το καλάϊ, για να επαναχρησιμοποιηθούν.

Όταν τελείωνε το «γάνωμα» και κρύωνε το σκεύος, «έστριβε» με το σπόγγο κάτω τον πάτο του, δημιουργώντας αστράκια ασημένια. Τότε τα σκεύη έλαμπαν…

Τώρα όλα αυτά «έφυγαν» μαζί με τους τεχνίτες «γανωτές», τους καλατζήδες…

Σημ. Συντ.: Το κείμενο, στις τεχνικές λεπτομέρειές του… λογοκρίθηκε απ’ τον κύριο Μιχάλη, παλιό χαλκουργό – γανωτή.

(Πηγή: www.kolivas.de)