Οι τοπικές ποικιλίες της Λευκάδας
Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γ. Θωμά «Οι Τοπικές Ποικιλίες της Λευκάδας»
Οι τοπικές (παραδοσιακές) ποικιλίες είναι δημιούργημα της εμπειρικής επιλογής των αγροτών και της φυσικής επιλογής για δεκάδες και εκατοντάδες χρόνια.
Διακρίνονται για την προσαρμοστικότητά τους στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, την ανθεκτικότητά τους και τα αξιόλογα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους (π.χ. γεύση, άρωμα) με παραγωγή συνήθως μέτρια και μειωμένη ομοιομορφία.
Αντίθετα, οι σύγχρονες καλλιεργούμενες (εμπορικές) ποικιλίες είναι δημιούργημα της βελτιωτικής επιστημονικής έρευνας και η εκμετάλλευσή τους ανήκει σε κάποιον (ίδρυμα ή εταιρεία). Είναι πολύ παραγωγικές και παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στα καταναλωτικά πρότυπα που προωθήθηκαν από τις οργανωμένες πολυεθνικές εταιρείες της εποχής μας.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά οι εμπορικές ποικιλίες προτιμήθηκαν από τους αγρότες, που εγκατέλειψαν κατά κανόνα τις τοπικές ποικιλίες. Έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες χάθηκαν δεκάδες αν όχι εκατοντάδες τοπικών ποικιλιών. Οι απώλειες αυτές συνειδητοποιήθηκαν από επιστήμονες και ευαισθητοποιημένους πολίτες σαν ιδιαίτερα σημαντικές και άρχισε μια προσπάθεια διάσωσης και επανεκτίμησης της αξίας των τοπικών ποικιλιών.
Στο έργο του Πανταζή Κοντομίχη «Τα Γεωργικά της Λευκάδας» παρουσιάζονται τα φυτά που καλλιεργούνταν στην Λευκάδα από τους ντόπιους.
Το βιβλίο γράφτηκε σχετικά πρόσφατα (1985) αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές οι τοπικές ποικιλίες καλλιεργούνται ακόμα διότι το μεγαλύτερο μέρος της γενετικής διάβρωσης στις τοπικές ποικιλίες, όχι μόνο στη Λευκάδα αλλά σε ολόκληρη την ύπαιθρο της Ελλάδας, συνέβη την τελευταία τριακονταετία και εξακολουθεί να εξελίσσεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς.
Είναι λοιπόν φανερό πως αρκετές από τις ποικιλίες στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας μπορεί να έχουν ήδη χαθεί για πάντα αν οι άνθρωποι που τις διατηρούσαν χρόνο με το χρόνο έχουν φύγει από τη ζωή ή να έχουν αντικατασταθεί από εμπορικές ποικιλίες. Τα σημαντικότερα φυτά τα οποία καλλιεργούσαν οι Λευκαδίτες αγρότες ήταν σύμφωνα με τον Πανταζή Κοντομίχη (1985) τα εξής:
Κουκιά: |
- Αραποκούκια (πλατιά και μεγάλα μαύρα)
- Ασπροκούκια (πλατιά αλλά χρώματος υπόλευκου μέχρι καφέ)
- Φτακούκια (διότι η κάθε θηλή περιέχει 7 κουκιά)
Φασόλια: |
- Μπαρμπουνοφάσουλα (σκουρόχρωμα με χονδρό καρπό)
- Κρεατοφάσουλα (χρώμα καφέ και γεύση κρέατος)
- Πήχεις (άσπρος καρπός και μακριά θήκη 0,20 μ.)
- Γυφτοφάσουλα (μικροκαμωμένος καρπός, μελαψός)
- Βελονάκια (μακρόστενη θήκη και πολύ μικρός καρπός) – Τα έλεγαν και αμπελοφάσουλα γιατί τα έσπερναν στις φυτείες των αμπελιών που το έδαφος ήταν καλά δουλεμένο και δεν χρειαζόταν πότισμα
Ρεβύθια: |
- Γουλά (άσπρος στρογγυλός καρπός)
- Γρινιάδες (καφέ χρώμα με μύτη)
Από όσπρια καλλιεργούσαν επίσης λαθούρι (τοπικά το ονομάζουν λαθύρι), φακή (το φακάχερο το αποθήκευαν για τροφή των ζώων), μπίζα, αγριοκόκκι (βίκος – μόνο για ζωοτροφή).
Οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου που κατέγραψε τότε ο συγγραφέας στο νησί ήταν οι: |
- Βαρτζαμί (ή Βερτζαμί) – καλλιεργήθηκε πρώτα από τους Βενετσιάνους (1684-1797)
- Άσπρο
- Κοζανίτης
- Μαυροδάφνη
- Λαόρκος
Επιτραπέζιες ποικιλίες: |
- Φτακήλι
- Ραζακί
- Πατρινό
- Χλώρη
- Άσπρο Πατρινό
- Ρομπόλα
- Μοσχάτο
- Παργινό
- Φλέρη
- Αητονύχι
- Κοτσιλίνα
- Γλυκοπάτης
- Κορύθι
Ελιά: |
- Ασπρολιά (αποδοτικότερη όλων)
- Πλεξιδολιά
- Σκαντζολιά
- Μαυρολιά
Στα περιβόλια: |
- Δημητριακά (σιτάρι, βρώμη, καλαμπόκι, κριθάρι)
- Κηπευτικά (Αντίδια, σέσκλα, σπανάκι, σινάπι, κοκκινογούλια, κολοκύθια κοινά και μπαρμπαρέσικα, σέλινα, κουνουπίδια, μάπες, κομεντόρια (ντομάτες), καστραβέτσα (αγγούρια), πιπεριές, μελιτζάνες, αγκινάρες, βελονάκια, φασολάκια, σκόρδα, κρεμμύδια, ραπάνια, μαϊντανός, γλυκοπατάτες, πατάτες, λάπατα, καρπούζια, πεπόνια)
- Πορτοκάλια (ματόζα – σαγκουίνι)
- Ροδιές (κοινές και μαγλινές – χοντρός και πιο νόστιμος καρπός)
- Σύκα [βρακατσάνους – μαύρους και άσπρους, μαυρόσυκα του αμπελιού – ψιλά, άσπρα Καλαματιανά ή τσεπελόσυκα, λιβανόσυκα (χοντρά)]
- Αχλάδια [κρυστάλλια, δροσάπιδα, κολοκυθάπιδα, ονάδες, Λευκαδίτικα θεριστάπιδα (μικρά) και κοντούλες]
- Δαμάσκηνα (κλάουδα – κίτρινα, σοκέτες (κυρίως για γλυκό), βαρδάτσες (άσπρες και μαύρες), βαρδάτσες μαύρες βασιλικού
- Κολοκύθια (μαμούθ – στρογγυλά και χοντρά, μωρόπουλα, μπαρμπαρέσικα – για πίτες, νεροκολόκυθα – για σκεύη νερού, κρασιού κτλ.- τα ξεραίνουν στον ήλιο ή στον καπνό)
- Αντίδια (κατσαρά, ραδικάντιδα, σαλατοειδή)
- Μαρούλια (ρομάνα, τόπι)
- Ραπάνια (μικρά κόκκινα για σαλάτα, χοντρά μαύρα ή χοντρά άσπρα – βραστά ανακατεμένα με σινάπια)
- Φασολάκια (βελονάκια ή αμπελοφάσουλα)
- Αγκινάρες (αγκαθωτή ή ντόπια)
Επίσης, από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Ελεονώρας Φιώρου (2006), μαθαίνουμε πως στη κοινότητα της Εγκλουβής, εκτός από την φακή η οποία κατέχει εξέχουσα θέση, διατηρούνται από τους καλλιεργητές και αρκετά ακόμα είδη καλλιεργούμενων φυτών όπως σινάπι, λαθούρι, ποικιλίες αμπέλου (βαρτζαμί και ασπροβάρτζαμο), σιτάρι (γκρινιάς και γαύρος) κ.ά.
Ο Κοκολιός (1959) δίνει στοιχεία για τις εκτάσεις που καταλαμβάνει η καλλιέργεια του σιταριού στον νομό Λευκάδας τις χρονιές 1957-1958. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται στον Πίνακα 2.
Πίνακας 2: Η έκταση, η απόδοση και το ποσοστό επί της συνολικής έκτασης της καλλιέργειας σιταριού στη Λευκάδα τις χρονιές 1958- 1959. Πηγή: Κοκολιός (1959)
Στις καλλιεργούμενες ποικιλίες αμπέλου στην Λευκάδα ο Κριμπάς (1943, 1944, 1949) συμπεριλαμβάνει τις παρακάτω: Αλεπού, Βερτζαμί (οίνος αναμίξεως), Γουστολίδι (συνώνυμο στην Λευκάδα: Βουστολίδι), Κορίθι άσπρο, Μαυροδάφνη, Μυγδάλι, Παριανό, Ρομπόλα άσπρη, Φιλέρι, Θειακό, Κοτσελίνα, Ξερίχι κόκκινο και μαύρο, Πατρινό, Σκυλοπνίχτης, Ατσάλα, Δίβρωμο, Χλώρες και στα Ιόνια Νησιά Κοκκινορομπόλα, Γλυκοπάτι και Ροζακί.
Οι Λογοθέτης και Βλάχος (1965, 1966) αναφέρουν αντίστοιχα τις ποικιλίες: κορινθιακή σταφιδάμπελο (μικρή έκταση στα Βασιλικά) και το Βαρτζαμί (καταλαμβάνει το 90% των αμπελώνων της Λευκάδας).
Ο Νταβίδης (1982) αναφέρει ότι καλλιεργούνται στην Λευκάδα οι οινοποιήσιμες Βερτζαμί (ερυθρομέλανη), Σκυλοπνίχτης (ερυθροϊώδες, Ιόνια Νησιά) και η παραλλαγή του Σκυλοπνίχτης λευκός (Ιόνια Νησιά). Επίσης το Φιλέρι (μαύρη), η Μαυροδάφνη (ερυθρομέλαν, Ιόνια Νησιά), ο Κακοτρύγης (κιτρινοπράσινη, Ιόνια Νησιά), η Ρομπόλα (κίτρινο ήλεκτρου, Ιόνια Νησιά), οι επιτραπέζιες Κορίθι άσπρο (Ιόνια Νησιά), Κορίθι μαύρο (Ιόνια Νησιά), και σταφιδοποιίας η κορινθιακή σταφίδα (Ιόνια Νησιά). Βέβαια τα στοιχεία αυτά είναι προ τριάντα χρόνων και πολλά έχουν αλλάξει από τότε.
Μία άλλη πηγή πληροφόρησης, η οποία αφορά τις καλλιεργούμενες ποικιλίες αμπέλου της Λευκάδας αποτελεί το βιβλίο του Κοτίνη (1985). Στον Πίνακα 3 φαίνονται οι ποικιλίες αμπέλου που αναφέρει ότι υπάρχουν στην Λευκάδα.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι συνιστώμενες και επιτρεπόμενες ποικιλίες αμπέλου για τα Ιόνια Νησιά σύμφωνα με τη Υπουργική Απόφαση 247771/04-03-2010.
ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΜΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΑΜΠΕΛΟΥ[1] |
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
Συνιστώμενες: Αρακλινός (Ν), Αυγουστιάτης (Ν), Βαρδέα (Β), Βερτζαμί (Ν), Γουστολίδι (Αυγουστολίδι, Βοστίλιδας) (Β), Ζακυνθινό (Β), Θειακό (Ν), Κακοτρύγης (Β), Κατσακούλιας (Ν), Κορίθι (Ν), Κορινθιακή (Ν(2)), Λαγόρθι (B), Μαλαγουζιά (Β), Μαυροδάφνη (Ν), Μοσχατέλλα (Μοσχαρδίνια) (Β), Μοσχάτο άσπρο (Β), Μυγδάλι (Β), Παπαδικό (Ν), Παύλος (Β), Πετροκόριθο μαύρο (Ν), Ροδίτης (Αλεπού) (Rs), Ρομπόλα (Β), Σκιαδόπουλο (Σαχάρα) (Β), Σκοπελίτικο (Ν), Χλώρες (Β), Chardonnay (B), Sauvignon Βlanc (B), Merlot (N), Πετροκόριθο λευκό (Β), Ρομπόλα κόκκινη (Ν), Σαββατιανό (Δουμπραίνα άσπρη, Κουντούρα άσπρη, Περαχωρίτικο, Σακέικο) (Β), Σκυλόκλημα (Β), Σκυλοπνίχτης (Ν), Τσαούσι (Β), Τουρκοπούλα (Rs), Φειδιά (Ν), Φιλέρι (Rs(3)), Cabernet Sauvignon (N).
Επιτρεπόμενες: Αγούμαστος (Β), Αμφιόνη (Ν), Αρετή (Β), Ασπροβέρτζαμο (Β), Ασπρούδες (Β(3)), Βιολεντό (Rs), Βοϊδομάτης (Ν), Βόσσος (Β), Γλυκοπάτι (Ν), Κοζανίτης (Β), Κοκκινοβοστίτσα (Ν), Κοντοκλάδι (Β), Κορφιάτης (Ν), Κουτσουμπέλι (Rs), Λαγόρθι (Β), Μοσχοφίλερο (Rs(1)), Πατρινό (Ν).
ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΑΜΠΕΛΟΥ |
ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
Συνιστώμενες: Kορίθι (Β), Ραζακί (Κέρινο) (Β), Σουλτανίνα (Β), Cardinal (Rs), Victoria (B).
Επιτρεπόμενες: Αετονύχι (Β), Μοσχάτο Αμβούργου (Ν), Προβατίνα (Ν), Ραζακί (Κέρινο) (Β), Σιδερίτης (Rs), Φράουλα (Rs), Cardinal (Rs).
ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΧΡΗΣΗ |
Ν.A. ΛΕΥΚΑΔΟΣ:
Συνιστώμενες: Κορινθιακή (Ν)
Πίνακας 3: Ποικιλίες αμπέλου στην Λευκάδα και στα Ιόνια νησιά σύμφωνα με τον Κοτίνη (1985)
Σημ. Στις ποικιλίες που αναφέρει τα Ιόνια Νησιά δεν γίνεται αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο νησί
Από την παράθεση των τοπικών ποικιλιών είτε με όνομα είτε χωρίς, φαίνεται ότι στην Λευκάδα υπήρχαν τοπικές ποικιλίες και καλλιεργούνταν όλα τα απαραίτητα είδη για την διατροφή και την εξασφάλιση ενός εισοδήματος στον αγροτικό πληθυσμό.
Η Λευκάδα διέθετε λοιπόν μεγάλο πλούτο γεωργικών ειδών και ποικιλιών. Ο πλούτος όμως των τοπικών ποικιλιών δεν αφορά μόνο πόσες ποικιλίες είχε ένα είδος (πχ. στα φασόλια ο Κοντομίχης αναφέρει πέντε διαφορετικές ποικιλίες) αλλά και τον πλούτο των χαρακτηριστικών εντός κάθε ποικιλίας.
Ο Πάνου (1960) αναφέρει ότι η φακή Εγκλουβής αποτελεί «ετερόκλητο μίγμα, εξ είκοσι διαφορετικών τύπων». Επί πλέον η ίδια ποικιλία που καλλιεργούνταν σε διαφορετικές περιοχές της Λευκάδας προσαρμοζόταν ανάλογα στο περιβάλλον της κάθε περιοχής [στην περιοχή της Εγκλουβής καλλιεργείται τουλάχιστον εδώ και 50 χρόνια και μια εμπορική ποικιλία φακής (cultivar), άγνωστης ονομασίας και προέλευσης που εμπορεύεται με το ίδιο όνομα δηλαδή φακή Εγκλουβής.
Οι κάτοικοι τις ξεχωρίζουν με την ονομασία «ξανθιά» για τη νεότερη ποικιλία και «μαύρη» ή «σκούρα» για τη ντόπια (Φιώρου, 2006)]. Όμως η παραγωγή των τοπικών ποικιλιών υστερεί συνήθως σε σύγκριση με τις εμπορικές ποικιλίες (σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει μόνο το 20% αυτών), ενώ μπορεί να παρουσιάζουν και ευαισθησία σε ασθένειες.
Η πραγματικότητα αυτή μαζί με την πίεση για αύξηση της παραγωγής, άρα και καλύτερο εισόδημα, ώθησε τους αγρότες της Λευκάδας σταδιακά να εγκαταλείψουν τις τοπικές ποικιλίες και να καλλιεργούν τις εμπορικές.
Άλλωστε αυτή ήταν και η επίσημη κρατική πολιτική που προωθούνταν ενεργητικά. Έτσι, οι τοπικές ποικιλίες ταυτίστηκαν στη συνείδηση των αγροτών με κάτι ξεπερασμένο και άρχισαν να εγκαταλείπονται όλο και ταχύτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό αφορά πρώτα από όλα τα σιτηρά και μετά τα άλλα ετήσια είδη.
Στην Λευκάδα δεν συνέβη το ίδιο με τα αμπέλια, τα οπωροφόρα και την ελιά. Παρά την εισαγωγή και φύτευση κάποιων ειδών όλα τα πολυετή είδη λίγο πολύ παραμένουν γιατί είναι πιο δύσκολη η αλλαγή της καλλιέργειας σε σχέση με τα ετήσια και παρά την εγκατάλειψη τους σε αρκετές περιπτώσεις έχουν τη δυνατότητα να επιβιώνουν. Όμως και σ’ αυτά η εγκατάλειψη της καλλιέργειας, η προτίμηση λίγων ποικιλιών (βλέπε αμπέλι) θα οδηγήσει με αργότερους ρυθμούς σε σχέση με τα ετήσια στην απώλεια τοπικών ποικιλιών.
Άλλος παράγοντας που συνετέλεσε στην εγκατάλειψη των τοπικών ποικιλιών ήταν η μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας από την αγροτική οικονομία στον τουρισμό και στις υπηρεσίες.
[1] Με πλάγια γραφή η κύρια ονομασία της ποικιλίας, σε παρένθεση τα τυχόν συνώνυμα, ακολουθεί ο χρωματισμός της σταφυλής ως εξής: Β = Λευκό, Ν = Μαύρο, Rs = Ροζέ. Οι δείκτες που εμφανίζονται σημαίνουν τα εξής: 1 = ποικιλία συνιστώμενη σε περιοχές με υψόμετρο από 350 μ. και πάνω, 2 = ποικιλίες διπλής και ειδικής χρήσης, 3= ομάδες ποικιλιών λευκών ή έγχρωμων υπό διερεύνηση και ταυτοποίηση.
Πηγή: www.kolivas.de via Γιώργος Κούρτης Λευκάδα (kourtisgiorgos.blogspot.com)