Η στάση των χωρικών στην Λευκάδα το 1819

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ, Φιλολόγου

Η «στάση των χωρικών» το 1819 είναι η δεύτερη από τις τρεις εξεγέρσεις που κυοφορήθηκαν στην κεντρική Λευκάδα και κυρίως στην περιοχή των Σφακιωτών. Η πρώτη ήταν η εξέγερση κατά του Γρατιανού Τζώρτζη το 1357 και η τρίτη η εξέγερση των αμπελουργών το 1935. Και δεν είναι τυχαίο ότι και οι τρεις σημαντικές εξεγέρσεις του αγροτικού στοιχείου στη Λευκάδα ξεκίνησαν από την περιοχή αυτή. Το φρόνημα των κατοίκων της σε συνδυασμό με την προνομιακή, από
στρατιωτικής απόψεως, γεωγραφική θέση της είναι ικανοί λόγοι για να τις ερμηνεύσουν.
Η αφορμή για την εξέγερση ήταν η πρόσθετη φορολογία που επέβαλε η κυβέρνηση του Ιονίου Κράτους τον Ιούνιο του 1819 στους αγρότες και αστούς της Λευκάδας, για να συγκεντρώσει τα
χρήματα που απαιτούνταν για την κατασκευή μέσα στη λιμνοθάλασσα μιας διώρυγας, από την οποία να διέρχονται τα πλοία που κινούταν από νότο προς την πόλη της Λευκάδας ή από την πόλη της Λευκάδας προς νότο και να μην είναι αναγκασμένα να κάνουν το γύρο του νησιού από δυτικά, στο ανοιχτό Ιόνιο. Η διώρυγα θα ξεκινούσε νότια από τη θέση Παλιοχαλιάς της ακαρνανικής ακτής και θα κατέληγε βόρεια πίσω από το κάστρο της Αγίας Μαύρας, θα βρισκόταν δηλαδή ανατολικότερα της σημερινής διώρυγας.
Τα έργα της κατασκευής της είχαν αρχίσει από το 1818.

Το πρόσθετο ποσό, που έπρεπε να καταβάλει η Λευκάδα στο δημόσιο Ταμείο, ήταν συνολικά 4.000 τάληρα ετησίως και θα εισπραττόταν ως εξής:

  • 1 τάληρο για κάθε βαρέλα κρασιού
  • 1/8 του ταλήρου για κάθε βαρέλα κρασιού συγκομιδής 1819, που έπρεπε να πληρωθεί ως το Μάη του 1820.
  • 1/4 του ταλήρου για κάθε βαρέλα κρασιού συγκομιδής 1818, που θα πουλιόταν στην πόλη.
  • 1/4 του ταλήρου για κάθε κάδο δημητριακών και οσπρίων.
  • 10 γαζέτες για κάθε κατσίκι ή αρνί και 30 για κάθε χοιρινό.

Η φορολογία των προϊόντων θα απέδιδε 1.000 τάληρα ετησίως. Τα υπόλοιπα 3.000 θα συμπληρωνόταν από ετήσια εισφορά των ευκατάστατων της πόλης. Οι εισπράξεις θα αποδιδόταν στην Κέρκυρα ανά τρίμηνο. Οι Λευκάδιοι δεν αμφισβήτησαν τη σημασία του μεγάλου αυτού έργου αλλά δικαίως θεώρησαν άδικο να πληρώσουν μόνο αυτοί για ένα έργο που ωφελούσε όλα τα νησιά του Ιονίου. Τα γεγονότα εξελίχτηκαν ως εξής:

  • 15 Σεπτέμβρη 1819 (π.η.): Ο δημογέροντας Γεωργίας Νικόλαος Σταύρος με εντολή του Επάρχου Λευκάδας ανεβαίνει στους Σφακιώτες και καταλύει στη μονή της Επισκοπής στο Σπανοχώρι . Σκοπός του να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις των κατοίκων της περιοχής ως προς την καταβολή του φόρου για τη διάνοιξη της διώρυγας. Κινδύνευσε όμως κι αυτός και οι άνθρωποί του από τους αγανακτισμένους για την επιβολή του φόρου χωρικούς και ζήτησε βοήθεια από τον Έπαρχο Λευκάδας που του έστειλε μια ομάδα ανδρών της χωροφυλακής με επικεφαλής τον Αναστάσιο Μαρίνο.
  • 16 Σεπτέμβρη 1819(π.η.): Μετά από μια ανήσυχη νύχτα, κατά την οποία ο Ν. Σταύρος και ο Αν. Μαρίνος με τη φρουρά διανυκτερεύουν στην Επισκοπή και στα γύρω χωριά αντηχούν πυροβολισμοί και κωδωνοκρουσίες, συγκεντρώνονται στο Σπανοχώρι 300 χωρικοί οπλισμένοι με πιστόλια και τουφέκια. Οι προσπάθειες του πρωθιερέα Απόστολου Λάζαρη και του Αναστάσιου Μαρίνου να τους ησυχάσουν δεν έφεραν αποτέλεσμα. Οι χωρικοί ζήτησαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του δημογέροντα, του Μαρίνου και της φρουράς.
  • 16 Σεπτέμβρη 1819 (π.η.): Φθάνει στους Σφακιώτες ο τοποτηρητής της Λευκάδας αντισυνταγματάρχης Στόβενς και καλεί τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν. Τους δηλώνει ότι η τοπική κυβέρνηση ήθελε να φανεί δίκαιη σε όλους και ήταν πρόθυμη να στείλει σχετική αναφορά στην Κέρκυρα. Οι εξεγερμένοι αρνούνται υποστηρίζοντας ότι με την προσθήκη του νέου φόρου στην ήδη βαριά φορολογία τους δεν μπορούν να επιβιώσουν. Ο τοποτηρητής τους συνιστά να υποβάλουν γραπτά τα αιτήματά τους. Οι χωρικοί συντάσσουν αμέσως την αναφορά και τη δίνουν στο Στόβενς αλλά δεν διαλύονται.
  • 17 Σεπτέμβρη 1819(π.η.): Ενισχυμένοι από καινούργιες ομάδες, προερχόμενες και από τα άλλα χωριά, οι συγκεντρωμένοι καταλαμβάνουν πρωί-πρωί το ύψωμα «Καθάρια Ράχη»πάνω από τη Μεγάλη Βρύση. Ο τοποτηρητής συναντάται με τους εξεγερμένους και αποδέχεται την πρόταση να μεταφέρουν την αναφορά τους στην Κέρκυρα δύο άρχοντες της πόλης, ο κόμης Ντ’ Όριο και ο Θωμάς Βαφέας, οι οποίοι ανήκαν σ’ εκείνους που δεν συμφωνούσαν με την φορολογία που επιβλήθηκε. Οι χωρικοί υπόσχονται στους δύο απεσταλμένους ότι θα γυρίσουν στα χωριά τους.
  • Η ανταρσία των χωρικών πανικόβαλε τους δημογέροντες και τους άρχοντες της πόλης, γιατί φοβόνταν ότι μπορεί τα λαϊκά στρώματα της πόλης να ξεσηκωθούν σε συνεννόηση με τους «χωριάτες» ή και μόνα τους. Δεν τους απέμενε λοιπόν παρά η αγγλική προστασία. Ο τοποτηρητής για να αποκρούσει πιθανή επίθεση των χωρικών από τα νότια και δυτικά της έστησε κανόνια και τοποθέτησε φρουρές στις εισόδους της πόλης.
  • 19 Σεπτεμβρίου 1819 (π.η.) : Φθάνει στη Λευκάδα η απάντηση του Αρμοστή, η οποία όμως αναφερόταν στην πρώτη αναφορά του τοποτηρητή για τα γεγονότα της 16ης Σεπτεμβρίου, και στην οποία ο αρμοστής εξέφραζε τη διάθεση να εξετάσει με επιείκεια τα αιτήματα των χωρικών όταν θα έφτανε η αίτησή τους. Η ασαφής απάντηση, αντί να καθησυχάσει τους χωρικούς, τους έκανε πιο δύσπιστους και η στάση διαδόθηκε σε όλο το νησί.
  • 20 Σεπτεμβρίου(π.η.) : Οι χωρικοί καταλαμβάνουν και πάλι την «Καθάρια Ράχη» απ’ όπου είχαν αποχωρήσει μετά την υπόσχεση που έδωσαν στην Ντ’ Όριο και το Βαφέα. Οι άρχοντες στην πόλη προσπαθούν να οργανώσουν φρουρά 200 ενόπλων αλλά κανένας δεν ανταποκρίνεται στη πρόσκλησή τους, γιατί φοβόταν τα αντίποινα των χωρικών στις εκτός πόλης περιουσίες τους. Και κάποιοι που δέχτηκαν να οπλιστούν, το έκαναν μόνο για να υπερασπίσουν, σε περίπτωση ανάγκης, το σπίτι τους.
  • 21η Σεπτεμβρίου-μεσημέρι(π.η): Από τη «Καθάρια Ράχη» οι εξεγερμένοι βλέπουν να έρχονται από την Κέρκυρα δύο αγγλικές φρεγάτες και άλλα πλοία, που μεταφέρουν στρατιωτικές ενισχύσεις . Οι χωρικοί εξοργισμένοι από την άφιξη των αγγλικών πλοίων, επιτίθενται στην πόλη, συγκρούονται με την αγγλική φρουρά, την απωθούν και μπαίνουν στην πόλη. Επικράτησε πανικός και πολλοί κάτοικοι της πόλης έτρεξαν τρομαγμένοι προς το Κάστρο. Δεν σημειώθηκαν όμως καταστροφές, εκτός από τον εμπρησμό του μαγαζιού του δημογέροντα Σταύρου, που δεν είχε όμως συνέχεια.
  • Ο Τοποτηρητής Στόβενς κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο. Παρά τις απειλές του οι χωρικοί δεν διαλύονται. Ο Στόβενς επιτίθεται εναντίον τους με τρία τμήματα. Ένα ξεκινά από το Καλλιγόνι προς Σφακιώτες, ένα από το Φρύνι και ένα κατευθύνεται εναντίον τους από το δημόσιο δρόμο των Σφακιωτών
    22 Σεπτ. 1819 (π.η.): Στη θέση «Μπόζα» έγινε η μεγάλη σύγκρουση των αντιπάλων.
    Οι Άγγλοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες αλλά η άμυνα των χωρικών δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Γι’ αυτό, πιεζόμενοι από τους Άγγλους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στη θέση «Άσπρα Χαλικιά» του Κόντρου, ανάμεσα σε Σφακιώτες και Εξάνθεια, στην ίδια περιοχή στην οποία τοποθετεί ο Βαλαωρίτης το καταφύγιο του ζευγολάτη Φωτεινού στο ομώνυμο ποίημά του.
  • 22 Σεπτ. 1819(π.η.): Ο αναπληρωτής του Αρμοστή στρατηγός Ανταμ με προκήρυξή του αναγγέλλει την κατάπνιξη της εξέγερσης, τη σύλληψη των πρωταιτίων και την «αποκατάσταση της τάξης» και την 1 Οκτ. 1819 (π.η.) φθάνει ο ίδιος στη Λευκάδα.
  • 6 Οκτ. 1819 (π.η.): Ο Άνταμ επικηρύσσει τους πρωταιτίους της εξέγερσης και ορίζει φοβερές ποινές σε όσους τους βοηθούν να κρύβονται. Σες όλους τους άλλους, που έλαβαν μέρος στην εξέγερση, ο Άνταμ έδινε συγχώρεση εκτός από εκείνους, που στο δικαστήριο θα αποδεικνυόταν ότι ήταν υποκινητές της στάσης.
  • 7 Οκτ. 1819(π.η.): Οι αρχές καλούν τους κατοίκους της πόλης να παραδώσουν τα όπλα και τα πυρομαχικά, που βρίσκονταν στα χέρια τους.
  • 10 Οκτωβρίου 1819(π.η.): Ο Άνταμ συστήνει δικαστήριο από δύο Άγγλους και δύο Λευκαδίτες άρχοντες, με Εισαγγελέα τον Ιωάννης Ζαμπέλιο, για τον διακανονισμό των περιουσιών που δημεύονταν.
  • 14 Οκτωβρίου 1819 (π.η.): Ο Άνταμ αναγγέλλει τη σύλληψη, την καταδίκη και τον απαγχονισμό τεσσάρων από τους πρωταίτιους που ήταν: Ο Σπύρος Ασπρογέρακας (από Σφακιώτες), ο παπά-Θεόκλητος Στραβοσκιάδης (από Απόπλαινα), ο παπα-Φίλιππος Κολυβάς (από Αλέξανδρο) και ο Βασίλειος παπα-Στάθη Πάλμος (από Πόρο). Στη συνέχεια και για να είναι ο παραδειγματισμός συνεχής και φριχτός, πίσσωσαν τα σώματά τους και τα κρέμασαν στα «περάσματα της πόλης»
    μέσα σε σιδερένιες κλούβες.
  • Οι περισσότεροι από τους πρωτεργάτες της στάσης πέρασαν στην απέναντι Ακαρνανία και γλύτωσαν την αγχόνη και αρκετοί πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821. Οι αρχηγοί ήταν ο Αποστόλης Σταύρακας-Πανάδαςκαι ο Νικολέτος Σταύρακας-Βελέντζας από Καρυά και οι Φίλιππος Ζαβερδινός και Σπύρος Ασπρογέρακας από τους Σφακιώτες. Τους τρεις απαθανάτισε ο δημοτικός στιχουργός
  • 19 Οκτωβρίου 1819(π.η.): Ο Άνταμ παρέδωσε τη διοίκηση στον Στόβενς και γύρισε στην Κέρκυρα. Τα αστυνομικά μέτρα συνεχίστηκαν στην πόλη και στα χωριά. Η τάξη αποκαταστάθηκε γρήγορα και στις 10 Νοεμβρίου αποφασίστηκε η επαναλειτουργία των δικαστηρίων. Ο στρατιωτικός νόμος ίσχυσε ως το Μάιο του 1820.
  • Όπως φαίνεται από τις αγγλικές εφημερίδες της εποχής, ο αρμοστής Μαίτλαντ και γενικότερα οι Άγγλοι, καταθορυβήθηκαν από τα γεγονότα της Λευκάδας και υποψιάστηκαν ότι τα υποκίνησε η Ρωσία υπό την καθοδήγηση του Καποδίστρια και του ορθόδοξου κλήρου χωρίς όμως οι υποψίες τους να επιβεβαιώνονται από τα πράγματα. Παρά ταύτα, η ερμηνεία αυτή υπήρξε για καιρό η σταθερά προβαλλόμενη θέση των Αγγλων: «μερικοί διεστραμμένοι, των οποίων μία σκοτεινή σκέψη ετάραξε το μυαλό, ετάραξαν την ειρήνην και την ησυχίαν σας» θα πει στους Λευκαδίτες ο έπαρχος Χοϊδάς το Μάιο του 1820. Και ο Μαίτλαντ, λίγους μήνες μετά την εξέγερση, θα πει: «η Κυβέρνησις έδειξε σταθερότητα, μετριοπάθειαν και επιείκειαν, διότι εκ τοσαύτης πληθύος εξαπατηθέντων και παραπλανηθέντων, το Στρατοδικείον ολιγίστους μόνον κατεδίκασεν».
  • Τον επόμενο χρόνο 1820 τα φορολογικά μέτρα χαλάρωσαν. Διατηρήθηκε η υποχρέωση των πιο εύπορων της πόλης να καταβάλουν συνολικά 3.000 τάληρα (το ανώτατο όριο κατ’ άτομο ήταν 200 και το κατώτερο 10 τάληρα), επιβλήθηκε φόρος στα διερχόμενα και ελλιμενιζόμενα πλοία, εκτός από τα λευκαδίτικα, και ο φόρος στο κρασί και στο λάδι περιορίστηκε μόνο στις εξαγόμενες ποσότητες.
  • Η πολιτική εμπειρία των ʼγγλων τους οδήγησε να ζητήσουν από τους χωρικούς, μετά την καταστολή της εξέγερσης, να γράψουν τις δικές τους απόψεις για την κατάστασή τους, για να μπορέσει η Κυβέρνηση να σχηματίσει σωστή γνώμη. Η μόνη απάντηση που γνωρίζουμε είναι αυτή των κατοίκων της Εγκλουβής που γράφτηκε στις 23 Οκτωβρίου και απευθύνεται στην αρμόδια Επιτροπή που όρισε ο Άνταμ. Στο λιτό αυτό κείμενο τίθενται όλα τα μεγάλα προβλήματα της ζωής των χωρικών, των καλλιεργειών τους, των εισοδημάτων τους και της υψηλής φορολόγησης, η οποία τους αφαιρεί ακόμα και τα εντελώς απαραίτητα για την επιβίωση τους. Θίγει επίσης τα θέματα των σχέσεων τους με την απρόσιτη στην πόλη εξουσία, την οργάνωση της αγροφυλακής και την αδυναμία των παιδιών των φτωχών να παρακολουθήσουν το «Προκαταρκτικό Σχολείο» που λειτουργεί στην πόλη. Από το κείμενο αυτό προκύπτει καθαρά ότι η εξέγερση όχι μόνο δεν ήταν έργο υποκινητών, που παρασύρανε τους αφελείς χωρικούς, αλλά ότι υπήρχαν ώριμα αιτήματα που έκαναν τους ανθρώπους αποφασιστικούς και έτοιμους να υποστηρίξουν ως το τέλος το δίκιο τους, αν και η εξέγερσή τους είχε καταπνιγεί, οι αρχηγοί είχαν διασκορπιστεί ή είχαν απαγχονιστεί και τα σώματά τους κρέμονταν ακόμα στις αγχόνες.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1819 ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1357 ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ

Η εξέγερση του 1819 συνδέθηκε, στην ποίηση του Βαλαωρίτη, και συγκεκριμένα στο «Φωτεινό» του, με την εξέγερση των χωρικών της Λευκάδας το 1357 εναντίον του Γρατιανού Τζώρτζη, η οποία σημειώθηκε επίσης στην περιοχή των Σφακιωτών. Ας ερμηνεύσουμε πως έγινε αυτή η σύνδεση.
Η βασική πηγή για την εξέγερση του 1357 ήταν η μελέτη του Γερμανού ιστορικού Καρόλου Χόπφ, Γρατιανός Ζώρζης αυθέντης Λευκάδας, που δημοσιεύτηκε στην Κέρκυρα το 1870 μεταφρασμένη και συμπληρωμένη από τον ιστορικό Ιωάννη Ρωμανό. Η μελέτη αυτή αποτέλεσε τη βάση για να «κατασκευάσει» ο Βαλαωρίτης το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα «εγγράψει» τα γεγονότα και τη δράση των προσώπων του «Φωτεινού» του, που τον έγραψε το τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1879, και έμελλε να είναι και το τελευταίο του έργο. Λίγο μετά, το 1874, ο Παναγιώτης Χιώτης και ο Ιωάννης Σταματέλος, δημοσιεύουν περιγραφές της εξέγερσης του 1819. Ο Χιώτης και ο Σταματέλος συνδέονται στενά με τον Α. Βαλαωρίτη, άρα είναι βέβαιο ότι ο τελευταίος διάβασε τα κείμενά τους (Βλ. Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα 1970, σ. 5 -55) και σε συνδυασμό με τα ακούσματα, που του εξασφάλισε η οικογένειά του και η λευκαδίτικη παράδοση γενικότερα, κατάκτησε μια καλή γνώση της στάσης του 1819. Ο Βαλαωρίτης, λοιπόν, όταν αρχίζει να γράφει το «Φωτεινό» έχει πλήρη γνώση της εξέγερσης του 1357, από τους Χοπφ-Ρωμανό, και πλήρη γνώση της εξέγερσης του 1819, από το Χιώτη και το Σταματέλο- μια γνώση, στην οποία έρχονται να προστεθούν οι δικές του αναδιφήσεις και οι οικογενειακές και λευκαδίτικες μαρτυρίες. Γράφει λίγους μήνες πριν από το θάνατό του: «Επεχείρησα μακρόν ιστορικόν ποίημα και ήδη έφθασα εις το τέλος του τρίτου άσματος. Αλλά θα προφθάσω να το φέρω εις πέρας; Το θέμα μου είναι πάντοτε το αυτό: ανταγωνισμός διαρκής του Ελληνισμού κατά της κατακτήσεως και του ξενισμού. Άλλοτε είχα να κάμω με την Τουρκοκρατίαν, τώρα δε με την Φραγκοκρατία».
Ξεκινώντας από τα δεδομένα αυτά ο Γιώργος Π. Σαββίδης πρώτος έγραψε το 1970, στην εισαγωγή του ανωτέρω αναφερθέντος έργου του, για τη σχέση της εξέγερσης του 1819 με τον Φωτεινό του Βαλαωρίτη: Στις 2 Ιουλίου 1878, δηλ. έξι μήνες πριν αρχίσει να γράφει τον Φωτεινό, ο Βαλαωρίτης δημοσιεύει [ … ] μιαν «ιστορική διατριβή» του, βασισμένη σε χαμένα έγγραφα του Μιχαήλ Σικελιανού, η οποία έχει τίτλο «Αλής Τεπελενλής και Καρολ Νάπιερ, 1819». Πέρα από την ένδειξη ότι γεγονότα του 1819 απασχολούσαν τον ποιητή στο στάδιο της εγκυμοσύνης του Φωτεινού το κείμενο αυτό [ … ] περιέχει την εξής ρητή πια αναφορά στο λευκαδίτικο «ρεμπελιό»: «Απέμενεν η Λευκάς τελευταίον καταφύγιον των αδιαλλάκτων εχθρών του [=των Σουλιωτών], αλλ’ η Λευκάς υπό την στρέβλην του Μαιτλάνδου δεν ήτο πλέον η Λευκάς του Καποδιστρίου. Καταβληθείσης της εξεγέρσεως των χωρικών της ( 1819), εστέναζεν υπό την μάστιγα των προστατών της Επτανήσου και έντρομος εθεώρει τα λείψανα των απαγχονιζομένων τέκνων της σειόμενα υπό των ανέμων εντός των σιδηρών κλωβίων των».
Η συσχέτιση της εξέγερσης του 1357 με τη στάση των χωρικών του 1819 είναι φυσιολογικά το επόμενο βήμα του ποιητή: η συσχέτιση αυτή είναι συμβατή με την ποιητική θεωρία του ποιητή, σύμφωνα με την οποία στη νεότερη ελληνική ιστορία «αι εποχαί άπασαι συγχωνεύονται» και συνεπώς «είναι πάντη αδιάφορον προς τον σκοπόν της νέας ελληνικής ποιήσεως αν το θέμα αυτής ανάγεται χρονολογικώς εις την δεκάτην έκτην ή δεκάτην ενάτην εκατονταετηρίδα». Κινούμενος σε τέτοιες ποιητικές αναζητήσεις ο Βαλαωρίτης έψαχνε να βρει για τα ποιήματά του «μεσαιωνικές» υποθέσεις- γι’ αυτό π.χ. και απηύθυνε σχετικές εκκλήσεις στο φίλο του Κωνσταντίνο Σάθα, του οποίου το έργο παρουσιάζει μορφές τοπικών ηγετών που ήταν συγγενικές με εκείνες της δικής του ποίησής (Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα χρόνια αυτά διατυπώθηκε η θεωρία της συνέχειας στην ελληνική ιστορία από τον Λευκαδίτη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και εκδόθηκε η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του φίλου του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Με τις ιστορικές αναδρομές του στο Φωτεινό ο Βαλαωρίτης θα φτάσει ως τους Περσικούς πολέμους, σε ένα αντίστροφο βηματισμό της ιστορικής συνέχειας). Το ότι η στάση του 1357 τοποθετείται από τον Χοπφ στην περιοχή των Σφακιωτών, απ’ όπου ξεκίνησε και η στάση των χωρικών, επιτρέπει στο Βαλαωρίτη να τοποθετεί χρονικά το «Φωτεινό» του στο 1357 αλλά να έχει συγχρόνως στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τα γεγονότα του 1819. Με άλλα λόγια, όπως το διατυπώνει ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης («Η εξέγερση των χωρικών της Λευκάδας το 1819», Πρακτικά Η΄ Συμποσίου, Ιστορία: Αγροτικές εξεγέρσεις στη Λευκάδα, Πεζογραφία: Χριστόφορος Μηλιώνης, Μουσικολογία: Μάρκος Φ. Δραγούμης, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Γιορτές Λόγου και Τέχνης, Λευκάδα 31 Ιουλίου, 1-2 Αυγούστου 2003, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Αθήνα 2004, σ. 50-53): «το θέατρο των γεγονότων του 1819 ήταν αποδεδειγμένο ότι μπορούσε να χωρέσει με προσαρμογές το δημιούργημα της φαντασίας του ποιητή. Η γνώση του λευκαδίτικου χώρου και πολλών λεπτομερειών του ορεινού αναγλύφου, που ήταν απαραίτητες για την περιγραφή των κινήσεων των επαναστατών, αλλά και η γνώση των αγροτικών συνηθειών και καλλιεργειών με λεπτομέρειες, που αποτυπώνονται με το αντίστοιχο λεξιλόγιο, του έδιναν τις δυνατότητες να ξετυλίγει πειστικά τις ρομαντικές περιγραφές του. Νικολός Φωτεινός ήταν ένας από τους επικηρυγμένους της εξέγερσης του 1819. Οι Λευκαδίτες αρματολοί και κλέφτες του 18ου αιώνα, Γήταυρος και Πάλας, και ο ληστής Ρουπακιάς του 1843 δάνειζαν τα ονόματά,τους στους πολεμικούς συντρόφους του Φωτεινού» (Βλ. τώρα και τη μελέτη του Σπύρου Ι. Ασδραχά, «ο ζευγολάτης του Αριστοτέλη Bαλαωριτη», στο βιβλιο του, Πατριδογραφήματα, Αθήνα, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετων, 2003, σ. 151-173).
Ανεξαρτήτως της ποιητικής αξίας του «Φωτεινού», εδώ μας ενδιαφέρει ότι το ποίημα αυτό διαβάστηκε, απομνημονεύτηκε και απαγγέλθηκε στη Λευκάδα, όσο κανένα άλλo κείμενο, ακόμη και ως ιστορικο ανάγνωσμα, που μπoρoύσε να κρατά ανoιχτoύς τους δρόμους προς το λευκαδίτικο παρελθόν, καθώς το ποιητικό του μήνυμα άγγιζε ζωντανά αισθήματα και αγωνίες επιβίωσης του Λευκαδίτη αγρότη.

(Πηγή: www.kourtisgiorgos.blogspot.com)