Πάντα επίκαιρος ο Μακρυγιάννης
Άρθρο του Αριστείδη Δάγλα
ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΗ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ»
Επειδή η ιστορία διδάσκει ότι η μοίρα των εθνών μάλλον διαμορφώνεται από τους ηγέτες τους, παρά
επαφίεται στη θεά Τύχη, έκρινα χρήσιμο να παραθέσω αυτούσια, μερικά αποσπάσματα
των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, αναφερόμενα στην εποχή της διακυβέρνησης
της χώρας από τους Αντιβασιλείς και τον Όθωνα. Σ’ αυτά, συναντάμε
ανατριχιαστικές ομοιότητες με τη σημερινή πραγματικότητα της κηδεμονίας της
χώρας μας από τους «φιλέλληνες» Ευρωπαίους συμμάχους μας.
Το πρώτο απόσπασμα
αφορά την επαίσχυντη αντιμετώπιση από το επίσημο κράτος, όλων εκείνων που
έδωσαν τη ζωή τους για τον αγώνα σε αντίθεση με τον αλτρουισμό μερικών τίμιων
και γνήσιων αγωνιστών, όπως ο Μακρυγιάννης:
«Όταν ήρθε η κυβέρνηση εδώ, ήρθαν και πολλοί αγωνισταί
πεθαμένοι της πείνας και κατεξοχήν
αξιωματικοί. (…). Είχα κι ένα μήνα οπού
άρχισα να παίρνω μιστόν του βαθμού μου, καθώς κι άλλοι. Έπαιρνα τρακόσες εξήντα
δραχμές. Είδα αυτό, ότι πέθαιναν άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι
άλλοι, κι απ’ την πείνα κι απ’ το κρύον, και στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να
πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να
πλερωνόμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν τη λευτεριά; Να κόψωμεν
κι εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδερφοί μας συναγωνισταί. Ειδέ
ξίκι (σ.σ. περιττό) να γένη και σ’ εμάς!»
Το δεύτερο απόσπασμα, δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο επίκαιρο και διδακτικό. Από τότε
οι ξενολάτρες κηφήνες ζούσαν πλουσιοπάροχα εις βάρος των μη προνομιούχων,
παίρνοντας υψηλότοκα δάνεια που πλήρωναν
και συνεχίζουν να πληρώνουν οι δεύτεροι μετά από 180 χρόνια…
«Ας σας ευγνωμονήσουνε (σ.σ εννοεί τις ξένες δυνάμεις) εκείνοι
οπού τους δώσατε τα δάνεια και τά’ φκειασαν λούσα και πολυτέλειες κι άλλα τοιαύτα. Εκεινών εκάματε καλό με τα
δάνειά σας, του Αρμασπέρη (σ.σ του
αντιβασιλέα Άρμασμπεργκ), του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και των
συντρόφων τους. Και πάλε όσα σας λέγω δεν ελπίζω να τα κατορθώσετε, ότι είσαστε
εσείς άδικοι κι ανθρωποφάγοι και
‘περασπισταί της κακίας, είναι Θεός δίκαιος, αληθινός, δυνατός. Θυμηθείτε ότι
αυτά σας τα γράφει ένας μικρός Έλληνας. (…). Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από τις οδηγίες τις πατρικές των
Πρέσβεων και δικών μας ξενολάτρων.»
Το πιο συγκλονιστικό όμως είναι το τρίτο απόσπασμα, που μέσα
σε λίγες λέξεις περιγράφει με απίστευτη ευγλωττία, την εκμετάλλευση των
αγωνιστών που πέθαιναν στην ψάθα, από τους επιτήδειους αυλοκόλακες οι οποίοι
δεν είχαν προσφέρει το παραμικρό για το καλό της πατρίδας, όπως καλή ώρα οι
δικοί μας παχύδερμοι δυνάστες:
«Αφού είδα ότι θέλουν να μας φάνε εκείνοι οπού μας κυβερνούν,
και η δικαιοσύνη τους είναι η τζελατίνα (σ.σ γκιλοτίνα), τότε να μην αφήσω τόση
φαμελιά οπού κρέμεται εις τον λαιμόν μου- απ’ όξω εις τας κολώνες του Ολυμπίου
Διός, είχα από την Αίγινα αγοράση ολίγα χωράφια, όταν εις την Αθήνα ήταν ο
Κιτάγιας (σ.σ Κιουταχής) και πνιμένη από Τούρκους. Πήγα εκεί έξω και πήρα και
πεντέξι αργάτες κι έβαλα και κόβαν πλίθες. Και μό’ φκιασαν κ’ ένα πράμα σαν
σαμαράκι και φορτωνόμουν πλίθες. Και καθόμουν εκεί. Κι όποτε απόσταινα, έκλαιγα,
βλέποντας τα μέρη εκείνα οπού πολεμούσαμεν με τόση Τουρκιά και πληγωνόμαστε και
σκοτωνόμαστε- και σ’ αυτείνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να
μας θάψουν αδίκως και παράωρα, όσοι μας κάναν σίγρι από μακριά, όταν
κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την
ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν απόνα γρόσι το στρέμμα και βάλαν εμάς με
τα’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί (σ.σ υνί) και βγάνομεν των συγγενών μας τα
κόκκαλα. Και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες (σ.σ άμαξες) τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν
ούτε γουμάρι. Και ξυπόλητοι και γυμνοί, διακονεύουν εις τα σοκάκια.»
Κλείνοντας, η διαφορά της
παγκόσμιας πολιτισμικής προσφοράς του ελληνισμού με τα «κάλπικα δάνεια» των
άνευ ηθικής ξένων, κατά το Μακρυγιάννη είναι
χαώδης και δεν αντέχει σε καμία σοβαρή απόπειρα σύγκρισης:
«Είναι θερία, άνθρωποι δίχως ηθική
και πίστη και κρίμα στα φώτα τους. Ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι όχι τα φώτα
τον άνθρωπον. Και για να τους δείξωμεν ποιών απόγονοι είμαστε, τι μοννέδα
χρυσήν έλαβαν αυτείνοι από κείνους τους προγόνους μας και την έχουν ως την
σήμερον και μ’ εκείνην ζουν, και τι κάλπικον δάνειον δώσαν εμάς των απογόνων
τους, οπού κατατρέχουν οχτακόσες χιλιάδες Έλληνες και δε τους αφήνουν να ζήσουν
κι αυτείνοι ήσυχοι, εις την κοινωνίαν των άλλων κρατών.»
Τα σχόλια περιττεύουν…
Απ. Γατής
20 Οκτωβρίου 2011 @ 11:44
Σε μια αποστροφή του λόγου του, ο Πρωθυπουργός, μιλώντας στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ, έκανε αναφορά στον Ιωάννη Καποδίστρια: «Τον δολοφόνησαν» -είπε- «γιατί ήθελε να ανασυγκροτήσει την Ελλάδα».
Στην ίδια ομιλία, έφερε ως παράδειγμα, έναντι των δικαστών, τους βουλευτές, οι οποίοι αρνήθηκαν τις αυξήσεις και μείωσαν κατά τι τους μισθούς τους- σιγά μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Όμως, στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε πει: «…Ελπίζω ότι όσοι εξ´ υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ´ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ´ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της… εφ´ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν».
Η ρήση του Καποδίστρια- αν επιχειρήσουμε να την προσαρμόσουμε στη σημερινή Ελλάδα, ουσιαστικά λέει ότι οι βουλευτές δεν μπορεί να έχουν μισθούς 4.500 ευρώ (χώρια οι επιτροπές) και όσοι από αυτούς έχουν ατομικά εισοδήματα για να ζήσουν, δεν θα έπρεπε να μισθοδοτούνται καν!
Αν λοιπόν ο Γιώργος Παπανδρέου φιλοδοξεί να δώσει μια μάχη, ανάλογη με αυτή του Καποδίστρια, για την ανασυγκρότηση της χώρας, θεμιτό- και…ιδού πεδίο δόξας λαμπρό.
Ας πετσοκόψει τους μισθούς των βουλευτών στα επίπεδα των δημοσίων υπαλλήλων, όλοι εξάλλου το κράτος διακονούν και ας μηδενίσει τις αμοιβές όσων έχουν ιδιαίτερα εισοδήματα αρκετά για να ζήσουν.
Ίσως έτσι, οι ευρισκόμενοι στην σιγουριά μιας παχυλής αμοιβής και στην ασφάλεια μιας (νεοπλουτέ συνήθως αισθητικής) πολυτελούς κατοικίας αντιληφθούν τι σημαίνει να διαβιείς εις εσχάτην πενίαν, όπως αυτοί αποφάσισαν για εμάς, χωρίς ποτέ να μας ρωτήσουν.
Χριστίνα Αναστασίου (http://newpost.gr/post/81474/%CE%9F-%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82%2c-%CE%BF-%CE%9A%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B8%CE%BF%CE%AF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CE%B2%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B9/)
Πυραμιδική εξαπάτηση και εκβίαση
19 Δεκεμβρίου 2013 @ 12:11
Ο Μακρυγιάννης ήταν πλούσιος όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Μέχρι τον θάνατό του, αυτό που κυρίως επιδίωξε, ήταν να διατηρήσει ή να αυξήσει τον πλούτο του, και μάλιστα, αρκετές φορές εις βάρος του έθνους. Τον ίδιο του τον τίλο (στρατηγός) τον οφείλει στην αποζημίωσή του κατά τον εμφύλιο του 1824 για να κυνηγήσει τους Κολοκοτρώνηδες και τους λοιπούς που αντιστάθηκαν στον αγγλογαλλικό παράγοντα. Ως προς την στρατιωτική του ανδρεία, εκτός του ότι φαίνεται εύκολα, ο ίδιος -προς τιμήν του- λέει ότι ήταν δειλός και απέφευγε τα δύσκολα. Όπου όμως έβλεπε χρήματα, έτρεχε από τους πρώτους. Στο τέλος κατηγορούσε τους χρηματοδότες του, χωρίς όμως να χαρακτηρίζει τις δικές του πράξεις, παρά με κάτι μισόλογα (με το βουλευτικό ήταν το δίκιο και η πατρίδα…. δεν ήξερε κανείς τι να κάμει… ήμουν άμαθος από τέτοια)
Η θεοποίησή του αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της χαμηλής ενημέρωσης που υπάρχει για το -σκοτεινό έτσι κι αλλιώς- 1821, αφού ο ένας αναπαράγει τον άλλον με δυο-τρια τσιτάτα. Αρκεί να διαβάσει κάποιος όλα τα απμομνημονεύματά του και να έχει μια στοιχειώδη ενημέρωση για τα γεγονότα, ώστε να δει, ότι ούτε ο Μακρυγιάννης δεν εκθειάζει τόσο τον εαυτό του. Κατά τα άλλα, τα απομνημονεύματα αποτελούν ένα αχρονολόγητο συνοθύλευμα, ένα μνημείο αντιφάσεων, αλλά δείχνουν και την έλλειψη μπέσας, του κυριότερου χαρακτηριστικού που ξεχώριζε τα παληκάρια από τα μη. Κι αυτή όμως η έλλειψη μπέσας είναι ιδιόρυθμη, σαν να ήθελε να ήταν άλλος απ’ τον εαυτό του και μπερδεύει τους δυο χαρακτήρες μεταξύ τους. Ως προς τα πολιτικά ζητήματα, είναι τελείως ανενημέρωτος και μηρυκάζει διάφορα που άκουγε από τους φραγκοφορεμένους, ανακατεύοντάς τα με έναν Θεό, ελαστικό στην ανεντιμότητα και στην εγωπάθεια.
Όσο για τον Καποδίστρια και την χρήση του από τον ΓΑΠ, ας το αφήσουμε καλύτερα