Το νερό νεράκι όπως παλιά…με ντόπιο χιούμορ.
Το νερό δεν έρεε ποτέ άφθονο στο Μεγανήσι!
Από πάντα ήταν δυσεύρετο και πολύκοπο.
Οι χρήσεις του πολλές και απαραίτητες, όπως κι η διαδικασία που χρειάζεται ώσπου να φτάσει το νερό στο σπίτι και να ταίσει, να ποτίσει, να καθαρίσει….
Πολλά μπορείς να πείς για το πολυτιμότερο αυτό αγαθό της φύσης.
Εμείς θα τα πούμε όλα με… ντόπιο χιούμορ για να καταλαβαινόμαστε κιόλας!!!
Από που το παίρναμε, πώς το φέρναμε, τι το κάναμε, πώς το λέγαμε;
ΠΟΥ ΤΟ ΒΡΙΣΚΑΜΕ
Στις Βλύχες, της θάλασσας που ήτανε μοναχά για πλύμα.
Τα χοντροσκούτια, τα σπάργανα, τα στρωτσίδια, οι μεντανίες και τα σαίσματα, γινόντανε βαντάκες και κατεβαίνανε φορτωμένες στο κεφάλι στα Σπήλια στο Σπιτόπουλο και στην Ελιά.
Στις Βλύχες το νερό ήτανε παταούδι και κανένας δε κολύμπαε εκεί κοντά. Οι γυναίκες ανασκουμπώνανε τα κότολα και πατάγανε μέσα ως το γόνατο, ξυπόλητες.
Στα πηγάδια το νερό ήτανε καθαρό και πόσιμο. Απαραίτητα εργαλεία για το κουβάλημα,η ποδολόγα, η πινιάτα η χαλκωματένια,και ο μαστραπάς.
Το φόρτωμα ήτανε δύσκολο γιαυτό στο πηγάδι οι γυναίκες πηγαίνανε πολλές μαζί. Για να βοηθάει η μία στην άλλη.
Οσες είχανε γάιδαρο ήτανε πιο τυχερές γιατί σε ένα γαιδουφόρτι κουβαλάγανε περισσότερο νερό με ένα δρόμο.
Μετά πό χρόνια βάλαμε βρύσες με λιονταράκια και το νερό ήρτε στα Χωριά.Τις βρύσες όμως τις φύλαγε νερουλάς και το νερό ήτανε μετρημένο με τα άτομα πούχε το κάθε σπίτι μέσα.
Οι νερουλάδες μετράγανε τις λάτες ποπερνες για να μη γίνει σπατάλη. Βάνανε ένα παιδάκι που πάταε το κεφάλι του λιονταριού και από το στόμα του έβγαινε νερό.
Τα γκιγούμια μπαίνανε στη σειρά και γιομίζανε . Κάποιες τα ξεχειλίζανε και τους έπεφτε στο δρόμο. Τότε το νερουλά τον έπιανε το τάραμα και φώναζε, » Μην το ριπάτε κι είναι αμαρτία».
Νερουλάδες που θυμάμαι: Ο μπάρμπα Βαγγέλης ο Καντελής, ο μπάρμπα Στράτος ο Ντεληγιώργης.
Οι πιο έξυπνοι είχανε στέρνες στα σπίτια τους κι έτσι το νερό δεν έλειπε ποτέ. Είχανε για αυτούς και τους γείτονες- όταν δεν υπήρχε διαμάχη .Στην μέσα μεριά του σπιτιού υπήρχε κάνουλα πολύ χαμηλά στο τσιμέντο και γιόμιζε τα μπγιέλα, και τους μαστραπάδες, κι από κάτω υπήρχε πάντα ένα κανατσούλι για να πιάνει το νερό πόσταζε.
Οι στέρνες απαιτούσανε φροντίδα γιατί το νερό άμα δεν ήτανε καθαρό σούκανε «σκουληκάκια».
Το νερό το πιάνανε από τις ρονιές και ταζόντανε να πιάσει μπόρα για να γιομίζει η στέρνα. Αυτό κατέβαινε από τα κεραμύδια, πέρναγε από το τζούρο και έπεφτε στη στέρνα.Οταν γιόμιζε απλά βγάνανε το τζούρο και ριπιζόντανε στο δρόμο.Τσούρος πήεναι το νερό…
Το καθάρισμα ήτανε δύσκολο. Επρεπε να πλύνεις καλά τα αγούλια και να αλλάξεις το αφρολέξ και τη σίτα. Οποιος κατέβαινε μέσα είχε πολύ θάρρος γιατί ήτανε σαν τάφος και είχε πολύ αντίλλαλο.
Σε έσκιαζε η φωνή που ερχόντανε από εκεί κάτω.
Μετά ρίχνανε χλώριο . Στην αρχή είχε μια μπαφάδα το νερό, αλλά μετά το συνήθιζες.
Ο καθαρισμός γινόντανε πρίν τα πρωτοβρόχια.
Στέρνες είχανε και σε χωράφια δημόσιες, αλλά από κεί ποτίζανε τα ζωντανά ή πλένανε.
Η βροχή ήτανε το δώρο που έστελνε ο θεός για να γιομίσει νερό ο τόπος.
Ενώτιζε και πρασσινίζανε τα πάντα. Εβρεχε και γιομίζανε οι στέρνες και τα πηγάδια, κι οι λύμπες πιάνανε νερό και πίνανε τα ζωντανά πούτανε φρημένα από τη δίψα.
Χρησεις, οδηγίες και…τα απαραίτητα.
ΠΙΩΜΑ.
Για να πάει παρακάτου το φαί.
Για να αμπώξεις κάτου το χαπάκι.
Για να μην λιγγεύεσαι.
Για να σου φύει η τσαγκάδα απ΄το λαιμό.
Για να βρέξεις το καταπιώνα σου.
Αμα σόρχεται αφάνος και λιγοθυμιά, όταν αναδράμεις, και όταν καρκώνεσαι.
ΣΚΕΥΗ:
Νερό πίνεις με: πικιόνι, με καρτούτσο ,με τη μποτίλια ή το μποτλιόνι,με το ρακοπότηρο, με το φλετζάνι, με το κανατσούλι, με το παούρι.
Από την πινιάτα, το μαστραπά, τη λάτα, το βαρέλι, το ρομπόλι, το λαϊνάκι, το μπρακάτσι και το μπετόνι.
Απαραίτητο ήταν το πετσετάκι που σκέπαζε το μαστραπά για να μην πέσει μέσα καμιά μουσίτσα, πλεχτό και στρογγυλό κατά προτίμηση.
Κρύο νεράκι πρωτοπιείκανε όταν στο χωριό ήρτανε τα πρώτα ψυγεία.
ΦΑΙ
Μερικά φαγιά θέλανε ποσότητα και αναγκαστικά βρίσκανε πατέντες για να μη χαλάνε πολύ.
Το κρέας το ξαφριάζανε καλά και το βράζανε από βραδύς στη γκαζέρα. Την άλλη μέρα, τα αφήνανε να πάρει ένα μπούρμπουλο και μετά ρίχνανε το μανεστρικό για τη σούπα. Τα όσπρια τα βάνανε στο μόσκιο και έτσι μαλακώνανε.
Νερό θέλανε επίσης για:
Να ξεζγάσουνε τα θαλασσινά,
Για να αναχύσουνε τα φαγιά
Για να βράσουνε τα λάχανα και ναχουνε μπόλικο λαχανοζούμι, και μετά για να πλύνουνε τα πιάτα.
Για να μαθήσεις το κόκκορο και τη κότα.
Να ποτίσεις τα ζωντανά.
Τα ψάρια τα καθαρίζανε στη θάλασσα όπως τα φέρνανε ένα κι ένα.
ΠΛΥΣΙΜΟ ΠΙΑΤΩΝ
Πάνω στο λαγουμάνο σε ένα τεψί απλύ, κάνανε την σαπουνάδα, με αλυσίβα,η ποτάσα.
Πρώτα αδειάζανε τα αποφάγια στο γκιγούμι του κοτόνε και τα καθαρίζανε με ένα μπουκούνι ψωμί και ύστερα τα σαπουνίζανε ένα ένα με την αλυσίβα. Σε ένα άλλο τεψί πιο βαθύ, ρίχνανε καθαρό νερό και τα περάγανε ένα ένα ρίχνοντας νερό με την απαλάμη. Τα απόνερα τα φυλάγανε και τα ρίχνανε στον απόπατο, όσοι είχανε βέβαια.
Καμμιά φορά από την πολυκαιριά γινόντανε μούτελη και κατέλωνε.
Μετά τα αφήνανε να στραγγίξουνε και τα σφογγίζανε με μπαμπακερή μπόλια.
ΠΛΥΣΙΜΟ ΡΟΥΧΩΝ.
Ο μεγαλύτερος κόπος της γυναίκας ήτανε το πλύσιμο των ρούχων. Βουνό το σκουτοθέσι…
Ακόμα και όσα πλενόντανε στη Βλύχα μετά θέλανε γλύκαμα.
Ανάβανε φωτιά στην αυλή και μετά πανω στην προστιά βάζανε μια λάτα γιομάτη νερό που το βράζανε. Αφού το νερό ζεμάταγε το ρίχνανε στο μαστέλο ή τη σκάφη που είχανε τα ρούχα. Μέσα ρίχνανε και μια πλάκα πράσσινο σαπούνι, και ταφήνανε στο μόσκιο για πολλές ώρες. Μετά τα τρίβανε ώσπου γριλιάζανε τα χέρια τους στη πλυταριά και τα περάγανε με καθαρό νερό. Πρώτα τα άσπρα μετά τα σκούρα.
Τα στίβανε και έτοιμη η απλωσταριά με τα τσιμπιδάκια.
Τα χοντροσκούτια και τα μπαλιατσερά τα πηγαίνανε στις στέρνες και τα δέρνανε με τον πλυτοκόπανο. Τα αφήνανε να σουρωγκαλιάσουνε και τα απλώνανε στα σύρματα να στεγνώσουνε. Σε σύρματα απλώνανε και όσες δεν είχανε σκοινιά και στιμπιδάκια.
Ολα στον …αέρα! Σεντόνια πετσέτες σώβράκια και γκυλώτες!!! Να φύει κι η χούνη…
Αργότερα στο χωριό φέρανε τα απορρυφαντικά. το κλιν το χλωρίνι, το τριλ και το τζέτ.
Ετσι τα σκουτιά δε θέλανε μόσκιο γιατί καθαρίζανε καλύτερα, αλλά ήθελε προσοχή στη ποσότητα γιατί αυτά τα πράμματα κάνανε πολύ αφρή, και δε περνιόντανε εύκολα, αλλά τα ρούχα μοσκοβολάγανε…
ΝΥΨΙΜΟ- ΜΠΑΝΙΟ.
«Αμα δε νυφτείς δεν κάνει να πείς Καλημέρα» λέγανε οι παλιοί, και το κρατάγανε, γιατί ήταν αναποδιά….
Πρώτη δουλειά το πρωί το νύψιμο στα μούτρα. Αυτό γινόντανε στο νεροχύτη μέσα η έξω από το σπίτι. Αμα ήτανε Καλοκαίρι δε σε ένοιαζε το Χειμώνα όμως σε έκοβε το κρύο.
Ο νεροχύτης ήτανε μέσα στη κουζίνα για ευκολία. Χτισμένος πάνω σε τούβλα πέτρινος η μαρμάρινος. Ειχε και σκεδιάκια ψηφιδωτά σαν ψαράκια σε διάφορα χρώματα. Πιο πολύ ροζ και άσπρο.
Από κάτου όμως δεν είχε σωλήνα αλλά βάνανε ένα πλαστικό αγγειό να πέφτουνε μέσα τα νερά από τη τρύπα. Μετά τα πετάγανε στο δρόμο. Το νερό έπεφτε από τη πλαστική βρυσούλα που κρεμάγανε πάνω από το νεροχύτη στο τοίχο. Από πίσω όμως είχανε νάυλο για να μη βρέχεται ο τοίχος. Ομως είχε μικρή κάνουλα κι έτρεχε ίσα ίσα για να νυφτείς, η να ξυριστείς. Η βρύση γιόμιζε από πάνω.
Δίπλα ήτανε πάντα κρεμασμένο και το καθρεφτάκι για να γυαλίζεσαι κι τσάτσαρη με τα δοντάκια καρφωμένη στο σπάο του καθρέφτη για να χτενίζεσαι.
Μπροστά βάνανε ποδιά, που τη δένανε με ένα σπάο. Ομως το νερό μπρουτσάφλαε και η ποδιά γινόντανε μοσκίδι. Κάθε δύο μέρες ήθελε άλλαμα. Μπροστά απο το νεροχύτη βάνανε στρωτσίδια για την αναγλύτσα.
Το μπανιάρισμα ήτανε πολύ πιο δύσκολο προπάντων το Χειμώνα. Οι ανθρώποι γυρίζανε στα χωράφια , είχανε πρόβατα, ήτανε ψαράδες. Δεν είχανε παπούτσα και πρεβατάγανε ξυπόλητοι. Ιδρώνανε στα χωράφια και τα παιδάκια παίζανε μες τα χώματα και κατελωνόντανε. Το νερό όμως ήτανε με το σταγονόμετρο και πώς να ξεκατελωθείς και να φύει το κοκκινοπίλι απ΄τα ποδάρια! Πολλές φορές βρέχανε μια πετσέτα και βγάνανε το πολύ ώσπου ναρτει η μέρα να νυφτούνε ολόκληροι. Πρώτα νιβόντανε όποτα περίσσευε νερό, μετά κάθε Σαββάτο.
Το Καλοκαίρι είχανε τη θάλασσα…
Οι πρώτοι απόπατοι φκιαχνόντανε έξω από το σπίτι γιατί το νερό ήτανε λιγοστό και πιανόντανε η ψυχή σου από τη βρώμα. Από ένα βαρέλι ρίχνανε νερό στο καμπινέ, λίγο-λίγο για να φτάσει. Βράζανε το νερό σε μιά πινιάτα και μετά το αδειάζανε σε ένα πλαστικό μπγιέλο. Το αναχύνανε και με μια πικιόνα ρίχνανε νερό στο κεφάλι και στο σώμα τους και πλενόντανε με μοσκοσάπουνο. Τρίβανε το σώμα με ένα πανάκι και μετά περνιόντανε να φύει η σαπουνάδα. Καμμιά φορά το νερό δε δίκαε και μένανε με τη σαπουνάδα στο σώμα. Σφωγγιόντανε μετά με τη πετσέτα κι ήτανε εντάξει.
Που θερμοσύφουνες και ντουζέρες με τηλεφωνάκια τότε!!! Ούτε σαμπουάνια ούτε σφογγάρια.
Οταν φέρανε το λούξ και το Σαμπουάν μπύρας Κλαιρόλ καταλάβαινες πότε ο άλλος ήτανε μπανιαρισμένος και λουσμένος, απ΄τη μοσκοβολία.
Ωσπου όμως να πάς από το καμπινέ στο σπίτι σε έκοβε το κρύο, αλλά ήσουνα δέκα κιλά ελαφρύτερος.
ΑΛΛΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ
Νερό χρειαζόντανε και σε άλλες περιπτώσεις όπως:
Να γιομίσεις το κορύτο του κοτόνε.
Να κάμεις μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι (εδώ θέλεις και τρυλ)
Να ξεπροβοδίσεις το ναυτικό
Να ρίξεις στα ποδάρια της νύφης που φέει από το σπίτι τη μέρα του γάμου.
Να κοκκίσεις την αθράκα.
Να σβήσεις τη φωτιά άμα γίνει κατσαμπούρα.
Να λουστείς για να μη πιάσεις λόβα.
Να βγάλεις το πίνο απάνθενέ σου.
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ- ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
Το νερό άχρωμο και άγευστο, χαρακτήρισε ανθρώπους και καταστάσεις, και έφκιαξε φράσεις κλισέ ανάλογα με την χρήση, την ανάγκη και την ιδιότητά του, όπως
Νερόβραστος, αυτός που ήτανε άνοστος σαν το νερό…
Πίνεις σα νεροφίδα.
Είσαι ξενέρωτος, δηλαδή δεν έχεις πιεί.
Νερουλό, έχει περισσότερο υγρό από αυτό που πρέπει.
Νερομπλούτσα, νερουλό, όχι πηχτό.
Νεροκονίδιασμα,πάθηση του δέρματος από το πολύ γρίλιασμα.
Μη πίνεις μ’αλαιμαργία γιατί θα σου κοπεί το λαρίγγι.
Είναι καρανιασμένο,δηλαδή έσκασε για νερό.
Κουρταλάει η κοιλιά μου απ΄το πολύ νερό.
Στάζω από τη κορφή ως τανύχια,δηλαδή έγινα μουσκεμα.
Σε μικρότερους ή μεγαλύτερους το νερό αναγκαίο αγαθό για την ύπαρξη, την εξέλιξη, την ποιότητα ζωής, και την υγεία.
Παλιότερα τα παιδιά μέχρι να πούνε το Ρο φώναζαν «μπρούτα» μετά» λολό» και όταν λύθηκε η γλώσσα τους τόπαν ΝΕΡΟ.
Απαραίτητη προειδοποίηση για τους ξένους επισκέπτες, ειδικά τους άνύπαντρους.Αν δεν θέλετε να μείνετε για πάντα εδώ… «κρεμασμένοι» προτιμήστε εμφιαλωμένο ,γιατί οπως λέγανε οι παλιοί:
«Οποιος πιεί νερό από το Μεγανήσι…παντρεύεται εδώ και δεν ξαναφεύγει ποτέ»
Πίσω από ένα ποτήρι νερό υπάρχει μεγάλη ιστορία τελικά, γι αυτό δείτε το με χιουμορ…
Με ντόπιο χιούμορ….
STRATOS KATOPODIS
3 Οκτωβρίου 2011 @ 13:19
Η καπασα στο σπιτι….ενα πικιονι….ολοι απο το ιδιο πικιονι πιναμε…..δεν υπηρχε προβλημα υγειας…..το νερακι νοστιμο…..Ηρωιδες γυναικες…ολες οι παλιες….ποδολογα…Να εισαι καλα Ελλη……