Ο …τελευταίος του θρυλικού «Παπανικολή»

(Ο τελευταίος του θρυλικού υποβρυχίου «Παπανικολής» με τον δημοσιογράφο Δημήτρη Βάλλα)

Ανέβηκε τελευταίος με το μπαστούνι του ένα προς ένα τα ξύλινα σκαλιά για να «σκαρφαλώσει» στη σκηνή της αίθουσας «Χρυσαλλίδα» του συνεδριακού κέντρου του Δήμου Αγιάς, όπου εκείνη την ημέρα γίνονταν το 3ο Αντάμωμα των Θεσσαλών.

Μικρός το «δέμας», αλλά ευθυτενής και με λευκό μουσάκι όπως εξάλλου η παράδοση των υποβρυχίων το απαιτεί…

Ήταν ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα εκείνης της ημέρας.

Πήρε την πλακέτα-βραβείο του και με φωνή που πάλλονταν από συγκίνηση μας συστήθηκε:

“Λέγομαι Νίκος Τασιάκος. Κατάγομαι από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στην Καρδίτσα, αν και ορεινός είμαι ναυτικός. Είμαι ο τελευταίος εν ζωή από το πλήρωμα του ελληνικού υποβρυχίου Παπανικολής  που έγραψε σελίδες δόξας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Για μένα η μεγαλύτερη περιουσία και το πολυτιμότερο πράγμα που έχω είναι το παράσημο εξαιρέτων πράξεων εν καιρώ πολέμου που μου έδωσε η πατρίδα»…

Τόσο απλά δηλαδή σα να περιέγραφε μια …βόλτα κάποιου Σαββατόβραδου.

(Το υποβρύχιο – θρύλος)

Θρύλος το υποβρύχιο Παπανικολής για το πολεμικό μας ναυτικό καθόλη τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου που είχε γίνει κυριολεκτικά ο εφιάλτης των Ιταλών και των Γερμανών που δεν κατάφεραν ποτέ να το εντοπίσουν και να το βυθίσουν.

Τα κατορθώματά του με αποκορύφωμα την παράτολμη βύθιση το Δεκέμβριο του 1940 στα στενά του Ότραντο, μέσα σε ιταλικά χωρικά ύδατα μεγάλης νηοπομπής έγραψαν ιστορικές σελίδες δόξας…

«Πριν από 71 περίπου χρόνια, το Δεκέμβριο του 1940, ένα άγνωστο, ως τότε, υποβρύχιο του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού έγραφε μια από τις πιο ένδοξες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940-1941.

Είχε προηγηθεί η ιταλική πρόκληση της 28ης Οκτωβρίου, η οποία είχε βρει την Ελλάδα έτοιμη να δώσει τη μάχη «υπέρ βωμών και εστιών», από κάθε σπιθαμή της επικράτειας.

(Ο καπετάνιος του «Παπανικολή» Μίλτων Ιατρίδης (αριστερά) θριαμβευτής μετά τον τορπιλισμό στο Ότραντο)

Το υποβρύχιο ονομαζόταν «Παπανικολής» και είχε, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ως Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη ΠΝ Μίλτωνα Ιατρίδη.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1940, το υποβρύχιο «Παπανικολής» επιτέθηκε εναντίον μεγάλης ιταλικής νηοπομπής στην Αδριατική θάλασσα και κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα, πολεμοφόδια και εν γένει πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, για να ενισχυθούν οι ιταλικές μονάδες που προσπαθούσαν να νικήσουν τους Έλληνες …

Για το κατόρθωμά του αυτό, ο Κυβερνήτης Μίλτων Ιατρίδης προβιβάστηκε άμεσα σε Αντιπλοίαρχο επ’ ανδραγαθία και του απονεμήθηκε το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας».

Ως τα μέσα του 1941 και τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας – με την ταυτόχρονη πτώση της Κρήτης , όργωνε κυριολεκτικά με το υποβρύχιό του τη θάλασσα του Σαρωνικού, απ’ τις ακτές του οποίου, κυρίως στην περιοχή του Σοφικού, παρελάμβανε Άγγλους και Νεοζηλανδούς σαμποτέρ, οι οποίοι είχαν φθάσει στην περιοχή για να προκαλέσουν δολιοφθορές στις πρώτες δυνάμεις Κατοχής που κατέφθαναν στην Κορινθία. Οι σαμποτέρ μεταφέρονταν με τον «Παπανικολή» στην Κρήτη, απ’ όπου συνέχιζαν τον αγώνα κατά των Γερμανών. Στην περιοχή του Σοφικού, υπάρχει ο όρμος της «Σελόντας», που αποτελούσε και το καταφύγιο του υποβρυχίου, όταν ο Κυβερνήτης του επισκεπτόταν το χωριό του.

Μετά το τέλος του πολέμου, οδήγησε το υποβρύχιό του στη Μέση Ανατολή, όπου είχε καταφύγει η ελληνική Κυβέρνηση, αφού αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους».

(Εις τάξιν απάρσεως…)

Με το που ολοκληρώθηκαν οι βραβεύσεις στο αντάμωμα τον πλησιάζω για να του σφίξω το χέρι.

Στα 97 του χρόνια σήμερα ο Νιίκος Τασιάκος και όμως η χειραψία μαζί του κόντεψε να μου σπάσει τα δάχτυλα…

–         Ναι, είμαι ο τελευταίος επιζών του θρυλικού υποβρυχίου Παπανικολής και τα μάτια μου έχουν δει πολλά…

Την ιστορία του και τις περιπέτειές του ο Νίκος Τασιάκος τις διηγήθηκε στον συμπατριώτη του από την Δρακότρυπα άνθρωπο των γραμμάτων και ερευνητή της ιστορίας τον Γιώργο Γούσια που τις κατέγραψε και ηχητικά.

Ας γυρίσουμε λοιπόν το χρόνο για λίγο πίσω:

“Όταν περνούσαμε “περιοδεύον” εγώ ζήτησα να με πάρουν στο ναυτικό. Είχα βγάλει νωρίτερα ναυτικό φυλλάδιο στο Βόλο, το θυμάμαι και τώρα, αριθμός Δ19405, “εργάτης θαλάσσης”.

-Από που είσαι με ρώτησε ο αξιωματικός.

-Από τη Δρακότρυπα Καρδίτσας, του απάντησα.

-Και που είναι αυτό το χωριό;

-Ορεινό, στη Νότια Πίνδο

-Και θες να πας στο Ναυτικό; Πες μου τότε τη δουλειά κάνει ο θερμαστής;

-Τροφοδοτεί τη μηχανή με κάρβουνο.

-Εμπρός, στο Ναυτικό!

Παρουσιάστηκα με τη σειρά 36Α τον Απρίλιο του 1936 στον Πόρο, καθίσαμε λίγες μέρες εκεί και μετά με στείλανε στον Σκαραμαγκά στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών. Όταν τελειώσαμε την εκπαίδευση επρόκειτο να γίνουν οι μεταθέσεις. Εγώ έκανα υπεύθυνη δήλωση ότι επιθυμώ να υπηρετήσω στα υποβρύχια και πράγματι με έστειλαν στα υποβρύχια. Πήγα στη βάση υποβρυχίων, όπου έμεινα λίγο καιρό γιατί δεν υπήρχε θέση στα σκάφη, και αφού κατ’ αρχήν μπήκα στον “Νηρέα”, λίγο αργότερα τοποθετήθηκα στοn “Πρωτέα” και από κει στον “Παπανικολή”, όπου κυβερνήτης ήταν αυτό το παλικάρι ο Μίλτων Ιατρίδης.

Ήμασταν πλέον στα 1939 εγώ είχα δηλώσει επανακατάταξη ως εθελοντής στα υποβρύχια και όταν την 1 Σεπτεμβρίου κηρύχθηκε ο Παγκόσμιος πόλεμος, με την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας, εμείς βρισκόμασταν στην Καβάλα. Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι όποιο σκάφος δεν ήταν στη βάση του θα βομβαρδιζόταν και λάβαμε σήμα από το αρχηγείο να επιστρέψουμε στον Ναύσταθμο.

Το βράδυ της Κυριακής 27ης Οκτωβρίου έλαβα την εντολή από τον ύπαρχο του Παπανικολή να πάω στη Διοίκηση του Πειραιώς να μου διαθέσει μέσον -μοτοσικλέτα ή οτιδήποτε άλλο- να ειδοποιήσω όλα τα μέλη των πληρωμάτων που είχαν έξοδο ή άδεια λόγω Σαββατοκύριακου, να επιστρέψουν στη βάση μας. Πράγματι τους ειδοποίησα όλους και την Δευτέρα το πρωί μας ανακοίνωσαν ότι κηρύχθηκε ο πόλεμος Ιταλίας- Ελλάδος…

Εις τάξιν απάρσεως, εφοδιαστήκαμε με τορπίλες και βγήκαμε περιπολία στην Αδριατική, έξω από τα ιταλικά νερά. Η επόμενη έξοδός μας ήταν παραμονές των Χριστουγέννων του 1940 και ενώ στο αλβανικό μέτωπο ο στρατός μας σημείωνε τεράστιες επιτυχίες. Την τρίτη ημέρα της περιπολίας μας, στις 22/12/1940 συναντήσαμε ένα ιταλικό φορτηγό, το «Αντουανέτα», το οποίο ήταν φορτωμένο με εφόδια για την Αλβανία. Το εμβολίσαμε και επειδή δεν βούλιαζε το κάψαμε. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από έξι άτομα, το αιχμαλωτίσαμε, θυμάμαι ότι οι Ιταλοί δεν πιστεύανε ότι είμαστε Έλληνες και θεωρούσαν ότι είμαστε Εγγλέζοι, “στη mare nostrum δεν είναι δυνατόν να κυκλοφορεί ελληνικό υποβρύχιο” μας έλεγαν. Στο πλήρωμά μας ήταν και ένας κερκυραίος -Μικάλεφ τον λέγανε- που ήξερε ιταλικά και

μέσω αυτού μάθαμε από τον κυβερνήτη του πλοίου, ότι την άλλη μέρα θα περνούσε για την Αλβανία μεγάλη νηοπομπή. Πράγματι στις δώδεκα το μεσημέρι παραμονή Χριστουγέννων, εντοπίσαμε την νηοπομπή που αποτελούνταν από φορτηγά, αντιτορπιλικά και αεροπλάνα και λάβαμε την κατάλληλη θέση μπαίνοντας ανάμεσα τους στην δεξιά πτέρυγα και ρίξαμε τέσσερις τορπίλες. Και οι τέσσερις πήγαν διάνα.

Ακούσαμε τους κρότους από τις επιτυχίες των στόχων και μείναμε στα τριάντα μέτρα.

Οι Ιταλοί μας βομβάρδιζαν συνεχώς με βόμβες βυθού, οι οποίες ήταν ρυθμισμένες να σκάζουν στα εκατό μέτρα, είχαν ακτίνα δράσεως πενήντα μέτρα κι έτσι εμείς που ήμασταν στα τριάντα, ήμασταν κατά κάποιο τρόπο ασφαλείς. Μας έριξαν πολλές βόμβες οι Ιταλοί. Και τα αεροπλάνα μας βομβαρδίζανε και τα αντιτορπιλικά. Θυμάμαι πολύ καλά, ήμουν στο σταθμό διαταγών εν ώρα συναγερμού, από πάνω ακριβώς στην πρύμνη του υποβρυχίου εκάθησε μια βόμβα. Ειδοποίησα το κέντρο ότι ύποπτο αντικείμενο βρίσκεται στην πρύμνη μας, αμέσως έκανε κλίση το υποβρύχιο και κατρακύλησε η βόμβα αυτή, αλλά δεν έσκαγε οπουδήποτε, έπρεπε να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο βάθος -στα εκατό μέτρα- όπου η πίεση του νερού ήταν υψηλή και εκεί

έσκασε. Είχαμε κάνει «κράτει» τις μηχανές για να μην ακούγεται θόρυβος και τα υπόγεια ρεύματα μας παρέσυραν προς βορρά σχεδόν στα παράλια της Γιουγκοσλαβίας στο ύψος του Αη Γιάννη της Μεδούης. Θα κόντευαν μεσάνυχτα όταν βγήκαμε στην επιφάνεια για αλλαγή αέρος και τότε εντοπίσαμε που ακριβώς ήμασταν. Πρέπει να προσθέσω ότι τα υποβρύχιά μας δεν ήταν σύγχρονα και δεν είχαν μεγάλες δυνατότητες αυτονομίας από άποψη αέρα, είχαμε βέβαια κάποια φίλτρα καθαρισμού, ποτάσες τα λέγαμε, αλλά έπρεπε κάθε 17-18 ώρες να αναδυόμαστε για την ανανέωσήτου. Να προσθέσω ακόμα ότι ο «Παπανικολής» είχε αγορασθεί από τη Γαλλία το 1926 ως εκπαιδευτικό σκάφος.

Αφού πήραμε το στίγμα και ανανεώσαμε τον αέρα βάλαμε πλώρη εν καταδύσει για τους Οθωνούς, το νησάκι κοντά στην Κέρκυρα που αποτελεί το δυτικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας, με σκοπό εν συνεχεία την επιστροφή μας στη βάση μας τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ο κυβερνήτης Μίλτων Ιατρίδης ενημέρωσε τη Διοίκηση για τον τορπιλισμό των ιταλικών πλοίων και πήραμε την εντολή να πάμε στον Πειραιά όπου μας υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Η μπάντα του ναυτικού επαιάνιζε εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια. Η επιτυχία μας είχε σκορπίσει μεγάλον ενθουσιασμό και σε συνδυασμό με τις νίκες του στρατού μας, είχε γεμίσει τον κόσμο με αισιοδοξία. Τα πληρώματα των πλοίων ζητωκραύγαζαν, άρπαξαν τον πλοίαρχο, τον σήκωσαν ψηλά στα χέρια και τον ανεβάσανε στο αρχηγείο. Την ίδια μέρα ο πλωτάρχης – κυβερνήτης του σκάφους μας προβιβάστηκε σε αντιπλοίαρχο έπ’ ανδραγαθία και σε όλο το πλήρωμα απονεμήθηκαν τιμητικές διακρίσεις. Ήταν μια αξέχαστη ημέρα που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μας.

Η επιτυχία μας λειτούργησε και ως στοιχείο άμιλλας ανάμεσα στους κυβερνήτες όλων των πολεμικών σκαφών γιατί ήταν το πρώτο μεγάλο πολεμικό γεγονός στη θάλασσα και πολλοί ήταν εκείνοι που θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση του Μ.Ιατρίδη…»

(Η σπηλιά – κρυψώνας του υποβρυχίου στο Μεγανήσι Λευκάδας)

Οι περιπέτειες όμως του Νίκου Τασιάκου δεν σταματούν εδώ καθώς στη συνέχεια περνά στη Μέση Ανατολή για να βρεθεί αργότερα στη δίνη του κινήματος του ναυτικού εκεί και να φυλακιστεί από τους Άγγλους.

Μετά τον πόλεμο επιστρέφει στην Ελλάδα και ξαναμπαρκάρει με το εμπορικό ναυτικό αυτή τη φορά.

Νέες περιπέτειες, νέοι αγώνες για επιβίωση.

Τα κατάφερε και σήμερα είναι 97 χρόνων σφίγγοντας ακόμα γερά στα χέρια εκείνο το παράσημο της πατρίδας που του έδωσε τη δύναμη να αντέξει…

(Ο πυργίσκος του υποβρυχίου «Παπανικολής» που σώζεται στο Ναυτικό Μουσείο)

(ΠΗΓΗ: EΛΕΥΘΕΡΙΑ/ΚΕΙΜΕΝΟ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΛΛΑΣ)