«Το Τριτσέντο»

Ένα ακόμα διήγημα από τη συλλογή «Ηθογραφίες Λευκαδίτικες» της Ανδρομάχης Φίλιππα-Χαριτωνίδου που κυκλοφόρησε το 2010 από την ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΥΚΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Το διήγημα «Ο Γιέπ!» μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

ΗΘΟΓΡΑΦΙΕΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΕΣ

TO ΤΡΙΤΣΕΝΤΟ

Η ΣΙΟΡΑ Ξανθόρω, η Σιόρα Κιάρα και η Σιόρα Τσελεστίνα. Κι οι τρεις γριούλες, πολύ γριούλες, μα φιλε­νάδες από τα μικρά τους νιάτα.

Φορούν τα ίδια βυσσινιά μεταξωτά φορέματα, τα ίδια μεταξωτά μαύρα παλτά, βιζίτ όπως τα έλεγαν, με τις πυ­κνές μακριές φράντσες. Και τα καπέλα τους την ίδια φόρ­μα έχουν. Μικρά με μακριά δετήρια από πλατιές κορδέλες που σχημάτιζαν φιόγκο στο λαιμό. Ένα μικρό ρίτσο φτερό μαζί μ’ ένα ρόδινο άνθος στολίζει το καπελάκι, που πίσω είναι κομμένο σαν τόξο αφήνοντας έτσι διέξοδο στο κουλουροειδές κοτσάκι τους. Έτσι ντυμένες, με τα μπαστουνάκια τους ξεκινούν κά­θε απόγευμα από το σπίτι της Σιόρα Ξανθόρως, διασχί­ζουν το Παζάρι και καταλήγουν στου Πάλα, τον αγαπη­μένο τους περίπατο.

Καθώς διαβαίνουν, οι καλφάδες των μαγαζιών σταμα­τούν τη δουλειά τους, σφυρίζουν, κτυπούν τους πάγκους, κάμνουν νοήματα.

– Το τριτσέντο! Παιδιά, το τριτσέντο!

Μ’ αυτό το όνομα τις έχουν βαφτίσει, μ’ αυτό το όνομα τις γνωρίζουν.

Κι αλήθεια είναι πως έχουν μια ψυχή σε τρία σώματα. Είναι πολύ αγαπημένες, αδελφωμένες, αχώριστες.

Κάποιο επεισόδιο νεανικό ετάραξε την καθαρή και διάφανη ζωή τους, τις έκαμε να πονέσουν, να πονούν, να πάσχουν.

Αυτός ο κοινός πόνος, ο όμοιος, τις ένωσε στον αδελφι­κό και αγνό δρόμο της φιλίας.

Τίποτε δεν κάνει η μια χωρίς να το γνωρίζει η άλλη. Πουθενά δεν πηγαίνει η μια χωρίς να πάνε όλες, και όταν η μια είναι άρρωστη τότε και οι άλλες δεν βγαίνουν μα της κρατάνε συντροφιά.

H Σιόρα Ξανθόρω συνηθίζει να κάνει πολλά ξορέξια, ξεραθυμιές, και τότε στέλνει στις άλλες δυο να φάνε, κομπιτίτο, όπως τους παραγγέλλει.

Μα και η Σιόρα Τσελεστίνα, τον Τρυγητή στο περιβόλι της ετοιμάζει με τη γυναίκα του σέμπρου πολλά καλούδια για τον χειμώνα και τότε εφοδιάζει τις φίλες της με τσεμπίμπω, μουσταλευριές, μουστόπιτες, σουντζούκια.

H Σιόρα Κιάρα δεν είναι τόσο εργατική, προτιμάει την κιθάρα που παίζει στις βεγγέρες τους όταν μαζεύονται και οι τρεις.

Είναι γριούλα ευχάριστη, πεταχτή με τα γέλια και τ’ α­στεία της.

Είναι ο γλεντζές της παρέας, ενώ η Σιόρα Ξανθόρω, σαν μεγαλύτερη από τις δυο, είναι η πρόεδρος, σοβαρή, αυστηρή, με κάποιο τσούξιμο στη γλώσσα. Γι’ αυτό η Σιόρα Κιάρα επαναστατεί, φέρει αντιρρήσεις, θυμώνει, μα γρήγορα τα φτιάνουν, γιατί η Σιόρα Ξανθόρω μετανοεί και την καλοπιάνει.

H ζωή τους περνά έτσι ήσυχη, με τ’ α­στεία τους, τις μελαγχολίες τους και τα τραγούδια στην κιθάρα.

H κάθε μια έχει δικό της τραγούδι που σ’ όλη της τη ζωή αυτό μόνο τραγουδεί ενώ η Σιόρα Κιάρα ακομπανιάρει.

Και το τραγούδι αυτό είναι η απεικόνισις της ζωής τους, είναι αυτή η ιστορία τους σε στίχους. Και πόσο λυπη­τερή ιστορία έχουν, γεμάτη πίστη, αφοσίωση, θυσία!

H Σιόρα Ξανθόρω, κόρη πλουσίου κτηματίου, είχε ερω­τευθεί στα δεκαοχτώ της χρόνια τον Κόντε Tσαγκαρόλο. Εμπόδιο κανένα δεν υπήρχε στη μέση, γιατί, μαζί με την ο­μορφιά, η Ξανθόρω είχε καλό σόι και πολλή προίκα που τ’ ασημικά και χρυσαφικά τα έπερνε με το πελατζέτο.

O Κόντες έδειξε έρωτα, περνούσε από το σπίτι της τρεις και τέσσαρες φορές, έστελλε πύρινα και φλογερά γράμματα γεμάτα στίχους και τραγούδια.

Με αγωνία περίμενε η Σιόρα Ξανθόρω να την ζητήσει σε γάμο, όταν έξαφνα λαμβάνει είδηση πως φεύγει για την Κέρκυρα που τον καλούν σπουδαίες κληρονομικές υπο­θέσεις. Γράφει πως γρήγορα θα γυρίσει να ενωθούν, ορκίζεται, εις όλες τις θεότητες πίστιν, και παρακαλεί το εκλεκτόν του άνθος να μην τον λησμονήσει.

H Σιόρα Ξανθόρω τηρεί με θρησκευτική πίστη και ευ­λάβεια τες παραγγελίες του Κόντε, πιστεύει πως γρήγορα θα γυρίσει και με χαρά αρχίζει να ετοιμάζει τα προικιά.

Οι Παργινοπούλες για μήνες κεντούν τα ρεκάμα στ’ ασπρόρουχα κι από τη Βενετία κάθε μέρα έρχονται βελου­δένια κουτιά γεμάτα μαργαριτάρια και τζοβαϊρικά.

Πέρασε ένας χρόνος, δύο, δέκα. O Κόντες δεν ξαναφάνηκε μα η Σιόρα Ξανθόρω και τώρα που είναι πολύ γριού­λα τον περιμένει τραγουδώντας μελαγχολικά το ίδιο τρα­γούδι.

Αναχωρείς κι αυτού που πας ελπίζω.

H Σιόρα Tσελεστίνα κόρη γιατρού και βουλευτού, από τους πρώτους που πήγαν στην Ιόνιο Βουλή, ερωτεύθηκε ένα τρεζοριέρη. Ήταν κατώτερος και η μάνα της μια ψηλομύτα, δεν έδινε τον λόγο της γιατί, επίστευε με φανατισμό πως ταιριάζει «σχοινί, με σχοινί και βούρλο με βούρλο». H Σιόρα Τσελεστίνα απελπισθείσα να ενωθεί ομαλώς απεφάσισε να επιτύχει την πραγματοποίησα του ονείρου της δια αντικανονικού τρόπου.

Ένα βράδυ συνεννοηθείσα μετά του εκλεκτού της καρ­διάς της έκαμε δέμα τα ρούχα και τα χρυσαφικά της και ε­πιχείρησε να δραπετεύσει. Μα δεν ήταν τυχερή· στην σκά­λα του αρχοντικού της την έπιασαν, την έκλεισαν στην σαλμπαρόμπα για καιρούς, μετρώντας το ψωμί και το νε­ρό που της έδιναν. Ύστερα ο βουλευτής πατέρας της μετέ­θεσε τον τρεζοριέρη σε μέρος μακρινό κι εκείνος για εκδί­κηση πανδρεύθηκε εκεί στην εξορία του.

Έκλαψε πολύ η Τσελεστίνα για το γάμο του, μα δεν έπαυσε να πιστεύσει πως «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικός της θα ‘ναι».

Με την ελπίδα αυτή ζει και εννοεί να μείνει πιστή μέχρι τάφου και πέραν αυτού.

H Σιόρα Κιάρα στα νιάτα της ήταν η πιο δυστυχισμένη από όλες τις σύγχρονές της και τις τωρινές της φίλες. O πατέρας της, από μεγάλο σόι, πέθανε αφήνοντας την νεα­ρή Κιάρα στα χέρια μιας κακής μητριάς που είχε κι αυτή δική της κόρη. H μητριά φθονούσε την όμορφη κόρη του ανδρός της και στα πολλά της συνοικέσια έμπαινε στη μέ­ση δείχνοντας την κόρη της. Τέλος ήλθε κι ένας Αυστρια­κός πρόξενος και σε μια φέστα που έδωσε είδε την Κιάρα την αγάπησε τρελά, την εζήτησε σε γάμο. H Κιάρα που δεν ήταν αδιάφορη στο αίσθημα αυτό έ­νιωσε τρελή χαρά και έπλεκε τα ωραιότερα όνειρα για την ένωσή της με τον ωραίο νέο που αγαπούσε.

Μα δεν ήταν τυχερό να γίνει ο γάμος αυτός. H κακή μητριά πλήρωνε γυναίκες, κόσμο, να την συκοφαντούν και να διαδίδουν εις βάρος της άδολης Κιάρας ό,τι χυδαίον και ταπεινόν υπάρχει.

H κακία της μητριάς υπερίσχυσε, ο Πρόξενος τ’ άκουσε, πίστεψε κι έφυγε σαν τρελός μα­κριά, πολύ μακριά.

Και όταν ύστερα από πολλά χρόνια πάλιν η τύχη τον ξανάστειλε στο νησί, πατούσε τ’ ακρογιάλι του με μια ό­μορφη γυναικούλα και το πρώτο τους παιδί. M’ αν δεν επανδρεύθηκε ο Πρόξενος την Κιάρα του, την Εγγλεζίνα του όπως την έλεγε, δεν την ξεχνά και τώρα ακόμα.

Όταν την βλέπει στο δρόμο της βγάζει το καπέλο ίσα με κάτω. H Κιάρα όταν τον βλέπει, έχει τόση χαρά που κά­θεται δυο μέρες νηστική.

Με γκόνει, λέγει, η ευτυχία.

Μέρα, παρά μέρα, τον βλέπει. Γι’ αυτό είναι πεταχτούλα γεμάτη χαρά κι αστεία. Είναι ευτυχισμένη ναι, πολύ ευτυχισμένη. Γιατί να μην είναι; Πού δεν υπανδρεύθηκε; Μ’ αυτό δεν είναι λόγος να λυπηθεί. Και μάλιστα καλύτερα που δεν υπανδρεύθηκε γιατί «ο γάμος είναι ο τάφος του έρωτος».

Έτσι λέγει στις φίλες της και παίρνοντας την κιθάρα τραγουδεί το δικό της τραγούδι:

Έτσι ο έρως σε με θε να μείνει
ώς που νάβγει η αθώα μου ψυχή.

Όπως πάντα και σήμερα η Tσελεστίνα πήγε να περάσει το απόγευμά της στο σπίτι της Σιόρα Ξανθόρως γιατί είναι στη Σπιανάδα κι έχει χάζι που το ζωηρεύει η ανοιχτόκαρ­δη Κιάρα. Μα σήμερα είναι μελαγχολικές γιατί ο γλεντζές τους δεν φάνηκε ακόμα.

H Σιόρα Ξανθόρω ανήσυχη ρωτά:

– Πώς αργεί έτσι αυτή η παλιοκοπέλα;

– Μη της συνέβηκε κανένα τσιδέντε; συμπληρώνει με α­γωνία η Σιόρα Tσελεστίνα.

– Μπα, μπα, ξοθιό της και ο Χριστός κοντά της.

– Να με! φωνάζει η χαρούμενη φωνή της Κιάρας που πεταχτή και γελαστή ανέβαινε την σκάλα.

– Πολλά χρόνια θα ζήσεις, λέγει η Σιόρα Ξανθόρω. Για σένα μιλούσαμε.

– Γιατί άργησα ε; Μη ρωτάτε, χαρές!

– Τί; Είδες το παιδί; ρωτούν με μια φωνή οι δυο φίλες.

– Ναι! Και μη ρωτάτε, το πρωί μαζί με την καπελαδούρα μού λέγει, «μποντζόρνο μία κάρα». Το μεσημέρι πέρασε πάλι και κοίταζε! Πώς κοίταζε! Μου ήλθε να του φωνάξω ν’ ανεβεί από την πισινή πόρτα. Μα σκέφθηκα την κακογλωσσιά του κόσμου.

– Καλά έκαμες, παιδάκι μου, λέγει η πρόεδρος, η Σιόρα Ξανθόρω.

– A όχι! Δεν έκαμα καλά! αντιτείνει έντονα η Σιόρα Κιάρα. Έπρεπε να τον φωνάξω!

– Έχεις δίκιο, Κιάρα, συμπληρώνει η Σιόρα Τσελεστίνα. Εγώ στουπίρω με την υπομονή που είχες να μη τον φωνά­ξεις.

– Αν γυρίσει ποτέ εκείνος, εγώ πρώτη θα τον φωνάξω κι ας είναι στη Σπιανάδα, στο Πενταφάναρο.

– Σιωπή τονίζει η Ξανθόρω.

Και δια ν’ απομακρύνει την παρούσαν υπηρέτρια, λέ­γει:

– Νικολέτα, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και όταν έφυγε η Νικολέτα, στρέφεται στις δυο της φίλες και λέγει αυστη­ρά.

– Μα τι επάθατε κοπέλες σήμερα και σηκώσατε παντιέ­ρα γκρέκα, στην υπηρέτρια εμπρός;

– Ε, άνθρωπος δεν είναι κι αυτή; Ας είναι εμπρός, αντι­τείνει η Κιάρα.

– Μα όχι, κοπέλα μου, δεν φέρεσαι σαν Σιόρα Κιάρα.

– Α έτσι; Αντίο σου!

– Στάσου καημένη που δεν μπορεί ν’ αστειευθεί κανέ­νας μαζί σου, σαν μεγαλύτερος!

Μα η Κιάρα ροβόλησε στη σκάλα.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί η Σιόρα Ξανθόρω βρέθηκε στο σπίτι της Κιάρας.

– Μπα! Μπα! Μουζοδούρο βλέπω την κοπέλα σήμερα. Ξέρεις γιατί ήλθα; Για να φωνάξουμε σήμερα το παιδί.

– Σπολάετη, απαντά η Κιάρα. Πέρασε! Και κοίταζε, κοίταζε, μα εγώ θυμόμουν τα λόγια σου και μπήκα μέσα.

– E, δεν πειράζει, αύριο!

Έτσι φεύγει η πίκρα της Σιόρας Κιάρας, που τρέχει, αγκαλιάζει τη φίλη της και ντύνεται γρήγορα γρήγορα για να πάνε στη Σιόρα Tσελεστίνα. Όταν έφθασαν κοντά στην Παναγία των Ξένων, από μακριά είδαν την Tσελεστίνα στο παράθυρο. Της έκαμαν νοήματα χαιρετισμού και όταν πλησίασαν η Σιόρα Ξανθόρω φωνάζει.

– Θα πάμε στη Σπιανάδα; Σήμερα Κυριακή η Μουσική θα παίζει ώς το μεσημέρι. Ήλθε ένας μαέστρος Ιταλός και λένε πως έβαλε καινούργιο πρόγραμμα. Θα παίξει Tραβιάτα, Λουτσία και Περκόλ.

– Να μη σας κρατώ κοπέλες, πηγαίνετε κι έρχομαι. Έχω μέσα βίζιτα. Θα σας πω και νέα.

– Ευχάριστα; Ρωτούν από κάτω οι δύο φίλες.

H Σιόρα Tσελεστίνα δεν άκουσε, είχε μπει μέσα.

Όταν έφθασαν στην Πλατεία, κάθησαν στη συνηθισμέ­νη τους θέση, από κάτω από ένα σπίτι, έχοντες τις πλάτες τους στον τοίχο για να μη τις φυσάει ο αγέρας.

Κόσμος πολύς άρχισε να πιάνει τα καθίσματα.

H Σιόρα Ξανθόρω βάζει τα γυαλιά της και ρωτά τη Σιόρα Κιάρα για μία, μία.

– Κι αυτός με τη χοντρή γυναίκα, ποιος είναι;

– O Κώστας ο ρεμεσιέρης.

– Και δεν κάνει χωρίς Σπιανάδα η ρεμεσιέραινα;

– Να, βλέπεις, που δεν κάνει, απαντά η συγκαταβατικη Κιάρα.

– Κι αυτός ο ψηλός ο λέλεκας με την κοντή γυναίκα που νομίζει κανείς πως την πήρε από το χέρι;

– Αυτός είναι ο γυρολόγος ο Ντέκος.

– E, πού καταντήσαμε! Κι αυτός ο ξεραγκιανός με την κουτσή;

– O Μίλιος ο λατονιέρης. Απαντά υπομονητικη η Σιόρα Κιάρα.

– Γιατί ηρθε; Για να πουλήσει μπρίκια;

– Ξέρω εγώ καημένη! Τι σε νοιάζει εσένα; O καθένας ό­πως τον γυρίσει ο καιρός κάνει.

– Δεν φεύγομε καλύτερα; Εδώ είναι τα ψηλά τζάκια, ε­μείς τι θέλομε;

– Κάθισε, καημένη, δεν θα σμαρίρεις. Δεν είναι αρρώ­στια να κολήσεις.

– Μα δεν μπορώ! Φαστιδιάρω. Δεν πάμε σπίτι να τις βλέπομε από ψηλά;

– Και η Τσελεστίνα; Ξέχασες πού θα μας ζητάει εδώ;

– Να την! φωνάζει η Σιόρα Ξανθόρω που είδε να έρχε­ται από μακρυά η Τσελεστίνα τρεχάτη, χαρούμενη. Μόλις τις αντίκρισε έπεσε στην αγκαλιά τους.

– Χαρείτε και σεις! Είμαι ευτυχής. Έρχεται.

– Ποιος Τσελεστίνα;

– Ποιος άλλος; Το παιδί! Είναι χήρος και άλλο δεν σκέ­πτεται παρά να έλθει.

– Ποιος σου τά ‘φερε τα νέα;

– Ήλθε ένας δικαστικός φίλος του και μου τα ανήγγειλε.

– Και όταν έλθει, θα τον πανδρευθείς;

– Αλλά; Θέλει και ρώτημα;

Κι άρχισε να μουρμουρίζει μια στροφή από το δικό της τραγούδι.

Στέφανος ίων και ρόδων ενόσμων
το ωραίον σον μέτωπον περικοσμεί.

H Μουσική της Πλατείας ετελείωνε το «αντίο ντελ πασάτο» τη στιγμή που τελείωνε και η Έσελεστίνα χαρούμενη το τραγούδι της.

H Σιόρα Ξανθόρω εσκούπισε με το μανδηλάκι της κα­θάριο ένα δάκρυ.

– Ξανθόρω, πάμε να φύγομε λένε με ένα στόμα οι δυο φίλες για να διασκεδάσουν την λύπη της.

– Κοπέλες, μη με παρεξηγήσειτε πως ζηλεύω. Κλαίω μόνο γιατί σκέπτομαι πως κι οι δυο έχετε κάποια είδηση, κάποιο νέο. Εγώ όμως; A! εγώ τίποτε; Από τον καιρό που έφυγε δεν ξεύρω πού είναι; Που βρίσκεται. Φάνηκε πολύ σκληρός, πολύ σκληρός για μένα.

– Μη το λες Ξανθόρω. Ίσως ο άνθρωπος να μη…

– Ή; Να μη ζει; «Ταράξου από τον τόπο σου». Να μη σώσω να πάρω το σπαβέντο. Κάλλιο να με λησμόνησε πα­ρά να έπαθε κακό και στην τρίχα του.

– Μα δεν έβαλες και κανένα να του γράψει, να μάθει πού βρίσκεται, να του πει δυο λόγια.

– Να του πει δυο λόγια; Α, όχι! Ποτέ δεν θα ρίψω τα μούτρα μου. Αν μ’ αγαπάει, να στείλει αυτός είδηση, όπως έστειλε ο δικός σου, Τσελεστίνα, κι όπως πάει γυρεύοντας να στείλει της Κιάρας.

Εν τω μεταξύ κουβεντιάζοντας είχαν φθάσει σπίτι. Ανέβηκαν σιωπηλές τα σκαλιά, και με μελαγχολία κάθησαν γύρω στις πολυθρόνες της τραπεζαρίας.

H Κιάρα για να διασκεδάσει τη φίλη της επήρε την κι­θάρα ακομπανιάροντας το τραγούδι της.

Αναχωρείς κι αυτού που πας ελπίζω

Τη στιγμή που ετελείωνε το τραγούδι, ο διανομεύς έφε­ρε στη Σιόρα Ξανθόρω ένα γράμμα. Με τρεμούλα το άνοι­ξε. Μια υπογραφή χοροπηδούσε στα μάτια της· Κόντες Τσαγκαρόλος.

H μαγική αυτή υπογραφή που στα μάτια της Ξανθόρως άλλαζε χίλια δυο χρώματα, εσκόρπισε τόση συγκίνη­ση στην ψυχή της γριούλας που έπεσε στην πολυθρόνα εξηντλημένη, ανίκανη να διαβάσει το περιεχόμενον. Οι δύο φίλες έτρεξαν να πάρουν το γράμμα, να της το διαβάσουν ενώ εκείνη με λυγμούς και αναφιλητά άκουε:

Ερασμία φίλη,
Ουδέποτε έγινα επιλήσμων, μολονότι παρήλθον πλέον των πεντήκοντα ετών. Ουδέποτε ενυμφεύθην. Περιπέτειαι αλγειναί, και μόνον περιπέτειαι με παρουσιάζουν ίσως ε­νώπιον της βασιλίσσης μου άστατον και επίορκον. Γράψε μου· τυγχάνω της συγγνώμης σου; Θέλεις να τρέξω κοντά σου να σε σφίξω εις την θερμήν και σφριγώσαν αγκάλην μου;

Φιλώ τους πόδας σου Ο Κόντες σου Τσαγκαρόλος

Y. Γ. Τηλεγραφικώς επιθυμώ να γνωρίζω την καταδίκην μου ή την χάριν, την ζωήν ή τον θάνατον. Τηλεγράφησε, άγγελέ μου, με συγχωρείς;

Ο ίδιος

-Ω τρεζόρο μου! φωνάζει η Σιόρα Ξανθόρω. Εάν σε συγχωρώ! Νικολέτα, Νικολέτα τρέξε στο τηλεγραφείο.

Κι ενώ η Νικολέτα βιαστική κατέβαινε τη σκάλα, η ε­ρωτευμένη γριούλα με σπουδή σίμωσε τον καθρέφτη, έσιαξε την κατάμαυρη και στιλπνή περούκα της, στερέωσε τις μπουκλίτσες.

– Δεν άσπρισαν τα μαλλιά μου. Ε! Τι λέτε κοπέλες; Ρω­τά τις φίλες της.

– Μπα! Σε καλό μας! Από τώρα; Απαντούν κι οι δυο με μια φωνή.

Ικανοποιημένη η Σιόρα Ξανθόρω φόρεσε ένα κρινόλευκο τούλινο ζαμπό και κάθισε ευχαριστημένη πια στον καναπέ της.

H Σιόρα Κιάρα πεταχτή πάντοτε έτρεξε στο μπουφέ, πηρε ροσόλι να τρατάρει.

– Καλορίζικες και οι τρεις, λέγει καθώς σήκωνε το πο­τηράκι. Να ζήσομε. Καμιά δεν μένει παραπονεμένη.

– Εβίβα του Κόντε! Εβίβα του Τρεζοριέρη! Εβίβα και του Κόνσολα!