Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων

 

γράφει ο Νίκος Σαραντάκος* (www.sarantakos.com)

Φιλολογική- ιστορική ανάλυση των λέξεων: χρήμα, τράπεζα, banca, νόμισμα, δραχμή, λίρα, φράγκο, δολάριο, τάλιρο,φλουρί, παράδες, ψιλά, ευρώ, δηνάριο, παράδες, ζολότα

Γραμμένο καθώς είναι σε καιρούς οικονομικής κρίσης, το σημερινό μας σημείωμα θα ασχοληθεί με τον κόσμο του χρήματος και των νομισμάτων. Εννοείται ότι θα κάνουμε διερεύνηση γλωσσική, αν και πρέπει να προειδοποιήσω ότι το θέμα είναι απέραντο, τόσο εκτενές που εύκολα θα μπορούσε να γραφτεί σχετικό βιβλίο.

Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πλάτωνας λέει «πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε βέβαια τα πράγματα, ούτε τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών –και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο «μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.

Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και αρκετούς μήνες είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.

Τέλος πάντων, τράπεζα ήταν το τραπέζι, και από την ειδική σημασία του τραπεζιού του αργυραμοιβού, του σαράφη, η λέξη τράπεζα πήρε τη σημασία του πιστωτικού ιδρύματος, ήδη από τα αρχαία. Ωστόσο, η λέξη δεν πέρασε στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: όταν ο εγγλέζος λέει trapezist δεν εννοεί τον τραπεζίτη αλλά ένα είδος ακροβάτη. Είδος ακροβάτη είναι και ο σαλτιμπάγκος και κατά σύμπτωση, η λέξη που χρησιμοποιούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες για την τράπεζα, bank δηλαδή στα αγγλικά, ετυμολογείται όπως κι ο σαλτιμπάγκος από την παλιά ιταλική banca, που ήταν επίσης το τραπέζι του αργυραμοιβού, και είναι απώτερης γερμανικής αρχής. Αυτή η μπάνκα ήρθε και στα μέρη μας, κι έναν καιρό τα χαρτονομίσματα (τραπεζογραμμάτια) τα λέγαμε μπανκανότες και τον τραπεζίτη μπανκέρη, αλλά τώρα οι δάνειες λέξεις υποχώρησαν, όπως συμβαίνει πάντα σε όρους με θεσμική, ας πούμε, χρήση, κι έτσι η μπάνκα σήμερα διατηρείται μόνο στη χαρτοπαιξία.

Από την άλλη, το χρήμα κυκλοφορεί σε νομίσματα, και νόμισμα στα αρχαία, από τη λέξη «νόμος», ήταν αρχικά ο καθιερωμένος θεσμός, και στη συνέχεια η χρηματική μονάδα που είχε καθιερωθεί ως μέσο συναλλαγής. Πολλά νομίσματα πήραν το όνομά τους από μονάδες μέτρησης βάρους, όπως η λίρα (από το λατινικό libra), το μάρκο, το αγγλικό pound ή το αρχαίο τάλαντο. Παρόμοια ίσως, η δραχμή ετυμολογείται από το ρήμα δράττω (αρπάζω), εξέφραζε δηλαδή αυτό που μπορούσε κάποιος να κρατήσει στο χέρι του. Από την άλλη, το φράγκο ονομάστηκε έτσι από τα μεσαιωνικά νομίσματα που έγραφαν επάνω Rex Francorum (ρήγας των φράγκων). Το δολάριο πήρε το όνομά του από τη γερμανική λέξη Tal (= κοιλάδα) και πιο συγκεκριμένα από τη Joachimstal, την κοιλάδα της Βοημίας που είχε πλούσια ορυχεία αργύρου από τα οποία κόπηκαν ασημένια νομίσματα που ονομάστηκαν Joachimstaler, και σε σύντμηση Taler. Από εκεί το dollar, από εκεί και το δικό μας τάλιρο. Από το άνθος που είχαν πάνω τους τα νομίσματα της Φλορεντίας πήρε το όνομά του το φιορίνι, από εκεί και το δικό μας φλουρί.

Βέβαια, μόνο για τα ονόματα νομισμάτων θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο, οπότε δεν θα επεκταθώ. Να πω μόνο ότι η δραχμή δεν ήταν το πρώτο νόμισμα του νεοελληνικού κράτους· ο Καποδίστριας είχε κόψει «φοίνικες», αλλά το νόμισμα αυτό δεν έπιασε. Η δραχμή εμφανίστηκε επί Όθωνα. Βέβαια, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν ένα σωρό νομίσματα, οθωμανικά ή δυτικά, και στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, π.χ. στον Παπαδιαμάντη, βρίσκει κανείς ονόματα παλιών νομισμάτων που δύσκολα μαντεύει την ετυμολογία τους. Αν στο σφάντζικο αναγνωρίζουμε έστω και με δυσκολία το γερμανικό zwanzig, στη σιχνάτσα ελάχιστοι θα διακρίνουν το γαλλικό assignat, όπως ονομάστηκαν τα ομόλογα που κυκλοφόρησε η επαναστατική Γαλλία στο τέλος του 18ου αιώνα με υποθήκευση των εθνικών κτημάτων.

Παλιότερα, τα χρήματα λέγονταν «άσπρα». Έχεις άσπρα, έχεις άστρα, λέει μια παλιά παροιμία. Όχι, δεν ονομάστηκαν «άσπρα» τα νομίσματα επειδή ήταν ασημένια, άρα λευκά· το λευκό χρώμα ονομάστηκε έτσι επειδή έμοιαζε με τα νομίσματα. Εξηγούμαι: στα λατινικά asper σημαίνει «τραχύς» (τη λέξη τη βρίσκουμε και στο γαλλικό âpre). Το νιόκοπο ασημένιο νόμισμα, τραχύ και λαμπερό πριν λειανθεί από τη χρήση, ονομαζόταν nummus asper, τραχύ νόμισμα. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο, asper, και πήρε θέση ουσιαστικού, και πέρασε στα βυζαντινά ελληνικά (από τον πληθυντικό: aspera, aspra) όπου άσπρα ονομάστηκαν τα ασημένια νομίσματα μικρής αξίας. Και επειδή το ασήμι είναι λευκό, η λέξη άσπρο έφτασε να εκφράζει τη λευκότητα, κι έγινε συνώνυμο της λέξης «λευκός» και μάλιστα την υποκατέστησε στη λαϊκή γλώσσα.

Η καθιέρωση του ευρώ, το οποίο πρόσφατα γιόρτασε τα δέκα του χρόνια, θεωρείται επισήμως ευεργετική για τις οικονομίες των κρατών της ευρωζώνης, αν και οι νοικοκυρές, σε όλες τις χώρες, ισχυρίζονται ότι ανέβασε τις τιμές-μάλιστα οι γερμανοί κόλλησαν ένα Τ στην ονομασία του Euro και το είπανε κοροϊδευτικά Teuro, δηλαδή ακριβό. Από γλωσσικής ωστόσο πλευράς, το ευρώ μάλλον καταστροφικά λειτούργησε αφού τα παλιά νομίσματα που καταργήθηκαν σε κάθε χώρα είχαν συσσωρεύσει τεράστιο γλωσσικό και λαογραφικό πλούτο. Βέβαια, αν το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία, τα παλιά νομίσματα εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν μέσα από τη γλώσσα.

Άλλωστε, αν η γλώσσα είναι συντηρητική, αυτό ίσως ισχύει ακόμα περισσότερο σε σχέση με τα χρήματα και τα νομίσματα. Ο καθένας μας έχει μέσα στο γλωσσικό του ταμείο και χρησιμοποιεί καθημερινά λέξεις που ανακαλούν νομίσματα παλιότερων εποχών, όχι μόνο τα πρόσφατα παλιά, αλλά και του απώτερου παρελθόντος.

Μας ζητούν τον οβολό μας για κάποιον καλό σκοπό, αλλά βέβαια ο οβολός, υποδιαίρεση της δραχμής, πάνε αιώνες και χιλιετίες που έχει γίνει μουσειακό είδος. Λέμε για κάποιον ότι είναι παραδόπιστος, ή ότι έχει παραδάκι (εδώ το υποκοριστικό λειτουργεί επαυξητικά!) κι όμως ο παράς, νόμισμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχει πάψει να ισχύει ακόμα και στην Τουρκία (ήταν η κατώτατη υποδιαίρεση της τούρκικης λίρας· η λίρα είχε εκατό γρόσια και κάθε γρόσι είχε σαράντα παράδες). Όταν αδιαφορούμε για κάτι, λέμε ότι δεν δίνουμε πεντάρα ή δεκάρα (συχνά: τσακιστή) γι’ αυτό –μα, και να θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε, αφού οι δεκάρες και οι πεντάρες με την τρύπα είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία αρκετές δεκαετίες πριν έρθει το ευρώ. Όπως επίσης είχαν εκλείψει τα δίδραχμα, αλλά διατηρούνταν στη φράση τέρμα τα δίφραγκα, που γεννήθηκε από τους εισπράκτορες των λεωφορείων όταν ακόμα η τιμή του εισιτηρίου κλιμακωνόταν ανάλογα με το μήκος της διαδρομής, και μετά πήρε μεταφορική σημασία. Οπότε, και η καθιέρωση του ευρώ δεν πρόκειται να διώξει από τη γλωσσική χρήση τα παλιότερα ονόματα, τουλάχιστον όχι για μερικές δεκαετίες. Προς το παρόν, κανείς δεν είπε «τέρμα τα δίευρα», παρά μόνο στ’ αστεία.

Αυτή η επιμονή των παλιών ονομασιών δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής γλώσσας. Οι γαλλομαθείς θα ξέρουν ότι η λέξη sou, που κάποτε σήμαινε ένα υπαρκτό νόμισμα (τα σόλδια που βρίσκουμε στις μεταφράσεις των Αθλίων), το οποίο ανάγεται στο solidus του Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρήθηκε σαν το εικοστό της λίρας μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1795 που γέννησε το φράγκο, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη γλώσσα που έχει δώσει δεκάδες εκφράσεις –άλλωστε sous λέγονται στα γαλλικά και γενικώς τα χρήματα, δηλαδή τα λεφτά. Τα οποία λεφτά ονομάστηκαν βεβαίως έτσι από τα λεπτά, δηλαδή από τη νομισματική μονάδα λεπτό, που ανάγεται στο ελληνιστικό «λεπτόν νόμισμα». Λεπτά είχαμε σαν υποδιαίρεση της δραχμής, σιγά-σιγά περιέπεσαν σε αχρηστία λόγω του πληθωρισμού, αλλά αναστήθηκαν πάλι στην κοινή χρήση με τον ερχομό του ευρώ.

Το οποίο ευρώ είναι γλωσσικός πονοκέφαλος και από μιαν άλλη σκοπιά: είναι άκλιτο και έχει κατάληξη «ω», ασυνήθιστη για ελληνικό ουσιαστικό. Πριν καθιερωθεί η ονομασία του, ο προβλεπτικός καθηγητής Μπαμπινιώτης είχε εισηγηθεί να το λέμε «εύρο» ή «ευρό» για να το προσαρμόσουμε στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής (το εύρο, του εύρου, τα εύρα, των εύρων). Η πρόταση δεν έγινε επίσημα δεκτή, ίσως όμως επιβληθεί ενμέρει ανεπίσημα από τα εκατομμύρια έλληνες που χρησιμοποιούν καθημερινά το ευρώ στις συναλλαγές τους χωρίς να έχουν διαβάσει Μπαμπινιώτη. Ήδη έχουν εμφανιστεί όροι όπως δίευρο, δεκάευρο, εικοσάευρο, ενώ ακούγεται και ο πληθυντικός «τα ευρά» (καθώς και ο οικείος-ειρωνικός πληθυντικός: τα ευρώπουλα!)

Κάποιες φορές, τα νομίσματα που έχουν καταργηθεί στη χώρα που τα γέννησε, επιζούν αλλού. Έτσι η δραχμή, καταργημένη πια σε μας, επιζεί, αν όχι η ίδια πάντως τα εγγόνια της, στον αραβικό κόσμο. Μιλάω για το ντιρχάμ (dirham), που είναι η βασική νομισματική μονάδα στο Μαρόκο και στα Αραβικά Εμιράτα, ενώ ως υποδιαίρεση του δηναρίου (dinar) υπάρχει επίσης στη Λιβύη, την Τυνησία και το Κουβέιτ, καθώς και ως υποδιαίρεση του ριάλ στο Κατάρ. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τους καταργημένους οθωμανικούς παράδες: επιζούν όχι μόνο στη φρασεολογία, αλλά και ως υποδιαίρεση του σέρβικου δηναρίου. Και την προηγούμενη φορά που το Μαυροβούνιο ήταν ανεξάρτητο, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε σαν νόμισμα το perper, που είναι, σωστά το καταλάβατε, εγγονάκι των βυζαντινών υπέρπυρων.

Για τα άλλα νομίσματα που κατάργησε το ευρώ, δηλαδή την πεσέτα, το εσκούδο ή την κορώνα, δεν πρόφτασα να γράψω, ούτε άλλωστε για τα νομίσματα των νέων κρατών μελών που σιγά-σιγά περνούν στην ιστορία καθώς τα αντικαθιστά το αδηφάγο νέο νόμισμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν κι εκείνα ενδιαφέρουσες ιστορίες· λογουχάρη το ζλότι, το πολωνικό, σημαίνει «χρυσό», κι είναι μια λέξη που τη βρίσκουμε σε όλες τις σλάβικες γλώσσες, καθώς και στη ζολότα, ένα ακόμα από τα πολλά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον ελλαδικό χώρο επί τουρκοκρατίας –και βέβαια στο επώνυμο Ζολώτας.

* Ο Νίκος Σαραντάκος, Αθήνα 1959,  είναι συγγραφέας και λογοτέχνης. Έχει γράψει τα βιβλία : “Για μια πορεία” (1984), έκδ. Σύγχρονη Εποχή, “Μετά την αποψίλωση” (1987), έκδ.: Σύγχρονη Εποχή, “Αλληλογραφία του Μότσρτ” (1991), “Αλφαβητάρι ιδιωματικών εκφράσεων” (1997), έκδ.: Δίαυλος,  “Γλώσσα μετ’ εμποδίων” (2007), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” (2009), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.