O Γιέπ!
Παρουσιάζουμε σήμερα το διήγημα με τίτλο «Ο Γιεπ!», από τη συλλογή «Ηθογραφίες Λευκαδίτικες» της Ανδρομάχης Φίλιππα-Χαριτωνίδου. Πρόκειται για μια τρυφερή, βαθιά ανθρώπινη ιστορία που με λιτά αφηγηματικά μέσα προσεγγίζει μια παρελθούσα εποχή των νησιών μας και τους χαρακτήρες της. Μια εποχή που δεν ντρεπόταν για τον ρομαντισμό της.
Ο ΓΙΕΠ!
Ο ΓΙΟΥΡΓΑΣ, ο παραγιός του Μαστραντώνη της Τριμπύλαινας που δεν επήρε άδικα τη φωνή, πως είναι το πιο έξυπνο καλφόπουλο του Παζαριού, ώρες τώρα περιμένει έξω από την πόρτα του μαγαζιού, καθιστός επάνω στο κασελάκι του.
Και, σαν έξυπνο παιδί που είναι, για να διώξει το μεσημεριάτικο ύπνο, που του γλυκοσφαλίζει τα βλέφαρα, παιδεύεται μ’ ένα σπάγγο και προσπαθεί να τον κηρώσει.
Μα, που να κηρωθεί! Τ’ ανήσυχα μάτια του, ο νους του, όλη του η προσοχή είν’ εστραμμένη μακριά, πολύ μακριά, πέρα στο κουλούρι του Άι Μηνά.
Κι αφού σηκώθηκε κι εξανασηκώθηκε, και χίλιες φορές πέταξε τον κηρωμένο σπάγγο και άλλες τόσες πήγε έξω στο μαγαζί, στη μέση του Παζαριού κι εψαχούλευε με τα μάτια δεξιά, αριστερά, κάθισε πάλι στο κασελάκι απογοητευμένος.
Και όταν τέλος είδε κάποιο σημάδι να κινείται, να κατεβαίνει από το κουλούρι μακριά, χαρωπός έτρεξε στο παπουτσίδικο τ’ αφεντικού του, σκούντησε ζωηρά τον Μαστραντώνη, που γυρμένος στο παγκάκι του με το κεφάλι στα σταυρωμένα μπράτσα είχε γλυκοκοιμηθεί και του φώναξε:
– Μάστορη, έρχεται ο Γιεπ!
Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, βγήκε έξω από την πόρτα, στάθηκε με ανοικτά τα σκέλη στη μέση του Παζαριού, πήρε βαθιάν ανάσα και, με τη βοήθεια των δυο του δακτύλων, εσφύριξε δυνατά, εξαποστέλλοντας από τη μια άκρη του Παζαριού στην άλλην το εγερτήριον σύνθημα:
– Έρχεται ο Γιεπ!
Και τότε από όλες τις προβολές των μαγαζιών και από τις πόρτες επρόβαλαν τα γελαστά κεφάλια των καλφάδων με τα μάτια κατακόκκινα από το μεσημεριάτικο ύπνο.
Κι επήγαιναν κι αυτοί έως τη μέση του Παζαριού κι ε-κοίταζαν πέρα στο κουλούρι του Ά Μηνά για να βεβαιωθούν αν πράγματι κατεβαίνει ο Γιεπ!
– O Γιεπ είναι!
– Να τος! φορεί την κάπα του, έλεγαν γελώντας.
– Να σε ιδώ τον Μάη με γούνα!
– Ακούστε τον, παιδιά! Το φτάρνισμά του έως εδώ ακούεται.
Και αληθινά πέρα από το κουλούρι του Άι Μηνά ακούσθηκε ο αντίλαλος ενός δυνατού φταρνίσματος.
– Γιέέέπ!
Και τότε όλο το παζάρι επανέλαβε:
– Γιέέέπ!
Και ο Γιεπ επλησίαζε· και πλησιάζοντας αργά, αργά, τρεμάμενος, εσταματούσε ρυθμικά σε κάθε τέταρτο βήμα, ετέντωνε το σώμα του όσο μπορούσε, ύστερα το έκαμπτε, το εστήριζε εις τη ροζασμένη μαγκούρα του και εξαπέ-στελλε ένα τρανταχτό, δυνατό, ανακουφιστικό.
– Γιέέέπ!
– E! γεράματα, ψιθυρίζει μόνος ο Γιεπ, όπως τον ονόμασε όλη η αγορά, λησμονώντας το πραγματικό του όνομα, το ξακουστό του λεβέντικο όνομα, που είχε γίνει άλλοτε το σύμβολον της παλικαριάς και του πατριωτισμού.
O Σπύρος ο Σφακισιάνος!
Ποιος το επρόφερε εις τα χείλη του και δεν παρεμέρισαν οι άνθρωποι με σεβασμό και ποιος τον φώναξε στις λαγκαδιές και δεν έτρεμαν τα πλάγια και τ’ αγρίμια! Μα εκείνο τον καιρό ήταν παλικάρι, που με τη γροθιά του εράγιζε τραπέζια κι εξαναγύριζε κάστρα. Εκείνο τον καιρό! Αχ! τι καλοί καιροί! Περνούσε χειμώνα – καλοκαίρι μ’ ένα μικρό ξεμανίκωτο κοντογούνι, ενώ τώρα! Ιούλιος μήνας και φορεί κάπα. Ε! τι να σου κάμει! Ογδοήντα χρονών γέρος. Γεράματα!
Και ως επισφράγισις αυτών των σκέψεων έρχεται ένα πιο δυνατό.
Γιέέέπ!
Και τότε όλοι οι καλφάδες και τα μαναβόπαιδα και οι καφετζήδες που είχαν παραταχθεί στη σειρά αριστερά, δεξιά του παζαριού, επανέλαβαν με γέλια.
– Γιέέέπ!
Μα ο γέρος προχωρεί εις τη μέση του παζαριού με το κατάλευκο πρόσωπο και τα θολά μάτια, τα τόσα θολά από τα χρόνια και τις αναμνήσεις, που φαίνεται σαν να μη νιώθει το θόρυβο που προκαλεί η εμφάνισή του. Προχωρεί αργά, ρυθμικά με τη μεγαλόπρεπη κορμοστασιά του και στέκει ανάμεσα σε τόσους χλευασμούς σαν την πανύψηλη λεύκα ανάμεσα σε πυκνό σύννεφο κουνουπιών. Κι εκείνοι αλαλάζουν, τραντάζουν γη και ουρανό με τις κοροϊδευτικές φωνές τους.
– Γιέέέπ! Γιέέέπ!
Και ο Γιεπ πάντα ατάραχος προχωρεί με το σταμνάκι στο χέρι, ξεκινά κάθε μέρα την ίδια πάντα ώρα, περνά τη Βρύση του Συρόπουλου και την Επάνω βρύση και φθάνοντας στην Κάτω γεμίζει το σταμνάκι του, πίνει με τις φούχτες του νερό, βρέχει το χιονισμένο μέτωπό του και επιστρέφει απ’ εκεί που ήλθε.
Από τον καιρό που έγειρε και ζει με την περασμένη ζωή, ποτέ δεν έπιε άλλο νερό, από το νερό που τρέχει στην Κάτω βρύση. Όχι γιατί πιστεύει πως είναι μαγικό ή ότι είναι το αθάνατο, που μ’ αυτό θα ξανανιώσει, μα επειδή βάζοντας τις φούχτες κάτω από την κάνουλα, αρχίζει να θυμάται το πρώτο του λεβέντικο κατόρθωμα.
***
Θυμάται, ναι! Ένα απόγευμα, ήταν δέκα οκτώ χρονών παλικάρι, ξεκίνησε για το χωριό τους Τσουκαλάδες. Έμενε ο πατέρας του εκεί πάντα, γιατί ήταν σέμπρος στ’ απέραντα κτήματα του Σιορ Τζώρτζη.
Όταν έφθασε στο μοναστήρι της Φανερωμένης, μπήκε να χαιρετίσει τον ηγούμενο και να προσκυνήσει τη Χάρη της.
Ύστερα κατέβηκε τα σκαλιά του περιβόλου κι εκάθησε εις ένα κοντρί στο χείλος του γκρεμού βλέποντας τον κάμπο κάτω, τη θάλασσα, τα βουνά της Πάργας, που εκείνη τη στιγμή, ανάμεσα στα ροδόχροα σύννεφα του δειλινού, έμοιαζαν με μαγικά βαθυγάλαζα τείχη που πίσω τους έκρυβαν κάποιον άλλο κόσμο, άγνωστο.
Αχ! πώς ήθελε ο Σπύρος Σφακισιάνος να ήταν πουλάκι να έφθανε πέρα εκεί. Να ιδεί τι κρύβουν τα βουνά εκείνα
πίσω τους. Μια νυχτερίδα που πέταξε, τον ξύπνησε από τους λογισμούς του και του θύμισε ότι ενύχτωσε πια και πρέπει να εξακολουθήσει το δρόμο του. Μα έπρεπε να πάρει τα σακούλια του από το μοναστήρι. Σηκώθηκε, ανέβηκε τη σκάλα του μοναστηριού, και τότε αντελήφθηκε ότι η βαριά του πόρτα είχε κλείσει. Κτύπησ’ εξανακτύπησε· ο καλόγηρος ύστερα από πολλήν ώρα πήγε κοντά στην πόρτα και, χωρίς ν’ ανοίξει, ερώτησε «ποιος είναι». Όταν ο Σπύρος ο Σφακισιάνος, του έδωσε να εννοήσει πως είναι αυτός, ο καλόγηρος του είπε:
– Βρε Σπύρο, τα σακούλια σου είναι σίγουρα εδώ· αύριο τα παίρνεις.
Εκείνο τον καιρό τρομοκρατούσε τα χωριά ο λήσταρχος Ντελμάρης και ο ηγούμενος της Φανερωμένης, συνετός γέρος, έκλεινε ενωρίς την πόρτα της Μονής, για να μην εισορμήσουν οι λησταί και τρομάξουν τους παραθερίζοντας εις τα κελιά. Για τον λόγο αυτό ο καλόγηρος εις τας επικλήσεις και τα παρακλητά του Σπύρου δεν έδωσε καμία προσοχή, αλλά απομακρύνθηκε ήσυχος, σαν άνθρωπος που εξετέλεσε πιστά το καθήκον του.
Και θυμάται ο Γιεπ! Θυμάται πως ο καλόγηρος και ο αυστηρός ηγούμενος έγιναν αφορμή να ξενυχτήσει έξω στα Πέντε Πηγάδια, επάνω σ’ ένα πλατάνι κι απ’ εκεί ν’ ακούσει όλο το σχέδιο που εκατάστρωνε ο τρομερός Ντελμάρης με τους τρεις συντρόφους του, για να πιάσει αιχμάλωτο τον αφέντη τον Σιόρ Τζώρτζη και να ζητήσει λύτρα πολλά. Και όταν ο ληστής εξαπέστειλε δυο του συντρόφους κάτω στη χώρα, ο Γιεπ κατόρθωσε να ξεμπερδέψει τον ίδιο τον Ντελμάρη και τον σύντροφό του, που εφύλαγαν καραούλι κάτω στη ρίζα του πλατανιού. Κι ύστερα επετάχθηκ’, εροβόλησε τα μονοπάτια, πηδώντας από πέτρα σε βράχο, έφθασε στην Άγια Κατερίνη κι εξαπολύθηκε στον κάμπο του Κουζούντελη. Και η ηχώ του Πάλα ξαφνίσθηκε από το λαχάνιασμά του και η ησυχία του Άι Μηνά εταράχθηκε από την τρεχάλα του παλικαριού, που έτρεχε σαν ξωτικό στο έρημο Παζάρι.
Και θυμάται ο Γιεπ που δεν εστάθηκε ούτε στιγμή να ξανασάνει αν κι ένιωθε φωτιά σ’ όλο το κορμί, και το αίμα του τον έσφιγγε στο λαιμό σαν να ‘θελε να τον πνίξει. Μα όταν έφθασε στην Κάτω βρύση δεν βάσταξε πια, ώρμησε στο γάργαρο νερό, άπλωσε τις δυο του φούχτες κι εδροσίσθηκε απαράλλακτα όπως δροσίζεται τώρα. Και, το νερό που έπιε του έδωσε τόση δύναμη, που σαν θεριό χύμηξε στο μόνιππο του Σιορ Τζιώρτζη που τον έφερε καλπάζοντας, εν μέσω των δύο ληστών, για να προφθάσει τον θανάσιμα πληγωμένο γιο του, όπως του είπαν οι λησταί.
Από τότε έγινε το θρυλικό παλικάρι του νησιού. Πολλά διηγούνται οι νησιώτες για την τόλμη και την παλικαριά του.
Λένε πως και άλλη φορά, στην Ιταλία, έσωσε τη ζωή του Σιορ Τζώρτζη με μεγάλο κίνδυνο δικό του. Αυτή τη φορά τον έσωσε από τους Καρβοναρέους που σκότωναν κάθε άνθρωπο που δεν ζητωκραύγαζε «viva una Italia». Κι έλεγαν οι νησιώτες πως κατόρθωσε να πάρει στους ώμους τον αφέντη και, οπισθοχωρώντας με τη βοήθεια του ροπάλου του, αυτού που τον στηρίζει τώρα, να φθάσει στο ξενοδοχείο Bella Venetia.
Και, όταν ήλθε εις το νησί, ενώθηκε με το κόμμα των ριζοσπαστών, που ηγωνίζετο ν’ αποτινάξει την αγγλική κυριαρχία. Πόσα διηγούνται ότι κατόρθωσε τον καιρό αυτό! Πολλές φορές έσωσε από τον κάβαλο-πιάνκο πολλούς δυστυχείς και συχνά ελευθέρωνε και τους συμπατριώτες του από τα σιδερένια κλουβιά όπου έκλεινε αυτούς η αγγλική αστυνομία. Μα όταν θέλησε ν’ αρπάσει από τα μαρτύρια της τυραννίας το μοναχογιό μιας χήρας, δέχθηκε τρομερή επίθεση από τις αγγλικές αρχές. O Σπύρος τότε αν και μόνος, αντέταξε με μόνη τη ροζώδη μαγκούρα του άμυναν, κατόρθωσε να διασκορπίσει τους κοντοτσαμπέλους, να φθάσει έως το Μαρκάτο και να χωθεί σ’ ένα μαγαζάκι, από το παράθυρο του οποίου επήδησε και ευρέθηκε κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Και ύστερα επήδησε κήπους και μποστάνια κι ευρέθηκε εις το σπίτι της μικρής του φίλης, της Ζαχαρούλας, στην Καινούργια Χώρα.
– Με κυνηγούνε, λέγει βιαστικά στην όμορφη γυναικούλα.
– Κρύψου από κάτω από το πατητήρι· του είπε μ’ ετοιμότητα εκείνη και συγχρόνως του έδειξε πελώριο πατητήρι που ήταν αναποδογυρισμένο στην αυλή.
Γύρω είχε απλωθεί το σκοτάδι της νύχτας που προχωρούσε· έτσι ο Σπύρος κατόρθωσε να κρυφθεί χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους ερχομένους με τρεχάλα και φωνές χωροφυλάκους.
Όταν πλησίασαν, άκουσαν την Ζαχαρούλα να φωνάζει σπαρακτικά:
– Ωχ! Τον κακούργο! Βοήθεια! Βοήθεια! Μ’ εσκότωσε ο παλιοσφακισιάνος!
Οι αστυνομικοί για μια στιγμή πίστεψαν πως μέσα είναι ο ηρωικός Σφακισιάνος και ώρμησαν όλοι στο σπιτάκι της
Ζαχαρούλας. Άναψαν ένα φανάρι, γιατί ήταν σκοτάδι, και τότε αντελήφθηκαν τη νεαρή γυναίκα ξαπλωμένη κάτω με αίματα στο πρόσωπο να φωνάζει:
– Πιάστε τον. Μ’ εσκότωσε! Γιατί δεν πήγαινα μαζί του. Να απ’ εκεί επήδησε.
Συγχρόνως έδειχνε ένα παράθυρο που έβλεπε στο αντίθετο μέρος της αυλής κατά τον Άι Αντώνη. Οι στρατιώτες, πιστεύοντας, όρμησαν προς εκεί, έψαχναν τις καλαμιές που φύτρωναν στ’ οπίσω μέρος του σπιτιού, και αφού δεν βρήκαν τίποτα, πήγαν πιο πέρα στον Άι Αντώνη κ’ ύστερα στον Μύλο του Χόρτη και πιο πέρα ακόμη. Σε λίγη ώρα βασίλευε γύρω απόλυτη σιγή. O Σπύρος τότ’ εβγήκε ψηλαφητά, μπήκε στο σπίτι της ηρωικής γυναικούλας, και, βλέποντας την πληγή που μόνη με τον σουγιά εχάραξε στο τρυφερό και χνουδάτο σαν το ροδάκινο πρόσωπό της, της είπε με σπαραγμό:
– Μα δεν λυπήθηκες τ’ όμορφο, σαν τριαντάφυλλο, πρόσωπό σου;
Κι εκείνη του απήντησε με πικρό από τον πόνο χαμόγελο:
– Αξίζει περισσότερο ένα τριαντάφυλλο από τον λεβέντη Σπύρο;
Μα έλα τώρα ας αφήσουμε τα λόγια. Οι Άγγλοι ίσως να γυρίσουν και τότε θα την έχουμε άσχημα και οι δυο.
– Τι θες να κάμω;
– Να φύγουμε!
Ο Σπύρος με τρελή χαρά την άρπαξε στην αγκαλιά του, την κρέμασε στο στήθος του φυλαχτό και χαϊμαλί και σαν λαφιασμένος έτρεχε στα σκοτάδια. Και σ’ όλο το δρόμο την έσφιγγε, την έσφιγγε θερμά κι όλο της εψιθύριζε:
– Σ’ εκέρδισα! Ευλογημένοι να είναι οι Άγγλοι και οι τυραννίες τους.
Κι εκείνη δεν μιλούσε. Μα εμιλούσαν τα ωραία της μαύρα μάτια, το πληγωμένο χλωμό, σαν μοσκέτα, πρόσω-πό της, τα κρινόλευκα χέρια της, που έσφιγγαν στοργικά το λαιμό του παλικαριού. Κι έτρεχε ο Σπύρος, έτρεχε μακριά, πηδούσε βράχους και φαράγγια, φέρνοντας σαν αρχαίος θεός το πολύτιμο λάφυρό του. Πώς θα ήθελε να φθάσει στο πιο ψηλό βουνό, στην κορυφή του Σκάρου και να φωνάξει δυνατά τόσο, που να τραντάξει τα πλάγια, τα βουνά και να πει σ’ όλο το ντουνιά!
– T’ ακούτε; Εκέρδισα τη Ζαχαρούλα, που ‘χει τα μαύρα μάτια και τα ξανθά μαλλιά!
Πόσον καιρό έκρυβε στην παλικαρίσια καρδιά του τον πόθο του για τη Ζαχαρούλα!
Όταν της εξομολογήθηκε τη φλογερή του αγάπη και της επρότεινε να φύγουν όπου μπορούν, εκείνη τον έκλεισε με το μικρό της χεράκι το στόμα, και του είπε με τόνο ικετευτικό:
– Μη μου λες τίποτε. Καλύτερα να μη ξεύρω. Τι θέλεις; Να κάμουν και οι πέτρες στόματα; Ότι εγώ μια παντρεμένη…
Παντρεμένη! H δόλια η κοπέλα! Παντρεμένη από δώδεκα χρονών κορίτσι, γιατί η μάνα της επίστευε, όπως όλο τότε το νησί, πως δώδεκα χρονών κορίτσι ή στον άνδρα ή στον Άδη, και την πάντρεψε μ’ ένα παλικάρι δεκαεννέα χρονών, που έφυγε μόλις ετελείωσε το μυστήριο του γάμου του, μ’ ένα βενετσιάνικο καράβι, για να κάμει την τύχη του και να μεγαλώσει εν τω μεταξύ η Ζαχαρούλα. Από τότε δεν εφάνηκε, και πάνε πια δέκα χρόνια. Μα η Ζαχαρούλα περιμένει με πίστη τον άνδρα που δεν είδε, ούτ’ εγνώρισε και ούτε θυμάται καλά καλά τι μάτια έχει. Μ’ αν δεν εγνώρισε τον άνδρα της, εγνώριζε όμως ότι ήταν παντρεμένη και ότι έπρεπε να δοθεί στον νόμιμον άντρα της άσπιλη, αγνή. Γι’ αυτό έκλεισε το στόμα του Σπύρου, όταν για δεύτερη φορά επεχείρησε να της μιλήσει.
– Όχι, δεν θ’ ακούσω. Είμαι παντρεμένη! Μείνε, αν θέλεις φίλος, αδελφός· αλλιώς μη ξανάρθεις.
Κι εκείνος εσώπασε, έκλεισε το στόμα του κι έμεινε αδελφός και φύλακας της αγνότητος. Μα κάπου κάπου στα ρομαντικά και σεληφώτιστα βράδια, καθισμένος στην αυλή της Ζαχαρούλας δεν βαστούσε και το ‘ριχνε στο τραγούδι.
«Σειούνται τα δέντρα, σειούνται,
σειούνται και τα κλαριά
σειέται και η Ζαχαρούλα
με τα ξανθά μαλλιά».
Και τη λέξη «Ζαχαρούλα» την έλεγε μέσα του κι εφώ-ναζε μόνο την κατάληξη -λα με πόνο και πάθος.
Και η Ζαχαρούλα επέμενε πάντα στην πίστη της, ακόμη και τον καιρό που ήλθε η επίσημη είδησις του θανάτου
του ανδρός της.
– Δεν παντρεύομαι πριν χρονιάσει ο άνδρας μου· έλεγε εις το Σπύρο που της επρότεινε γάμο.
Μα να που η τύχη την έρριψε εις την αγκαλιά του, και τώρα την κρατεί και τρέχει στα σκοτάδια σαν άνεμος, σαν
σίφουνας. Τα χαράματα έφθασε, ύστερα από ένα κουραστικό δρόμο, εις την απόκρυμνη κορυφή τ’ Άι Λια, απίθωσε την καλή του στο εκκλησάκι, λέγοντας για μυριοστή φορά:
– Ευλογημένοι οι Άγγλοι και οι τυραννίες τους!
Σε λίγο ο παπάς της Εγκλουβής τους εστεφάνωσε και ο τσοπάνος με τα πρόβατά του χρησίμευσαν για μάρτυρες. Και όταν ετέλειωσε το μυστήριον και η Ζαχαρούλα γίνηκε πια οριστικά κατάδική του, ο ατρόμητος λεβέντης όρμησε στο καμπαναριό πήρε με τρελή παιδική χαρά το γλωσσίδι της μικρής καμπάνας κι εσήμαν’, εσήμανε χαρμόσυνα.Και από την αιχμηρή κορυφή του Άι Λια διαδόθηκε εις το σύμπαν ότι ο Σπύρος ο Σφακισιάνος εκέρδισε τη Ζαχαρούλα.
– Mα η ευτυχία δεν τους συνόδεψε πολύ! Σκέπτεται ο γέρος με βουρκωμένο μάτι.
Ζωσμένοι στενά από την τυραννία, μόλις κατόρθωναν να ζουν με μερικά ξεροκαλαμπόκια που τις νύχτες ο Σπύρος εύρισκε εις τα χωράφια. Έτσι η Ζαχαρούλα έγερνε στην αγκαλιά του σαν μαραμένη μοσκίτσα. Και τη στιγμή που κατόρθωσε να φθάσουν στο μοναστήρι των Ασωμάτων να ζητήσει για την άρρωστη άσυλο, η Ζαχαρούλα, αχ! αλησμόνητη γυναίκα, έγειρε το κεφάλι σαν λουλούδι κομμένο από τη ρίζα του. Κι ο Σπύρος έπεσ’ επάνω της σαν τρελός, κι επροσπαθούσε να τη φέρει πίσω κοντά του στον ήλιο και στη ζωή. Πολλές ώρες έμεινε απάνω στο αγαπημένο νεκρό σώμα. Μα οι καλόγηροι του θύμισαν πως πρέπει να την παραδώσει εις την εκκλησία για να διαβασθεί και να ταφεί. Τότε ο δύστυχος με θρήνους και δάκρυα, μόνος, την νε-κροστόλισε, ξάπλωσε εις το στήθος της τα μακριά μαλλιά της, την τύλιξε με την χονδρή κάπα του για να μην ακουμπά τ’ όμορφό της σώμα στο κρύο χώμα και την παρέδωσε εις την εκκλησιά.
Αχ! αλησμόνητη πικρή ημέρα! Πως ήθελε τότε να πέσει να κοιμηθεί για πάντα κι εκείνος μαζί της τον αιώνιον ύπνο!
Τη στιγμή όμως που διάβαζαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, σαν οπτασία είδε ορθή εμπρός του τη Ζαχαρούλα κι
ενόμισε πως άκουσε να του λέει παρακαλεστά:
– Ζήσε κι εκδικήσου!
Κι έζησε για να εκδικηθεί! Κι έβγήκε εις το κλαρί, κι εμάζεψε αντάρτες κι εγίνηκε αυτός και οι σύντροφοί του το προσκύνημα των πτωχών και αδυνάτων. Και εκατέβηκε από τα βουνά με όλο το ανταρτικό του σώμα, όταν ήλθε εις το νησί ο Γλάδστων, έχοντας για λάβαρο ένα τεράστιο δάφνινο στεφάνι δεμένο με μαύρη ταινία, ως ένδειξη του πένθους του. Και θυμάται ο Γιεπ, που αυτός πρώτος εφώναξε:
– Ζήτω ο Γλάδστων! Ζήτω η ένωσις! Κι αυτός πρώτος ύστερα απ’ ολίγο καιρόν, ύψωσε εις τας επάλξεις του Φρουρίου τη Γαλανόλευκη.
Αυτά θυμάται ο γέρος που διαβαίνει κάθε μεσημέρι πηγαίνοντας να πάρει από την Κάτω βρύση νερό.
Και ο Γιούργας, ο παραγιός του Μαστραντώνη σφυρίζει ξεσφυρίζει, μαζεύει όλον τον κόσμο, να ιδεί το γέρο με την ψηλή σαν λεύκα κορμοστασιά του, και τα θολά από τις αναμνήσεις μάτια του.
Και Γιέέέπ! φτερνίζεται εκείνος σε κάθε τέταρτο βήμα του.
– Γιέέέπ! επαναλαμβάνουν όλοι εν χορώ με γέλια και
χαχανίσματα.
Και ο Μαστραντώνης της Τριμπύλαινας, ένας κοντα-κιανός ανθρωπάκος, θέλησε να προσελκύσει την προσοχή του υπερήφανου γέρου, που ατάραχος περνά σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Γλίστρησε ανάμεσα από τον άλλο κόσμο, πλησίασε το γέρο με το σταμνί και θέλησε να του το πάρει. Μα τότε εκείνος ξύπνησε, ξαναβρήκε πάλι τη νεανική του ορμή, τον έσπρωξε μακρυά, πολύ μακρυά.
– Εμένα, ρε; του λέγει με θυμό, Θα εγγίξεις εσύ; εμένα; Που, αν κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι, σε στέλνω στ’ αστέρια. Άντε να βοσκήσεις γίδια ρε Πρεζούλια!
Και τότε τα γέλια του όχλου και οι γιουχαϊσμοί εστράφηκαν κατά του Μαστραντώνη.
– Πρεζούλια! φώναξαν ε! ε! ε! Πρεζούλια! Μα το καταραμένο φτέρνισμα ήλθε πάλιν. Γιέέέπ! Και τότε ο ονομασθείς για το μικρό του σώματος του Πρεζούλιας, έδωσε το σύνθημα του αλαλαγμού και της επιθέσεως.
Ένας τραβούσε τη φλοκάτη, άλλος το σταμνί, και τα μαναβόπαιδα και τα καλφόπαιδα τη μαγκούρα του. Και τότε ο γέρος, πικραμένος για την επίθεση, άρχισε να τρέχει, προς την αντίθετη διεύθυνση του Παζαριού. Κι εκείνοι με φωνές και γιουχαϊσμούς τον συνόδευσαν ως πέρα στην πλακόστρωτη Πλατεία και πιο πέρα ακόμη, στη Ντουγάνα. Και όταν τον είδαν να τρέχει πιλάλα προς το Κάστρο, σταμάτησαν λέγοντας:
– Αφήστε τον πάει να πάρει αέρα!
O γερασμένος λεβέντης έρριψε μια ματιά πίσω του, και, καθώς είδε να φεύγουν εφώναξε με παράπονο:
– Ρε τα παλικάρια! Κουράσθηκαν από την παλικαριά! Και ύστερα προσθέτει με πίκρα:
Για σας; Για σας σκοτώθηκα σ’ όλη τη ζωή, για να σας ελευθερώσω εσάς; Για σας έχασα στα βουνά τη Ζαχαρούλα; Καλύτερα να μη σας βλέπω!
Και όρμησε εμπρός, μπήκε στην Άγια Μαύρα, προσκύνησε, και με αργό βήμα ανέβηκε εις τας επάλξεις που εκυμάτιζε η σημαία. Έρριψε μια ματιά στο καταπράσινο νησί, που το φώτιζε εκείνη τη στιγμή η δύσις του ήλιου κι έκαμε σύγκριση της ομορφιάς που ‘χει η φύσις του με την αξία των ανθρώπων του.
– Κρίμα! εψιθύρισε, τέτοιο νησί να ‘χει τέτοιους ανθρώπους και τέτοιοι άνθρωποι να προστατεύονται με τη σημαία που έστησα εγώ!
Επλησίασε μ’ ευλάβεια στη σημαία, τη φίλησε και την κατέβασε λέγοντας:
– Εγώ σ’ ανέβασα, εγώ σε κατεβάζω· αυτοί να πάνε να βρούνε άλλην!
Την έβαλε εις τον κόρφο του κι ερίχθηκε από τις επάλξεις κάτω στη βαθιά θάλασσα, ψιθυρίζοντας: – Ζαχαρούλα έρχομαι!
Την άλλη μέρα οι ψαράδες στη Γύρα έσυραν μέσα στα δίχτυα των τον πνιγμένο γέρο, που στον κόρφο του κρυβόταν ακόμη το γαλάζιο πανί της σημαίας.
H είδησις δεν άργησε να διαδοθεί σε όλη την πόλη και, καθώς ήταν επόμενο, όλοι άρχισαν να συζητούν τι άνθρωπος ήταν ο πνιγμένος. Άρχισαν ν’ αριθμούν τα καλά που έκαμεν εις τον καιρό του, τις παλικαριές του και σιγά, σιγά ανέζησε πάλι με τις καλές αναμνήσεις και για πάντα ο ηρωικός, ο θρυλικός λεβέντης, ο Σπύρος ο Σφακισιάνος, ο πρόμαχος της ελευθερίας του νησιού. O Δήμαρχος και όλες οι αρχές αποφάσισαν να τον κη-δεύσουν με τιμές μεγάλες και να καταθέσουν στέφανο εις τη σωρό του επτανησιώτη ήρωος.
Κι έτσι η μικρή αδυναμία των γηρατειών του, το καταραμένο Γιέέέπ εξαφανίσθηκε, έσβησε από το δυνατό φως, που έρριψαν τα τόσα όμορφα έργα του.
***
Και τώρα στο Παζάρι, τα μαναβόπαιδα, οι καλφάδες, οι καφετζήδες προγκίζουν έναν άλλο, τον Πρεζούλια. Μα αυτός τα δέχεται, σκύβοντας το κεφάλι και χωρίς ελπίδα ότι κάποτε η ειρωνεία αυτή θα σβήσει γιατί ποτέ δεν έζησε ανώτερη ζωή, από τη ζωή ενός Πρεζούλια.