Εγώ, από μικρός γύριζα στα πανηγύρια…

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΘΡΥΛΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΑΚΗ ΚΑΡΝΑΒΑ

Γράφει ο:
Χριστόδουλος Κουβέλης

Εγώ, από μικρός γύριζα στα πανηγύρια, στη Μαχαιρά στο Ξηρόμερο το πανηγύρι ήταν του Άγιου Χριστόφορου στις 9 Μαΐου, την εποχή που φυτεύαμε τον καπνό στα χωράφια, εκείνη τη μέρα δεν δουλεύαμε, γιορτάζαμε, ψέναμε αρνί στο σπίτι όπως την Λαμπρή, έρχονταν και μουσαφιρέοι συγγενείς για το πανηγύρι, τα όργανα είχαν έρθει από την προηγούμενη μέρα από το απόγευμα, η λειτουργία γίνονταν στον παλιό Αϊ Χριστόφορο.

Έρχονταν και περιοδεύοντες τσιγγάνοι μουσικοί, ζυγιές, κλαρίνο ή ζουρνά και νταούλι, γύριζαν μέσα στο χωριό και παίζανε στα σπίτια στις αυλές, για το καλό, και στα καφενεία παίζανε, τους κέρναγαν κρασί, ούζο και γλυκά, ραβανί ξεροψημένη, τους πέταγαν και λεφτά στον αέρα, στα όργανα το βράδυ πήγαιναν παρέες συγγενείς, τα σόγια, ο άντρας η γυναίκα, τα παιδιά, οι θείοι, οι θείες, οι παππούδες, οι μεγαλύτεροι, και τα αρραβωνιασμένα, τα νιόπαντρα αν είχαν, οι γαμπροί και οι νύφες από τους παντρεμένους, όλοι μαζί σ’ ένα τραπέζι γλένταγαν, έπιναν μπύρα, και με τη σειρά οι παρέες σηκώνονταν για χορό, αν είχαν δώσει χαρτάκι για σειρά στο χορό, όταν άκουγαν από τα μεγάφωνα στα όργανα το όνομα του αρχηγού της παρέας τους, «σειρά για χορό έχει η παρέα του…».

Πρώτα χόρευαν οι γυναίκες και τα παιδιά, συρτά και καλαματιανά, και κάποιο τσάμικο, στην αρχή του χορού έριχναν στα όργανα λεφτά για να παίξουν και να χορέψουν το τραγούδι που ήθελαν ή στη μέση, ή στο τέλος του τραγουδιού, τα λεφτά τα έριχνε ο πατέρας για τη κόρη και το παιδί, ο άντρας για τη γυναίκα, κάθε χορευτής χόρευε δυο τραγούδια, ο άντρας ένα τσάμικο στην αρχή και δεύτερο ένα συρτό ή ένα καλαματιανό, ο χορός τους ήταν σοβαρός ευγενικός, λιτός, δωρικός, χωρίς περιττά και επιδείξεις, ο Ξηρομερίτης στο τσάμικο δεν έφερνε ούτε μισή στροφή, χόρευε με ολόκληρο το σώμα του, εσωτερίκευε τον ρυθμό του, και τον εξωτερίκευε με τις κινήσεις του σώματός του, με τα χέρια του, με το βλέμμα του, με την έκφραση του προσώπου του, το τραγούδι που διάλεγε να χορέψει τον έκφραζε, ταυτίζονταν μ’ αυτό, να δείξει την περηφάνια του, αυτό που ζητούσε η ψυχή του, οι γυναίκες έδειχναν στο χορό τη σεμνότητα και τη χάρη τους.

Ο Ήλιος, η Ιτιά, ο Σελήμπεης, η Παπαδιά, ο Αητός, το Ραστ ήταν τα τραγούδια που πιο συχνά ζήταγαν για χορό, στον Ήλιο για το γύρισμα του Ήλιου απάνω στα μέρη μας να τα ζεστάνει να καρπίσει ο τόπος και να λουλουδίσει η φύση όλη, την Ιτιά χόρευαν για τη λεβεντιά που πρέπει να’ χει ο άνθρωπος στο κορμί και στις πράξεις στα λόγια του, η Παπαδιά γιατί ήθελε επιδέξιο χορευτή να δείξει τη τέχνη και την φαντασία του, τον Αητό για την περηφάνια του ανθρώπου στα βάσανα και τους καημούς της ζωής, «ένας Αητός περήφανος καθόντανε στον Ήλιο και λιαζότανε», και το Ραστ μια τελετουργία χορού και μουσικής, να σχιστεί η καρδιά σου και να αλαφρύνει σαν πουλί να πετάξει στον όμορφο κόσμο και θάνατο να μην βάλει στο νου της, η μια παρέα σέβονταν την άλλη παρέα, δεν την προκαλούσε με πράξεις και με λόγια, φασαρίες δεν γίνονταν, και οι ξένοι που έρχονταν στο πανηγύρι από τα γύρω χωριά, αλλά και από πιο μακρινά, ήταν προσεκτικοί και σεβαστικοί να μην προσβάλουν.

Πάνω στο πατάρι, κατασκευή από ξύλα καδρόνια και ταύλες, ήταν τα όργανα, στην πρώτη σειρά ο κλαριντζής, ο τραγουδιστής, και οπωσδήποτε υπήρχε γυναίκα τραγουδίστρια, αλλά και μια τραγουδίστρια νεαρή όμορφη κοπέλα για τα ελαφριά, τα αλέγρα, τραγούδια, τα γρήγορα, αυτή ήταν όρθια, χόρευε και κουνιόνταν συνεχώς στον ρυθμό της μουσικής, χτυπώντας το ντέφι και σειόντας τα ζίλια στα χέρια της, στην πίσω σειρά ήταν οι άλλοι οργανοπαίκτες.

Από το πανηγύρι στη Μαχαιρά πέρασαν οι ξακουστοί Χαλκιάδες, ο Φώτης Χαλκιάς στο λαγούτο και το τραγούδι, άφταστος τραγουδιστής, ο Τάσος ο Χαλκιάς στο κλαρίνο, μεγάλος δεξιοτέχνης, ο Φουσκομπούκας στο κλαρίνο, πατέρας του Αριστείδη Μόσχου, ο Χαράλαμπος Μαργέλης από το Μεσολόγγι, ονομαστό κλαρίνο, μέχρι και η ξακουστή η τραγουδίστρια η Ρίτα η Αμπατζή ήρθε τη δεκαετία του 1930 με συνοδεία το κλαρίνο του Χαράλαμπου Μαργέλη, και ο μεγάλος ο Βασίλης ο Σαλέας με το κλαρίνο του, «ένας είναι ο Σαλέας στην Ελλάδα βρε παιδιά», ο Βασίλης ο Σούκας μεγάλος δεξιοτέχνης του κλαρίνου και ευγενικός άνθρωπος, αρχοντικός, κι αλλά κλαρίνα ήρθαν, ο Θύμιος ο Αριστόπουλος, ο πατέρας του Κώστα του Αριστόπουλου, αθώος αγαθός άνθρωπος, ήρθε και ο Βαρβάτος, ο Κώστας ο Κωνσταντίνου, ο Νίκος Καλαμπαλίκης, καλά παλιά κλαρίνα της περιοχής μας, ο Κολουκούρας στο βιολί, ο Θεοδωρόπουλος στο κλαρίνο, ο Χρήστος ο Κατσαμάκης καλό κλαρίνο δεξιοτέχνης, τα τελευταία εδώ χρόνια, πέρασαν και πολλοί τραγουδιστές, ο μεγάλος τραγουδιστής ο Τάκης ο Καρναβάς.

Αυτός στο χωριό έρχονταν από μικρό παιδί, είχε συγγενείς εδώ, ο Τάσος Καρναβάς που είχε ταβέρνα στο χωριό ήταν αδελφός του πατέρα του Γιώργου Καρναβά, ακόμη ήρθε η Τασία Βέρρα, η Γιούλα η Κοτρώτσου, σεμνή και όμορφη κοπέλα, επίσης ήρθε η Μαρίτσα Βαρβάτου, ο Νίκος Παπαγεωργίου από την Μαχαλά, η Μαρίτσα η Βλαχοδήμου και ο Νίκος ο Βλαχοδήμος, αδέλφια από την Λεπενού, η Βάσω Αθανασάκη, ανιψιά τους, η Μαρία Γιαννακά με καταγωγή από τη Μαχαιρά, ο Χρήστος ο Γερούκης, ο Δημήτρης ο Αποστόλου, αυτοί που έφερναν όργανα στο πανηγύρι ήταν ο Μπαρμπα Βασίλης ο Βετλάντζας [Κουβέλης], ο μπάρμπα Λιάς ο Κουτρουμάνος, ο Σταμάτης ο Παπαστάμος, ο Χαρίλαος ο Μποζώνης, ο Λευτέρης ο Κουβέλης, ο Σταύρος και ο Νίκος Μακρυπίδης, ο Νίκος και ο Γιάννης Κανατσούλας [Παπατρέχας], ο Χρήστος [Κίττας] Στράτος, ο Αντώνης Κανατσούλας [Παπατρέχας], ο Χρήστος Μπαρμπαρούσης, ο Κώστας Μπαρμπαρούσης.

Στα νεώτερα χρόνια ο Νίκος Κουβέλης Βετλάντζας, ο μπάρμπα Βασίλης ο Λιάμης, ο Στράτος, ο Παπατρέχας Κανατζούλας, ο Νέστορας Μπαρμπαρούσης, ο Μπάμπης ο Παπαχαραλάμπους, ο Λάκιας ο Λιάμης,

Κατά μαρτυρία την δεκαετία του 1950 στο καφενείο του Σταμάτη Παπαστάμου έρχονταν και έπαιζε κλαρίνο στο μαγαζί ο Γιάννης ο Βασιλόπουλος, νεαρός τότε, που έμενε στη Μαχαιρά σε καταυλισμό τσιγγάνων, «ένα ευγενικό μετρημένο παιδί», είχαν τις σκηνές τους εκεί στον «μύλο του Λιάμη», τον συνόδευε στο τραγούδι ο Λιάς ο Τσαπαρέλης, ο καραγκιοζοπαίχτης από την Μαχαιρά.

Και στη Μαχαιρά σε σκηνές τσατούρια τσιγγάνων έζησε και μεγάλωσε ο Βασίλης ο Σαλέας, το πιο μεγάλο κλαρίνο που βγήκε στην Ελλάδα ποτέ, άφθαστος δεξιοτέχνης, μάγος του κλαρίνου, λένε πως σ’ ένα πανηγύρι του Αγίου Χριστοφόρου είχε φέρει ο Λιάς ο Κουτρουμάνος τον Βασίλη τον Σαλέα κι όταν σηκώθηκε η Μαρώτσο [της Βαρβάρας Βότση] ένα άτυχο ταπεινό πλάσμα, τότε ο Σαλέας έσπασε το κλαρίνο, χίλια κομμάτια το’ κάνε, τόσο λιανά και γλυκά έπαιζε, όλα τα ντέρτια κι όλους τους καημούς αλλά κι όλες τις χαρές της φτωχολογιάς και του κόσμου του ντουνιά έπαιξε, κι ακούστηκαν, γιατί ο Σαλέας με τους Βοτσέους είχε μεγαλώσει στο χωριό από μικρό παιδί μέσα στη φτώχεια και την αξιοπρέπεια, ίσως πιο τσιγγάνικα, πιο ελληνικά, πιο ανθρώπινα να μην έπαιξε ποτέ το κλαρίνο του Σαλέα από εκείνο το χορό της Μαρώτσος τότε, το κλαρίνο τσάκισε σε χίλια κομμάτια ήχων, έκλαψε τινάχτηκε η μαγεία του ήχου, ράγισε η καρδιά κι ενώθηκε με το χορό του ταπεινού πλάσματος.

Τα όργανα τα έβαζαν να παίξουν στα καφενεία μέσα ή αν ήταν καλός καιρός έξω, αν δεν έβρεχε και δεν έκανε κρύο, μπροστά από το μαγαζί, και χόρευαν στο δρόμο, τότε δεν περνούσαν αυτοκίνητα από τον δρόμο, ήταν ελάχιστα, άρχιζαν να παίζουν αποβραδίς μέχρι την ανατολή του ηλίου, την άλλη μέρα, κι ακόμα πιο πολύ.

Έγιναν πανηγύρια εκτός από τα καφενεία και αλλού, στη αποθήκη κάτω στο μεγάλο σπίτι των Μακρέων, εκεί σ’ ένα πανηγύρι ο Τάκης ο Νασούλας Κουβέλης σέρνει τον χορό από πολλά άτομα και τον βγάζει έξω στο δρόμο και μετά πάλι να μπαίνει μέσα χορεύοντας ασταμάτητα κι αστειεύοντας, και τον δάσκαλο τον Μάκια Παπατρέχα, μερακλή χορευτή, να χορεύει τη Γενοβέφα, και τον Παπαξάρχη Στράτο, παπά λεβέντη μερακλή χορευτή, να χορεύει και να πειράζει την όμορφη πεταχτούλα τραγουδίστρια σεμνά άσεμνα με το ντέφι και τα ζίλια, χαρά να τον βλέπεις [ο Παπαξάρχης κατάγονταν από την Μαχαιρά κι ήταν πολλά χρόνια παπάς στη Παπαδάτου κι ακόμα εκεί πίνουν νερό στ’ όνομα του].

Έγιναν πανηγύρια στον κήπο του Γιώργου και Νίκου Καρελάκη, στον κήπο του μπάρμπα Σπύρου του Γκόλφη, στα μαγαζιά, στη πλατεία του χωριού, στην πλατεία της εκκλησίας, στο οικόπεδο του Κώστα Χασάπη, πολλά αυτά, που ήταν το πανηγύρι στο χωριό, αυτά που γίνονταν και τα αισθήματα και οι χαρές, γιόρταζε το χωριό, να φύγει να εξοριστεί το Κακό, και να σηκωθεί ν’ αναστηθεί το Καλό και να κυριέψει η Χαρά, και η Αφθονία στη Γη, και στις καρδιές των ανθρώπων, η ζεστασιά και η απλότητα.

Εγώ, από μικρός γύριζα στα πανηγύρια, να βλέπω τους ανθρώπους να γλεντούν να χορεύουν να’ ναι χαρούμενοι.

Όλα τα μεγάλα καλά κλαρίνα βγήκαν από την Αιτωλοακαρνανία και ξεκινάμε, στην αρχή, τον περασμένο αιώνα, ήταν ο Νικόλαος Σουλεϊμάνης στο Μεσολόγγι, πατριάρχης του κλαρίνου στην Ελλάδα, ο Χαράλαμπος Μαργέλης, ο Φουσκομπούκας, ο Βασίλης Σαλέας, ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Βαγγέλης Κοκκώνης, ο Κώστας Αριστόπουλος, ο Παναγιώτης Πλαστήρας, ο Χρήστος Κατσαμάκης, ο Νεκτάριος Κοκκώνης, ο Πάνος Κοτρώτσος, κι από εδώ βγήκε ο Τάκης Καρναβάς από την Κανδήλα Ξηρομέρου.

Πηγή: ΞΗΡΟΜΕΡΟNEWS (εδώ θα βρείτε ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Τάκη Καρναβά για τα 12 χρόνια από το θάνατό του)

(Πηγή: www.kolivas.de)