Το περιφρονημένο φρούτο
Άρθρο του Νίκου Σαραντάκου
Προχτές στη λαϊκή είχαν φέρει ωραία, μεγάλα μούσμουλα Κορινθίας, ακριβούτσικα μάλιστα -ίσως δεν είναι ακόμα εντελώς η εποχή τους. Οπότε, σκέφτηκα να γράψω γι’ αυτό το περιφρονημένο φρούτο -μεταξύ άλλων για να δω αν όντως είναι περιφρονημένο. Διότι σκεφτόμουν πως αν κάναμε, στο ιστολόγιο, δημοψήφισμα για το λιγότερο αγαπημένο φρούτο, το μούσμουλο έχει σοβαρή πιθανότητα να βρεθεί σε μια από τις πρώτες, δηλαδή τις τελευταίες, θέσεις. Μπορεί όμως να πέφτω έξω.
Είναι βέβαια αρωματικό, δροσερό και νόστιμο το μούσμουλο, αλλά έτσι όπως έχει πολλά και υπερμεγέθη κουκούτσια και σχετικά λιγοστή, φτενή σάρκα, δεν βρίσκεται στις πρώτες μου αγάπες, όσο κι αν είναι πολύ ωραίο το θέαμα της φορτωμένης με καρπούς μουσμουλιάς, προς το τέλος της άνοιξης. Οι σημερινές μουσμουλιές ανήκουν στην μεσπιλέα την ιαπωνική, που ήρθε στα μέρη μας τον 19ο αιώνα, και όχι στην παλαιότερη μεσπιλέα τη γερμανική, που παρά το βοτανικό της όνομα είναι αυτοφυής της Μικράς Ασίας και πρέπει να ήρθε στα μέρη μας την κλασική εποχή· τότε λεγόταν, και λέγεται στην καθαρεύουσα, μεσπιλέα, αν και κάποια αρχαία ποικιλία ήταν η αμαμηλίς ή επιμηλίς. Για να μη μπερδευόμαστε, την παλιότερη ποικιλία θα την αναφέρω ως «μέσπιλα» και «μεσπιλιά» το αντίστοιχο δέντρο, αλλά να έχετε υπόψη ότι αυτή τη διάκριση τώρα τη σκέφτηκα, δεν εφαρμόζεται από άλλους.
Τα μέσπιλα δεν τα είχαν και σε πολύ μεγάλη εκτίμηση οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, πάντως σημειώνουν τις στυπτικές τους ιδιότητες. Δεν τους αδικώ, διότι το μέσπιλο της αρχαιότητας ήταν σκληρό και στυφό, σχεδόν δεν τρωγόταν, παρά μόνο υπερώριμο. Τα μούσμουλα που τρώμε σήμερα είναι της νεότερης ποικιλίας, της ιαπωνικής, που υποκατέστησε την παλιότερη σχεδόν παντού. Οι δυο τύποι έχουν και εμφανισιακά μεγάλη διαφορά, αφού το μέσπιλο είναι στρογγυλό με πλατιά σέπαλα στην ουρά του, όχι ωοειδές.
Η διάκριση ανάμεσα σε μούσμουλο και μέσπιλο είναι εμφανής μόνο στην αγγλική γλώσσα, αφού το μέσπιλο λέγεται medlar, ενώ τον νεότερο καρπό, το μούσμουλο, το λένε loquat, όνομα κινεζικής αρχής, που έχει το ίδιο δεύτερο συνθετικό με το κουμ-κουάτ. Πάντως, ακόμα και στα αγγλικά η διάκριση συχνά δεν τηρείται –πάρα πολλές φορές, θα δείτε να αποκαλούν medlar τα μούσμουλα, και στα λεξικά. Στις περισσότερες άλλες γλώσσες, υπάρχει μία λέξη και για τις δύο ποικιλίες, οπότε πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όλες οι αναφορές που διαβάζουμε σε ευρωπαϊκά συμφραζόμενα έως περίπου το1900 περίπου αφορούν το παλαιότερο είδος, ενώ μετά το 1900 το νεότερο είδος.
Η λέξη μέσπιλον της αρχαίας είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πέρασε στα λατινικά ως mespilum και από εκεί διαδόθηκε στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, ωστόσο με πολλές παραφθορές σε σημείο που να είναι σχεδόν αγνώριστη. Στα γαλλικά το μούσμουλο (και το μέσπιλο) λέγεται nèfle, αλλά υπήρξαν και πολλές άλλες παραλλαγές, και από μια παλαιογαλλική παραλλαγή, medler, προέκυψε η σημερινή αγγλική λέξη, medlar. Αντίθετα, στα τούρκικα, το μούσμουλο λέγεται musmula, ολοφάνερο δάνειο από τα ελληνικά (δανείστηκαν τον πληθυντικό αριθμό, αλλά το musmula είναι ενικός!) και η ίδια λέξη έχει περάσει στα ρώσικα και στα σερβοκροάτικα.
Το μέσπιλον έγινε μέσπουλον και μούσπουλον στα μεσαιωνικά χρόνια. (Στον Πωρικολόγο ο Μούσπουλος είναι ένας από τους γραμματικούς). Η τροπή από το π στο σημερινό μ οφείλεται σε αφομοίωση, αν και ο Ψυχάρης υποστήριξε ότι μεσολάβησε δανεισμός και αντιδανεισμός από τα τουρκικά, δηλαδή ότι η λέξη «μούσμουλο» είναι αντιδάνειο. Αυτό δεν φαίνεται πολύ πιθανό, ωστόσο άλλες ελληνικές ονομασίες του μούσμουλου είναι σίγουρα αντιδάνεια. Από το ιταλικό nespola, στα Εφτάνησα ακούγονται τύποι όπως «η μέσπολα» (Κεφαλονιά), «νέσπολα» σε Παξούς και Κέρκυρα, ενώ στην Κρήτη, που κι αυτή γνώρισε Ενετοκρατία, έχουμε τον τύπο «οι δέσπολες». Αν υπάρχουν άλλες τοπικές παραλλαγές της ονομασίας του μούσμουλου, θα σας παρακαλούσα να τις αναφέρετε.
Στα τούρκικα τα μούσμουλα λέγονται και Malta erigi (μαλτέζικα δαμάσκηνα, κατά λέξη) ενώ στην Κύπρο λέγονται (ή λέγονταν) μέσπιλα, μόσφιλα αλλά και πολεμίδια ή πομηλίδια (υπάρχει και χωριό Πολεμίδια). Αυτά τα πολεμίδια δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο, αλλά εικάζω πως είναι εξέλιξη του αρχαίου «επιμηλίδες».
Σχετικά με το μέσπιλο, το medlar, υπάρχει ένα αρκετά γνωστό άσεμνο απόσπασμα στο “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” του Σέξπιρ:
If love be blind, love cannot hit the mark.
Now will he sit under a medlar tree,
And wish his mistress were that kind of fruit
As maids call medlars, when they laugh alone.
O Romeo, that she were, O that she were
An open-arse, thou a pop’rin pear!
Στα αγγλικά της εποχής, medlar ήταν vulgarism for female genitalia, αλλά και τα μούσμουλα τα αποκαλούσαν, λόγω του σχήματός τους, open-arse.
Ο Μπελιές μεταφράζει χωρίς περιστροφές και με πολύ καλό αποτέλεσμα [δεν παραθέτουμε το απόσπασμα, λόγω του…ασέμνου], ενώ ο Ρώτας, αναγκασμένος λόγω εποχής σε μεγαλύτερη σεμνότητα, αποφεύγει τις κακοτοπιές:
Αν είν’ ο Έρωτας στραβός, ο Έρωτας δε βρίσκει
τον στόχο. Να, θα κάτσει κάτω από μια μουσμουλιά
και θα παρακαλιέται να ’τανε η καλή του
φρούτο, από κείνα που τα λένε μούσμουλα οι κοπέλες
όταν γελάνε μεταξύ τους. –Ε, Ρωμαίο,
να ’ταν, ω να ’τανε το φρούτο μες στο στόμα
κι ας ήτανε κι αχλάδι παραγινωμένο.
(Μετ.: Βασίλη Ρώτα)
Βέβαια, τον προπερασμένο αιώνα, ο Άγγ. Βλάχος είναι ακόμα σεμνότερος:
Αν τυφλός
ο έρως είνε, θ’ αστοχήση του σκοπού.
Τώρα υπό μηλέαν που θά κάθηται,
της ερωμένης του ονειρευόμενος
τα μήλα.
Ας περάσουμε τώρα στα δικά μας φρασεολογικά. Μια παλιά έκφραση με τα μούσμουλα, είναι η «έφαγε τα μούσμουλα» ή «έφαγε τα μούσμουλα ξινά», που λεγόταν για ερωτευμένο που δεν βρήκε ανταπόκριση, εντελώς αντίστοιχη με τη σημερινή «έφαγε τη χυλόπιτα». Την έκφραση την έχω αποδελτιώσει στον Φιάκα του Μισιτζή, θεατρικό έργο του 19ου αιώνα, οπότε είναι πιθανό να αναφέρεται στα μέσπιλα, που ήταν πολύ πιο ξινά από τον σημερινά μούσμουλα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό για τα μούσμουλα είναι ότι ακόμα κι αν πάτε στο πιο πλούσιο και πολυποίκιλα εφοδιασμένο παγωτατζίδικο, μου φαίνεται πως δεν θα βρείτε παγωτό με γεύση μούσμουλο· όπως επίσης δεν θα βρείτε χυμό μούσμουλο, ούτε μαρμελάδα μούσμουλο ή γλυκό κουταλιού, τουλάχιστον στο εμπόριο· είναι φρούτο χωρίς παράγωγο προϊόν. Μόνο το μουσμουλί χρώμα έχει τη δική του λέξη, αλλά κι αυτήν δεν θα τη βρείτε στα λεξικά, παρά μονάχα στο ρεμπέτικο τραγούδι για το Ερηνάκι με το μουσμουλί γοβάκι, που έχει τρελάνει τον μερακλή του τραγουδιού, γιατί εκείνος του μιλάει μα αυτή δεν μιλιέται, σκάει απ’ τα γέλια κι όλο κουνιέται. Και φοράει και γοβάκι που δεν το έχουν τα λεξικά, η αφιλότιμη!
(Ο Νίκος Σαραντάκος έχει πτυχίο Χημικού Μηχανικού από το ΕΜΠ καθώς και Αγγλικής Φιλολογίας. Εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζει στο Λουξεμβούργο. Είναι επίσης συγγραφέας και αρθρογράφος ενώ διατηρεί και ένα από τα πιο δημοφιλή γλωσσολογικά μπλογκ, το www.sarantakos.wordpress.gr)