Το σύκο που ήρθε από αλλού
Άρθρο του Νίκου Σαραντάκου
Καιρό τώρα είχα σκοπό να γράψω για τα φραγκόσυκα –το είχα υποσχεθεί κιόλας παλιότερα- αλλά κάτι το ένα, κάτι το άλλο, το ανέβαλλα. Μέχρι που τις προάλλες, στη συζήτηση του άρθρου για το κυδώνι, έγιναν αρκετά ωραία σχόλια για τα φραγκόσυκα, που θα ήταν κρίμα να μένουν σε ξένο σπίτι.
Οπότε, θα μιλήσουμε για τα φραγκόσυκα. Εγώ τα φραγκόσυκα τα αγαπώ όχι για τη γεύση τους ή τη δροσιά τους, αλλά επειδή μου θυμίζουν τον παππού μου. Σαν ήμουνα μικρός πέρασα μερικά ευτυχισμένα καλοκαίρια μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, όχι στο χωριό –δεν είχαμε– αλλά στο Ξυλόκαστρο και στο Τολό, όπου παραθέριζαν ο παππούς με τη γιαγιά (παρένθεση γλωσσική: τέλεια και τρισχιλιετής η ελληνική, αλλά λέξη για το ζευγάρι δεν έχει, όπως άλλες γλώσσες, π.χ. grand-parents· θα πεις «παππούδες» και θ’ αδικήσεις τη γιαγιά). Λοιπόν, στο Τολό, όπου πήγαν επειδή τα νερά είναι πιο ζεστά λόγω του κλειστού κόλπου, και ο παππούς είχε δισκοπάθεια, αν ξέρετε, υπάρχει απέναντι στο χωριό ένα μικρό νησάκι, μ’ ένα εκκλησάκι πάνω του.
Το νησάκι αυτό ήταν (και πιθανότατα θα είναι ακόμα) γεμάτο φραγκοσυκιές. Οπότε, κάθε τόσο, ο παππούς, που ήτανε Μανιάτης στην καταγωγή (ή ‘την καταγωγή’, αν επιμένετε), μ’ έπαιρνε και πηγαίναμε στο νησάκι για φραγκόσυκα. Παίρναμε τον βαρκάρη, που γυρόφερνε με τη βάρκα του εκεί πιο πέρα, φωνάζοντας «Ίζολα, ίζολα μπέλα» για να μαζέψει τουρίστες για βόλτα στο νησάκι, και πηγαίναμε στο νησί. Τότε ο παππούς μάζευε τα φραγκόσυκα ως εξής: διάλεγε ένα μισοξεραμένο φύλλο φραγκοσυκιάς, κι όταν λέω φύλλο εννοώ τα πλατύτατα εκείνα κλαδόφυλλα, τα μεγάλα, που είναι σαν ρακέτες, ένα τέτοιο λοιπόν φύλλο που είχε πέσει καταγής μισοξεραμένο και του είχαν φύγει τα πολλά αγκάθια, το καθάριζε ίσως λίγο με το σουγιά του και μετά, χρησιμοποιώντας αυτό το φύλλο σαν γάντι έπιανε ένα-ένα φραγκόσυκο, το έκοβε με το άλλο χέρι και το έριχνε στον κουβά ή στη σακούλα που είχε μαζί του. Όταν γέμιζε η σακούλα, φεύγαμε. Στον γυρισμό, κρατούσε τη σακούλα με το χέρι έξω από τη βάρκα, έτσι που να βρίσκεται μέσα στο νερό, και με τον τρόπο αυτό έφευγαν τα μικρά αγκαθάκια και ταυτόχρονα δροσέρευε λίγο το φρούτο, οπότε φτάνοντας στη στεριά καθάριζε ένα-δυο και τα τρώγαμε, σαν άμεση επιβράβευση, αν και τα πολλά τα βάζαμε στο ψυγείο.
Κάποτε τύχαινε, έτσι που τα φέρναμε, καθώς λάμπαν βρεμένα στον ήλιο, κάποιος βόρειος τουρίστας που δεν τα ήξερε, ν’ απλώσει χέρι να τα περιεργαστεί –μια φορά, ένας Γερμανός έφερε το λαχταριστό φρούτο στο στόμα του και υποψιάζομαι πως ο παππούς επίτηδες καθυστέρησε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου να τον σταματήσει, τόσο ώστε να αγκυλωθεί, αλλά πολύ λίγο. Και ύστερα οι παρόντες στο περιστατικό άρχισαν να λένε ιστορίες για τους Γερμανούς της Κατοχής, που άμαθοι χλαπάκιαζαν ό,τι ακατάλληλο προς βρώση έβρισκαν στη φύση, ορνούς (σερνικά σύκα), ίσως και φραγκόσυκα, αλλά τότε δεν μπορούσες να γελάσεις.
Διότι, ο παππούς, καθό Μανιάτης, ήταν εξοικειωμένος με τα φραγκόσυκα από τα γεννοφάσκια του, μια και στη Μάνη το φραγκόσυκο δεν είναι για νοστιμιά αλλά παίζει ρόλο στο διαιτολόγιο. Όπως λέει κι ο λαϊκός ποιητής,
Και μέσα Μάνη λέγονται και είναι όλ’ αράδα
ορτύκια και φραγκόσυκα η πρώτη τους εντράδα
Νερό δε βγαίνει πούπετα σ’ όλη τη μέσα Μάνη
καρπό, κουκία μοναχά και ξηροκρίθι κάνει.
Τόσο αρμονικά που δένει η φραγκοσυκιά με το ξερό, βραχώδες ελληνικό τοπίο της Μάνης ή των Κυκλάδων, θα έλεγες πως βρίσκεται εκεί απ’ την αρχή του χρόνου –όχι όμως. Αυτό το σύκο, ήρθε απ’ αλλού, από πολύ μακριά.
Διότι βέβαια η φραγκοσυκιά δεν είναι φυτό του παλαιού κόσμου· γεννήθηκε στο Μεξικό, και είναι, μπορούμε να πούμε, το εθνικό φυτό του Μεξικού, τόσο που απεικονίζεται στη σημαία τους. Σύμφωνα με τον μύθο, οι θεοί είπαν στους Αζτέκους να χτίσουν την πρωτεύουσά τους εκεί που θα δουν έναν αετό να σκοτώνει ένα φίδι, καθισμένος πάνω σε μια φραγκοσυκιά (νοπάλ τη λένε) –έτυχε να είναι πάνω σ’ ένα βράχο σ’ ένα νησί μέσα σε λίμνη (αν προσέξετε τον θυρεό της σημαίας, τα δείχνει όλα αυτά) κι εκεί χτίσαν το Τενοχτιτλάν, που βρίσκω πως θα πει «φραγκόσυκο πάνω στο βράχο» (στη γλώσσα Ναχουάτλ, το φραγκόσυκο λέγεται νόχτλι), που σήμερα είναι η πόλη του Μεξικού. Τρισχιλιετές είναι δηλαδή και το φραγκόσυκο, αλλά αλλού.
Γράφει μια φίλη του ιστολογίου που μένει στο Μεξικό: Η περιοχή που μένω έχει ως κύριο προϊόν τα φραγκόσυκα. Τα κόβουν κατευθείαν με μαχαίρι μεγάλο κι από κάτω κουτί. Φοράνε πάντα γάντια κηπουρικής. Για το καθάρισμα, τα πιάνουμε με πιρούνι, τα βάζουμε πάνω σε ξύλο ή πιάτο, κόβουμε τις άκρες με το μαχαίρι, τα χαράζουμε και τα… ξετυλίγουμε. Έτοιμο, χωρίς φλούδα. Το τρώμε. Νοστιμότατο.
Υπάρχουν τρεις ποικιλίες: τα πράσινο/κίτρινα, ελαφρώς ξινά, τα πορτοκαλί ή κόκκινα που είναι τα πιο γλυκά και ζουμερά και τα μωβ που είναι πιο μικρά και με περισσότερες ίνες.
Όταν είναι η εποχή τους (Αύγουστο-Σεπτέμβρη), τα πουλάνε καθαρισμένα στη λαϊκή, περίπου 80 λεπτά (€) τα δέκα/δώδεκα κομμάτια.
Επίσης, τρώγονται και τα φύλλα της φραγκοσυκιάς. Σε μεγάλα κομμάτια και αφού τους ξύσουν τα αγκάθια ψητά στα κάρβουνα, ή κομμένα κομματάκια, σωταρισμένα με φρέσκο κρεμμύδι, ντομάτα και κόλιαντρο για σαλάτα. Όπως και να τα ετοιμάζουν εμένα δε μ’ αρέσουν, επιπλέον έχουν πολλά σάλια, τρεις φορές όσα οι μπάμιες.
Μεξικάνικο λοιπόν δέντρο (κάκτος, δηλαδή) η φραγκοσυκιά, κι ας δένει τόσο αρμονικά με το μεσογειακό τοπίο ώστε να μην προδίδει την εξωτικότητά της (όπως άλλωστε κι η ντομάτα, για να μη μιλήσουμε για το κλαρίνο). Μόνο το όνομα, φραγκόσυκο, δηλώνει πως «αυτό το σύκο ήρθε απ’ αλλού». Και όχι μόνο στα ελληνικά· και σ’ άλλες γλώσσες, το όνομα του φραγκόσυκου δηλώνει ένα «ξενόφερτο σύκο». Στα γαλλικά το λένε figue de Barbarie, παναπεί σύκο από τη Μπαρμπαριά, που είναι περίπου η σημερινή Τυνησία –έπεσε πάνω σε κάτι μεγάλα αγκάθια τις προάλλες ο διχτάτορας ο Μπεναλί. Στα ιταλικά, fico d’India, παναπεί σύκο από τις Ινδίες, μια και Δυτικές Ινδίες τη λέγαν τότε την Αμερική. Στα αγγλικά δεν το λένε σύκο, ούτε ξενόφερτο το φραγκόσυκο, παρά το ονομάζουν prickly pear, παναπεί αγκαθερό αχλάδι. (Βρίσκω όμως και την παλιότερη ονομασία Indian fig). Στα τούρκικα υπάρχουν και οι τρεις ονομασίες, τουλάχιστο σύμφωνα με την τουρκική Βικιπαίδεια. Λέγεται Hint inciri (κατά λέξη ινδικό σύκο), dikenli inciri (αγκαθωτό σύκο) και frenk inciri (φράγκικο σύκο, απ’ όπου ίσως πήραμε κι εμείς το δικό μας φραγκόσυκο ή εκείνοι από εμάς). Στα αραβικά, το λένε σάμπρα, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Στα ισπανικά κράτησαν το μεξικάνικο όνομα, tuna.
Στα αγγλόφωνα μέρη βέβαια, τα φραγκόσυκα δεν είναι πολύ γνωστά· κι όταν φέραν τη φραγκοσυκιά στην Αυστραλία, για να χρησιμεύει για φράχτης, τόσο πολύ θέριεψε κι εξαπλώθηκε, μια και δεν έβρισκε φυσική αντίσταση, που σε χρόνο μηδέν είχε γεμίσει τον τόπο, και κάναν εισαγωγή ένα παράσιτο που τη σκοτώνει, το μόνο ίσως παράσιτο (εξαιρούνται οι πολιτικοί) που έχει αξιωθεί με δικό του άγαλμα προς τιμή των υπηρεσιών που προσέφερε στο έθνος.
Ομολογώ ότι δεν έχω βρει αναφορές στο φραγκόσυκο σε παροιμίες –θα υπάρχουν ίσως στο ανέκδοτο τμήμα του Πολίτη. Αν ξέρει κανείς, ας πει. Ούτε ξέρω αν υπάρχουν φραγκόσυκα σε τραγούδια. Ας μας φωτίσει η Μισιρλού ή όποιος άλλος. Βρίσκω έναν στίχο του Σουρή, που απλώς απαριθμεί φρούτα σ’ ένα κοφίνι:
Τα γεμίζει με μπουρνέλες, με καρπούζια, με πεπόνια
με φραγκόσυκα, με σύκα, πορτοκάλια και λεμόνια
Φραγκόσυκα είναι η κοινή ελληνική ονομασία, υπάρχουν όμως κι άλλες. Παυλόσυκα τα λένε στην Κέρκυρα (φτιάχνουν και λικέρ), αλλού αραπόσυκα (έτσι βρίσκω στον Γεννάδιο), φαραόσυκα (στις Κυκλάδες· ίσως από την Αίγυπτο, πάντως δεν μπορεί να είναι παραφθορά του κοινότερου φραγκόσυκου), παπουτσόσυκα (στην Κύπρο, λέει ο Γεννάδιος), ενώ τη φραγκοσυκιά τη λένε, λέει, μπαρμπαροσυκιά στην Κεφαλονιά. Αν ξέρετε άλλη τοπική ονομασία, του δέντρου ή του καρπού, παρακαλώ να την αναφέρετε.
Το επιστημονικό όνομα πάντως είναι Οπουντία. Και έτσι την ονόμασε ο Λινναίος. Και βέβαια, Οπουντία Λοκρίδα ήταν στην αρχαιότητα η περιοχή που συμπίπτει με την πρώην επαρχία Λοκρίδος του πρώην νομού Φθιώτιδος, με πρωτεύουσα τη σημερινή Αταλάντη. Το ότι δόθηκε ντόπιο όνομα σε εξωτικό φυτό δεν παραξενεύει επειδή έχει ξανασυμβεί, γιατί όμως; Φαίνεται πως ο Θεόφραστος, στην Ιστορία των φυτών, κάνει λόγο για ένα δέντρο, παραπλήσιο με την «Ινδική συκή», που βγάζει ρίζες από τα φύλλα του και που βρίσκεται κοντά στον Οπούντα. Ἰδία δὲ ῥίζης φύσις καὶ δύναμις ἡ τῆς Ἰνδικῆς συκῆς· ἀπὸ γὰρ τῶν βλαστῶν ἀφίησι, μέχρι οὗ ἂν συνάψῃ τῇ γῇ καὶ ῥιζωθῇ, καὶ γίνεται περὶ τὸ δένδρον κύκλῳ συνεχὲς τὸ τῶν ῥιζῶν οὐχ ἁπτόμενον τοῦ στελέχους ἀλλ’ ἀφεστηκός. Παραπλήσιον δὲ τούτῳ μᾶλλον δὲ τρόπον τινὰ θαυμασιώτερον εἴ τι ἐκ τῶν φύλλων ἀφίησι ῥίζαν, οἷόν φασι περὶ Ὀποῦντα ποιάριον εἶναι, ὃ καὶ ἐσθίεσθαί ἐστιν ἡδύ.
Ποιο δέντρο ήταν η Ινδική συκή και ποιο το παραπλήσιό της δεν ξέρω και μάλλον δεν ξέρουμε. Όμως ο Πλίνιος πήρε την αναφορά και την έβαλε στο δικό του σύγγραμμα και από εκεί το βρήκαν οι φυσιοδίφες της Αναγέννησης… κι έτσι απέκτησε όνομα ελληνοπρεπές ο μουσαφίρης από το Μεξικό, το σύκο που ήρθε από αλλού.
Κλείνοντας να πω ότι η μέθοδος του παππού μου για να μαζεύει τα φραγκόσυκα δεν είναι η μοναδική· άλλοι δένουν σ’ ένα μακρύ κοντάρι ένα κουτί από γάλα Νουνού, έχοντας βγάλει το καπάκι και έχοντας κόψει λίγο και ακονίσει το ένα χείλος (αυτή την πατέντα ο παππούς την είχε για τα σύκα που είναι σε ψηλά κλαριά). Ο έμπειρος μαζευτής μπορεί και με τα γυμνά του χέρια, ισχυρίζεται (και τον πιστεύω) ένας γλυκύτατος κύριος από την Αμοργό που έχει γράψει και βιβλίο για τα φραγκόσυκα (ακανθώδες μονογραφικό πόνημα!) και έχει και ειδικό ιστότοπο που αξίζει να τον επισκεφτείτε.
Και με την επίσκεψη στον κύριο από την Αμοργό κλείνω το σημείωμα για το σύκο που ήρθε από αλλού αλλά ρίζωσε στα βράχια μας τόσο που έγινε δικό μας.
(Ο Νίκος Σαραντάκος έχει πτυχίο Χημικού Μηχανικού από το ΕΜΠ καθώς και Αγγλικής Φιλολογίας. Εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζει στο Λουξεμβούργο. Είναι επίσης συγγραφέας και αρθρογράφος ενώ διατηρεί και ένα από τα πιο δημοφιλή γλωσσολογικά μπλογκ, το www.sarantakos.wordpress.gr)