«Γλάρος»: ένα πλοίο, μια ιστορία
Με το “Γλάρο” δεν έχω ταξιδεύσει. Τώρα μπορεί πάλι και να ‘χει γίνει σε ηλικία τέτοια που να μην το θυμάμαι. Τον έχω όμως ακουστά από τις διηγήσεις του πατέρα μου και άλλων συγχωριανών μου. Βουνήσιοι, παρότι γεννημένοι δίπλα στη θάλασσα, δεν τα πήγαιναν οι περισσότεροι ποτέ καλά μαζί της. Ήθελαν να πατούν και με τα δύο πόδια στέρεα στη γη. Με αυτή ήταν δεμένοι, αυτή εμπιστεύονταν. Τη θάλασσα τη φοβούνταν. Και την απόφευγαν όσο μπορούσαν. Δεν ήξεραν και μπάνιο οι περισσότεροι. Ταξίδευαν με καράβι μόνο όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Να πάνε κάποιο παιδί στο γιατρό στην Πάτρα ή την Αθήνα τις περισσότερες φορές. Και δρόμοι τότε -τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές της δεκαετίας του ’60- δεν υπήρχαν, η μοναδική συγκοινωνία για τους τόπους αυτούς ήταν από τη θάλασσα. Με το “Γλάρο” που ένωνε τότε τα Ιόνια νησιά με την Πάτρα και την πρωτεύουσα. Χαρακτηριστικό του “Γλάρου” ήταν η ζωγραφιά ενός γλάρου στην πλώρη κάτω από το όνομά του και ένα μεγάλο Κ στην τζιμινιέρα του, που δήλωνε ότι ανήκει στην ατμοπλοΐα Καβουνίδου. Ταξίδεψε όχι μόνο σε γραμμές του Ιονίου αλλά και στο Αιγαίο.
Έτσι, σκυλοπνίκτη τον ανέβαζε, σκυλοπνίκτη τον κατέβαζε ο πατέρας μου το “Γλάρο”. Κάποιες φορές μάλιστα, αν είχε θάλασσα, άφηνε τη μάνα μου, με κάποιο από τα άρρωστα παιδιά, να ταξιδεύσει μόνη της στην Αθήνα. Δεν πρέπει όμως να ήταν έτσι τα πράγματα. Ο “Γλάρος” πρέπει να ήταν καλό σκαρί. Δεν έχω ακούσει να είχε πάθει κάποια αβαρία. Και υπάρχουν πολλοί που νοσταλγούν ακόμη τα ταξίδια που έκαναν μαζί του. Όπως η “βέρα Παξινιά” κ. Ευτυχία Γερ. Μάστορα (Παπαγερασίμου). Το πιο κάτω ποίημά της “Ο Γλάρος” δημοσιεύτηκε στην ποιητική της συλλογή Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι, Εκδόσεις Γιάννη Σκ. Πικραμένου, Πάτρα.
Ο Γλάρος
Στον αδελφό μου Μιχάλη
Τον κάονα* τον ήξερα λευκό θαλασσοπούλι
μέσ’ στο γαλάζιο τ’ ουρανού και στο γλαυκό του πόντου
ν’ ακολουθεί τη ρότα μας και να φτεροκοπάει
τότε που το καΐκι μας για τους Παξούς τραβούσε.
Και μια βραδιά τον γνώρισα με τ’ άλλο τ’ όνομά του,
σαν ήταν να μπαρκάρουμε για θερινό ταξίδι
κι είδα το Γλάρο το καρί να καρτερεί στο μώλο
κι είδα το γλάρο ζωγραφιά στου καραβιού την πλώρη.Πάνω ψηλά στη γέφυρα απίκου* ο καπετάνιος
κι οι ναύτες σκώνουν άγκυρα και λύνουνε τους κάβους.
Αγκομαχούν οι μηχανές κι αρχίζουν οι μανούβρες
κι ανάμεσα από τ’ άρμπουρα καπνίζει η τζιμινιέρα
κι ακούγεται το σφύριγμα κι ο Γλάρος να… σαλπάρει.
Μπουνάτσα έχει η θάλασσα, φυσάει το μαϊστράλι
κι ως τ’ ουρανού τα πέρατα φέγγουν σελήνη κι άστρα
κι αντιφεγγίζουν στα νερά του καραβιού τα φώτα.
Και στρώνει η μάνα καταγής μια μαλακιά κουβέρτα
σε μια άκρη στο κατάστρωμα και πέσαμε στον ύπνο,
αφού το ναύλο το φτηνό τέτοιο κρεβάτι παίρνει…Δεν ξέρω τι με ξύπνησε… πού έπιασε φουρτούνα;
πού λάλησεν ο κόκορας και φτερακάνε οι κότες;
όπου γαβγίζει το σκυλί και δυο αρνιά βελάζουν;
Ό,τι και να με ξύπνησε, χαρά ήτανε για μένα
να βλέπω στην ανατολή να χρυσολάμπει ο ήλιος,
να βλέπω τα σκαλώματα που πιάνει το καράβι,
στον Αστακό, στο Μύτικα, στη Σάμη, στο Φισκάρδο
κι απ’ την Ιθάκη να τραβά ίσια για τη Λευκάδα
κι ύστερα από την Πρέβεζα πλώρη για το Νησί μας.Πολύ το σκαμπανέβασμα κι η όστρια* ανεβαίνει
κι είναι τα κύματα θεριά κι αφρίζει το κανάλι,
μα ο Γλάρος καλοτάξιδος στα σίγουρα αρμενίζει
και φτάνοντας το σούρουπο, το Γάη καβαντζάρει*
και το νησί της Παναγιάς… και σταματάει αρόδο*.
Δυο βάρκες κάτω καρτερούν, χορεύοντας στο κύμα
κι από την ανεμόσκαλα για τη στεριά μάς παίρνουν.Πάει καιρός που τέλειωσαν του Γλάρου τα ταξίδια,
μα οι γλάροι που φτεροκοπούν, μου τα θυμίζουν πάντα.* κάονας = γλάρος
απίκου = ορθός
όστρια = νότιος άνεμος
καβατζάρει = παρακάμπτει
αρόδο = ανοιχτά
Α/Π ΓΛΑΡΟΣ ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
…Πάει καιρός που τέλειωσαν του Γλάρου τα ταξίδια, μα οι γλάροι που φτεροκοπούν, μου τα θυμίζουν πάντα… (Ευτυχία Γερ. Μάστορα-Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι). Ο «Γλάρος» ήταν ένα από τα πλοία που αποκτήθηκαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για να καλύψουν το κενό που άφησε η καταστροφή του ακτοπλοϊκού στόλου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ανήκε στην κατηγορία πλοίων που εκείνη την εποχή αποκαλούσαν «λόρδικα», μιας και είχαν ναυπηγηθεί ως θαλαμηγοί συνήθως της βρετανικής αριστοκρατίας. Ξεχώριζαν δε, από την κομψή πλώρη τύπου сlipper και το μπαστούνι που την κοσμούσε. Ο «Γλάρος» ήταν τύπου γιοτ, μικρό, κομψό και γρήγορο ατμόπλοιο, που εξυπηρετούσε τις γραμμές του Ιονίου, μεταφέροντας επιβάτες και εμπορεύματα. Ήταν βαμμένο ολόλευκο, με ένα μεγάλο γαλάζιο Κ στην τσιμινιέρα του.
Χαρακτηριστικό του πλοίου ήταν η ζωγραφιά ενός γλάρου στην πλώρη, κάτω από το όνομά του.
Ναυπηγήθηκε το 1913 στα Scott & Co. της Greenock της Σκωτίας ως θαλαμηγός BERYL. Στην Ελλάδα ήρθε το 1947 ως ΘΕΣΣΑΛΙΑ, αλλά σύντομα μετονομάστηκε σε ΓΛΑΡΟΣ και δρομολογήθηκε από Πειραιά προς Πελοπόννησο και Κύθηρα για λογαριασμό της Ατμοπλοΐας Καβουνίδη, από τους πρωτοπόρους της ελληνικής κρουαζιέρας.
Αργότερα, βρίσκουμε το πλοίο να ταξιδεύει Πειραιά –Πάτρα-Αστακό-Μύτικα-Ζαβέρδα-Λευκάδα-Πρέβεζα-Πάργα-Παξούς-Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα.
Εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Πρέβεζα σε 24 ώρες! Χρόνια μετά, ο «Γλάρος» μετασκευάστηκε σε diesel, χωρίς ιστούς, με νέο φουγάρο και δυνατότητα 120 ατόμων σε κλίνες.
Η πλειοψηφία των επιβατών όμως εξακολουθούσε να κάνει το ταξίδι στο κατάστρωμα, όπου τη συνήθη εικόνα αποτελούσε –σύμφωνα με μαρτυρίες και φωτογραφίες της εποχής- ένα ανομοιογενές συνωστισμένο πλήθος που κάλυπτε κάθε ελεύθερο σημείο του καταστρώματος.
Στον Αστακό, όπως στα περισσότερα λιμάνια τότε, δεν υπήρχαν υποδομές για να δέσει το καράβι. Έτσι, αγκυροβολούσε αρόδο και ο κόσμος μεταφερόταν με λάντζες, που τότε είχαν οι Βιλιαίοι, οι Καλουδαίοι, ο Γρηγόρης ο Γρίβας (Πατάκας), κ.ά.
Ο ερχομός του πλοίου αποτελούσε γεγονός για την εποχή, γιατί ο Αστακός ήταν ένα απομακρυσμένο μέρος με μία και μοναδική οδική διέξοδο προς το Αγρίνιο με το ΚΤΕΛ της Επαρχίας Ξηρομέρου 2 φορές την εβδομάδα και με μια δεύτερη διέξοδο, τη θαλάσσια. Για τους νέους ειδικά, η θαλάσσια συγκοινωνία αντιπροσώπευε το άνοιγμα της αυλαίας προς τον έξω κόσμο. Άνοιγε ορίζοντες κι έφερνε όνειρα κι ελπίδες για εμπειρίες και ταξίδια μακρινά, όνειρα για μια άλλη ζωή, καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα.
Έτσι, το ταξίδι αποκτούσε μια διάσταση σχεδόν μυθική και το λιμάνι γινόταν εφαλτήριο της ζωής.
Από κει επέστρεφαν στην πατρίδα οι απόδημοι, από κει και οι ναυτικοί έφευγαν για το πρώτο τους μπάρκο. Στο λιμάνι μαζευόταν κόσμος, φίλοι και συγγενείς που αποχαιρετούσαν τους δικούς τους κουνώντας άσπρα μαντίλια, ενώ αντίστοιχα κάποιοι άλλοι υποδέχονταν όσους επέστρεφαν. Σε κάθε περίπτωση, δεν έλειπε η συγκίνηση και η συναισθηματική φόρτιση. Η περιπαιχτική δε ατάκα της εποχής που αφορούσε τα ταξίδια με το «Γλάρος» ήταν «Αντίο γλαρέντζα!».
Ένα επεισοδιακό περιστατικό, συνδεδεμένο με τα δρομολόγια του «Γλάρος» στον Αστακό, αφορά τη φόρτωση ενός γελαδιού. Τα ζώα μεταφέρονταν μέχρι το πλοίο με μαούνες κι από κει τα ανέβαζαν με το βίντσι. Μια μέρα, την ώρα που το βίντσι σήκωνε ένα από τα γελάδια του Μακρή, έσπασε το συρματόσκοινο, το γελάδι έπεσε στη θάλασσα και κολυμπώντας βγήκε ξανά στη στεριά. Καβγάς τρικούβερτος ξέσπασε τότε μεταξύ του Μακρή και του καπετάνιου.
Μια άλλη φορά, ένας Αστακιώτης θέλοντας να κάνει φάρσα σε τέσσερις φίλους του που θα πήγαιναν με το «Γλάρος» στο Μύτικα για ένα γάμο, προθυμοποιήθηκε να τους βγάλει τα εισιτήρια. «Κόψε 4 γελάδια φορτωτική!» είπε στον εκδότη εισιτηρίων. Όταν η λάντζα πλησίασε το καράβι, ο καπετάνιος κοίταξε μέσα κι αφού δεν είδε ζώα, ρώτησε εύλογα «Πού είναι τα γελάδια?». «Μπροστά σου είναι, δεν τα βλέπεις?» του απάντησε ο χωρατατζής κι επακολούθησε ντόρος μεγάλος.
Ένα ιδιαίτερα συγκινητικό περιστατικό, αφορά το δάσκαλο Κώστα Καρούσο, ο οποίος μετατέθηκε την εποχή εκείνη στην Αθήνα, έπειτα από 10ετή θητεία στο Δημοτικό Σχολείο Αστακού. Όταν έφτασε ο «Γλάρος» με τον οποίο θα ταξίδευε, εκτυλίχτηκε στο μώλο μια ανεπανάληπτη σκηνή αποχαιρετισμού, σαν αυτές που συναντά πια κανείς, μόνο στις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού, ελληνικού κινηματογράφου. Στο λιμάνι είχε μαζευτεί πλήθος κατοίκων του Αστακού, του Καραϊσκάκη και του Βασιλόπουλου αλλά και όλοι οι μαθητές του που έκλαιγαν με λυγμούς.
«Έφευγα από τον Αστακό», μας εξομολογείται ο ίδιος, 93 ετών σήμερα, «ψυχικά συντετριμμένος, διότι οι προσπάθειές μου για τη μόρφωση των παιδιών ήταν πολύ μεγάλες, δοθέντος ότι το προσωπικό ήταν λίγο, ενώ οι μαθητές υπερέβαιναν τους 300 όταν κατέβαιναν οι παραχειμάζοντες κτηνοτρόφοι.
Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση τους μαθητές και τις μαθήτριές μου να μου φωνάζουν απ΄ το λιμάνι «Δάσκαλέ μας, δάσκαλέ μας θα σε θυμόμαστε», ενώ το πλοίο μ΄ έπαιρνε μακριά…»
Τα ταξίδια του «Γλάρος» όμως, κάποτε τέλειωσαν.
Τον κούρασαν τα κύματα κι απόκαμε, τον πήραν και τα χρόνια. Το τέλος του καταγράφεται στο βιβλίο «Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες» του Χρ. Ντουνή. Σύμφωνα μ’ αυτό, το πλοίο ήταν παροπλισμένο μαζί με άλλα στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας. Το βράδυ της 12/12/66 ισχυροί άνεμοι έκοψαν τον κάβο του φορτηγού Ρίτα και το παρέσυραν, με αποτέλεσμα να προσκρούσει στη πρύμνη του «Γλάρος» και να σπάσει τα φινιστρίνια που βρίσκονταν στην ίσαλο γραμμή, προκαλώντας εισροή υδάτων.
Ο «Γλάρος» βυθίστηκε σε ρηχά νερά τις πρώτες πρωινές ώρες. Αργότερα ανελκύστηκε και επειδή ήταν γερασμένο δεν επισκευάστηκε, αλλά… όπως «σκοτώνουν τ΄ άλογα όταν γεράσουν», έτσι κι αυτόν, τον πούλησαν για διάλυση το έτος 1968. Μαζί του πήρε αναμνήσεις, απομεινάρια κάθε ζωής ξεχωριστής, κάθε ύπαρξης μοναδικής, ανθρώπων που ταξίδεψαν μαζί του αλλά και των άλλων, αυτών που έμειναν στο λιμάνι να κοιτούν τον ορίζοντα.
(Πηγή: www.nikiana.wordpress.com)
Ο «Γλάρος» βέβαια περνούσε και από το Μεγανήσι. Φούνταρε στα ανοιχτά του Βαθιού και οι επιβαίνοντες πήγαιναν επάνω με βάρκες. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρία, κάποια περίοδο στο Κατωμέρι είχε και… ανταποκριτή, ο οποίος εξέδιδε τα εισιτήρια. Αναδημοσιεύουμε παρακάτω και το αφήγημα «Με το Γλάρο», από το βιβλίο «Μεγανησιώτικες Ιστορίες» του Σταύρου Δάγλα.
ΜΕ ΤΟ ΓΛΑΡΟ
Ο πονοκέφαλος, που τελευταίως είχε γίνει μόνιμος στον Μανικέ (Πάνο Μάντζαρη), έδιωξε το γέλιο απ’ τα χείλη του και κάθε διάθεση για τα συνηθισμένα του αστεία και πειράγματα.
Τα φάρμακα που έπαιρνε δεν τον βοήθησαν και χειροτέρεψε.
Καθώς έλεγε, «μια μεγάλη βαζούρα εκυρίευσε κι-όλο μου το κρανίο» όπου τον έριξε ψυχολογικά και στο τέλος τον κρεβάτωσε. Σε όσους τον ρωτούσαν τι κάνει, έδινε τη στερεότυπη απάντηση: «κι-βαζούρα».
Στο τέλος κατάλαβε ότι είχε ανάγκη από ειδικό γιατρό και δέχτηκε, έστω αργά, την πρόταση των δικών του να πάει στην Αθήνα για να κοιταχτεί.
Μια μέρα λοιπόν, μπήκε στο καράβι που έκανε χρόνια και χρόνια τότε στα μέρη μας την άγονη γραμμή, στο ΓΛΑΡΟ, για τον Πειραιά. Τη μεθεπόμενη, βρέθηκε εξεταζόμενος στα εξωτερικά ιατρεία του Αιγινείτειου Νοσοκομείου, στο Νευρολογικό.
Ήταν, όπως είπαμε, πεσμένος ψυχολογικά και οι γιατροί τον «επαίδευαν» λίγο, με διάφορες ερωτήσεις και μικρο-τέστ, για να κάνουν τη δουλειά τους φυσικά. Κάποια στιγμή ένας τους τον ρώτησε:
-Πώς ήρθες στην Αθήνα;
-Κι-μ-με το ΓΛΑΡΟ, του απάντησε αυθόρμητα.
«Με το γλάρο ήρθε στην Αθήνα ο κύριος», λέει ο γιατρός στους άλλους, κλείνοντάς τους το μάτι με νόημα.
Οι άλλοι χαμογέλασαν. Αφού του έκαμαν κάποιο συμπληρωματικό έλεγχο, αποφάσισαν ότι πρέπει να κάνει εισαγωγή στο νοσοκομείο και του το είπαν:
«Θα σε κρατήσουμε για λίγο μέσα, για να γίνεις καλά».
Συμφώνησε με μια ταυτόχρονη κίνηση του κεφαλιού και των ώμων του. Μήπως είχε κι εκλογή; Στη συνέχεια έδωσαν ένα σημείωμα σε κάποιον του νοσοκομείου, κάτι του εξήγησαν και είπαν στον Μανικέ να τον ακολουθήσει.
Παρέα με τον άνθρωπο αυτό, αφού ανέβηκαν κάποιες σκάλες και πέρασαν από διαδρόμους διάφορους, φτάσανε μπροστά σ’ ένα γραφειάκι, όπου δώσανε το σημείωμα των γιατρών. Δίπλα υπήρχε μια βαριά καγκελόπορτα. Τους άνοιξαν, τους είπαν να περάσουν και η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Περνώντας κάποια άλλη όμοια πόρτα, βρέθηκαν σε έναν πελώριο θάλαμο, με σιδερόφρακτα παράθυρα και πολλούς ασθενείς μέσα.
«Εδώ είμαστε», του λέγει εκείνος ο άνθρωπος, «εδώ θα μείνεις», και κάποιοι νοσοκόμοι ανέλαβαν να τον τακτοποιήσουν.
Χρόνια αργότερα μου διηγόντανε:
«Κι-σ’ εκείνο το πάτωμα που με πήανε, είχανε κι-ούλους τσ’ μουρλούς. Αλλά κι-στο θάλαμο που με βάλανε, είχανε τσ’ θεόμουρλους. Μεταξύ των ασθενών ήταν ένας πελώριος κι άγριος στην όψη, που περπάταγε ασταμάτητα πάνω-κάτω, με μεγάλα βήματα. Κάθε φορά που περνούσε από δίπλα μου, μου έλεγε: Δώσε μου ένα τσιγάρο!
Δεν είχα, μας τ’ απαγορεύανε και με το που του έλεγα δεν έχω, μου ετράβηξε κι-ένα ντάμφαρο τη μια βολά, κι-ένα μπούρτσουφλο στην άλλη βόλτα, κι-ένα κατακέφαλο μετά, κι-μ-μ έκαμε ανώριστο στο ξύλο!
Γιατρός ή νοσοκόμος δε παρσιαζόντανε, μόνο κάποια στιγμή ένας που μας έδινε κι-ένα πλωχέρι χαπάκια το πρωί, κι-ένα πλωχέρι χαπάκια το βράδυ, από ένα πορτέλο. Βρήκα την ευκαιρία (εσυνέχισε ο Μανικές) και του λέω:
Κι-θέλω να δω το γιατρό. Καλά, μου είπε, κι-γιατρός όμως δε φάνηκε, αλλά ο άγριος μ-μ ετράβαγε κι-κατραπακιές.
Την άλλη φορά του λέω εκείνου στο πορτέλο:
Κι-ωρέ χριστιανέ, κι-τόσο δύσκολο είναι να δω αυτό τον άγιο το γιατρό;
Με τα πολλά παρουσιάζεται ο γιατρός.
-Τί θέλεις ωρέ, μου λέει, και μας αλλάλιασες με το θέλω να δω το γιατρό και θέλω να δω το γιατρό; Να ‘μαι. Τί θέλεις;
Του λέω:
-Κι-γιατρέ, κι-δε σου λέου πως δεν είμαι μουρλός. Όχι! Κι-μουρλός είμαι. Αλλά όχι μπίτι κι-θεόμουρλος. Εσείς με βάλατε μ-με τσι θεόμουρλους. Εκειός ο ψηλός, μ’ άργασε στο ξύλο. Δε γιαντιέται, κάμε τίποτα να με πας σ’ άλλο θάλαμο.
-Τι θέλεις να σου κάνω ωρέ, μ’ λέει, που θέλεις να σε πάω;
Έπειτα το σκέφτεται λίγο και με ρωτάει:
-Πώς ήρθες στην Αθήνα;
-Κι μ-με το ΓΛΑΡΟ, του απαντάω
-Ε, αφού ήρθες στην Αθήνα με το γλάρο, που θέλεις να σε βάλω;
Κι-τότε κατάλαβα το λάθος μου και του λέω:
-Κι με το καράβι το ΓΛΑΡΟ γιατρέ!»
Ο γιατρός έπαθε την πλάκα του. Αμάν, λέει, κι έδωσε μια στο μέτωπό του με την παλάμη του. Αμέσως τον έβγαλε απ’ τους «θεόμουρλους» και τον έβαλε σε έναν κανονικό θάλαμο. Γρήγορα έγινε καλά κι επέστρεψε στο νησί και στο καφενείο του, που το διατηρούσε από τις 16-7-1945, κι εχάρισε σ’ όλους, άπειρες ώρες ωραίας συντροφιάς, με υπέροχο καλαμπούρι κι έξυπνο, άκακο πείραγμα.