Πάσχα όπως παλιά…

Λίγο μετά το Πάσχα κι ενώ έχουν όλοι σχεδόν επιστρέψει στην καθημερινότητα της πόλης μετά από λίγες μέρες ξεκούρασης κατάνηξης και εορτασμού, σε ένα τοπίο που θυμίζει έντονα ότι φάγαμε ήπιαμε διασκεδάσαμε,

εγω θυμάμαι…

Οτι μούχει μείνει από παιδί αυτές τις μέρες ζωντάνεψε ξανά.

Και ενώ το Πάσχα σήμερα είναι περισσότερο ξενύχτι καφεδάκι και αρνάκι έτοιμο απ΄το φούρνο,εκείνο το Πάσχα που θυμάμαι εγώ ήταν διαφορετικό και πολύ πολύ μεγάλο.

Από τις Απόκριες και μετά άρχιζε η  αγωνία και  τρέξιμο της νοικοκυράς.

Το σπίτι , οι αυλές και οι δρόμοι που έπρεπε να λάμπουν από καθαριότητα και πάστρα.

Κι αρχίζανε…

Ενα ένα δωμάτιο έβγαινε στην αυλή και όλο εκείνο το τσάτζαλο και το σκουτοθέσι απλωνώντανε και κρεμώντανε στα μπατικά και στα πεζούλια.

Κι άρχιζε η μάχη με το κορνιαχτό και τη σφελαγκουνιά και το τρίψιμο με τα κλίνια και τα τζέτια.

Τα στρατσόπανα ξεφτίζανε και πετιώντανε το ένα μετά το άλλο.

Απαραίτητο απολυμαντικό και γυαλιστικό μαζί το ξύδι . Ολα  με το ξυδόνερο, ειδικά τα κονίσματα.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χτύπημα με το κόπανο της μεντανίας, και της μπαλιάτσας, και το χαρακτηριστικό «χτουπ» που σχημάτιζε ο αέρας όταν τον έκελινε μέσα το στρωτσίδι που τινάζονταν πολλές φορές και δυνατά.

Κι ύστερα αφού είχε απολυμανθεί όλο το σπίτι και είχανε πλυθεί τα πάντα, έμπαινε ο ασβέστης ή το χρώμα σε πιο προχωρημένα νοικοκυριά.

Λαδομπογιά κυρίως. Αργούσε να στεγνώσει και μύριζε για μέρες…

Πάντα σχεδόν ο καιρός έκανε τα κόλπα του, όστριες βλέπεις της εποχής. Και τότε αρχίζαν οι δεήσεις στον Πανάγαθο, να μη  ρίξει κοκκινοπίλι και τα κάνει όλα άχρηστα. Στην περίπτωση που αυτό γινόντανε κατά τη διάρκεια του αναμεριού, ακολουθούσε το τρέξιμο του Βέγγου ώσπου να μπεί μέσα  όλη η μπομπίλια.

Αν έπιανε όσο ο ασβέστης ήτανε νωπός τότε πάλι απ΄την αρχή ασβέστωμα.

Και τα χέρια κατακκόκινα γιατί τα σκούβλα δεν είχανε χερούλια, και τα γάντια ήταν ντροπή . Αυτά ήτανε για τις τεμπέλες και τις καλομαηθμένες κι οι μανάδες μας δεν ήταν τέτοιες.

Ολα στο τέλος πήγαιναν καλά και το Σαββάτο του Λαζάρου το σπίτι ήταν έτοιμο.

Είχανε μπεί και τα καλά μας πετσετάκια μαζί με τα σεμαίν τα καρεδάκια και τις καλές μας στρώσεις στη σάλα.

Το δωμάτιο αυτό κλεινώντανε ερμητικά κι άνοιγε μόνο τη μέρα της Ανάστασης. Ειδικά  αν στο σπίτι υπήρχε εορταζόμενος ….

Σειρά είχαν οι δρόμοι.

Η κάθε μια νοικοκυρά σκούπιζε και άσπριζε μέχρι το αγκωνάρι του σπιτιού της κι ύστερα αναλάμβανε η επόμενη. Ετσι άστραφτε όλη η γειτονιά και μύριζε ασβέστη.

Και έπειτα οι κήποι, αυτοί που ήταν μέσα στο χωριό, γιατί περνούσε ο κόσμος και τους έβλεπε χορταριασμένους.

Κι αφού τελειώνανε με την καθαριότητα άρχιζε η προετοιμασία του φαγητού. Μ. Βδομάδα τα νηστίσιμα.

Οτι είχε ο κήπος κάλυπτε απόλυτα το σαρακοστιανό τραπέζι.

Κουκιά -αγγινάρες, κρεμυδόφυλλο,πατάτα και σαλατικά. Με κάνα όσπριο και λίγα θαλασσινά πέρναγε η νηστεία. Το Σάββατο της Ανάστασης τις έβρισκε εξουθενωμένες. Το βραδυνό τραπέζι ετοιμάζονταν από νωρίς το πρωί.

Να πλυθεί και να κοπεί  η σκωταριά και τα άντερα για το κοκορέτσι η τη μαγειρίτσα, να σιδερωθεί η οικογένεια να μπανιαριστεί, να στρωθεί το τραπέζι …

Σπάνια έβλεπες νοικοκυρές να κάνουν Ανάσταση στην εκκλησία. Μένανε πίσω στο σπίτι, άλλες γιατί σήμαινε η καμπάνα κι αυτές δεν ήταν έτοιμες, άλλες γιατί ήταν κατάκοπες κι άλλες γιατί μένανε πίσω να προσέχουν το φαί και να στρώσουν τραπέζι.

Και οι άντρες όμως δεν έμεναν αμέτοχοι. Σε αυτούς έπεφαν οι βαριές δουλειές.

Το βάψιμο του σπιτιού, η προμήθεια του αρνιού, το κουβάλημα των ξύλων και το δυσκολότερο.Το σούβλισμα και το ψήσιμο.

Kαι το σφάξιμο πάλι αντρική υπόθεση ήταν ,ακόμα κιαν ο ίδιος δεν ήξερε να σφάζει θα έπρεπε να βρεί τον χασάπη και ναναι παρών στην θυσία για να πάρει το φρέσκο αίμα από το γουργούρι του αρνιου και να κάνει τον σταυρό στην πόρτα.

 

Από νωρίς το χάραμα ξύπναγε ο άντρας κι άναβε τη φωτιά. Συνήθως ήταν κι άλλοι μαζί αφού ψήναμε η σαν γείτονες, η σαν συγγενείς.

Κι αφού η αθράκα έπεφτε ερχόντανε οι σούβλες με τα αρνιά, μπαίνανε στη φωτιά κι άρχιζε το πανηγύρι.

Μπύρα η κρασί στο χέρι κλαρίνα στο κασετόφωνο, και ομπρέλες για τον ήλιο. Ολοι μαζεμένοι παπούδες γονείς εγγόνια φέρνανε μια γύρα στη σούβλα για το καλό. Το κοκορέτσι έβγαινε πρώτο και έφευγε το μισό σουβλί πριν φτάσει σπίτι.

Με κατακόκκινα πρόσωπα απο την φωτιά και το πιόμα οι ψήστες ξεχνιώντουσαν καμιά φορά και άφηνα το ψητό στη …μοίρα του.

Οταν ήταν έτοιμο πια και το αρνί  ανα δύο το σουβλί και στο σπίτι. Βόλτες να δείτε το ψημένο αρνί στο δρόμο μέχρι να φτάσει σπίτι, και προσοχή να μην του φύγει το κόκκινο αυγό που ήταν στο στόμα σφηνωμένο.

Οταν έφτανε όμως στο πιάτο τελικά κανείς δεν είχε όρεξη γιατί όλοι είχαμε μπουκώσει κοκορέτσι και μας είχε κοπεί η όρεξη. Οι μεγάλοι πάλι εξαντλημένοι από την κουραστική προετοιμασία και ζαλισμένοι από τον ήλιο και το ποτό έπεφταν ξεροί και ξύπναγαν το απόγευμα. Τότε κουστουμαριζόντανε και άρχιζαν τις επισκέψεις στους εορταζόμενους.

Στον Τάσο, και το Λάμπρο. Αν το Πάσχα έπεφτε μετά τις 23 του Απρίλη, την άλλη μέρα γιόρταζε ο Γιώργος γιατί του Αη- Γιωργιού μεταφερόνταν, αν το Πάσχα έπεφτε πρίν τις 23 γιορτάζονταν κανονικά.

Το Πάσχα όμως ήταν ΄όπως και όλες οι γιορτές κυρίως για τα παιδιά. Κι εμείς ως παιδιά το περιμέναμε πως και πως και ζούσαμε κάθε στιγμή των αγίων εκείνων ημερών.

Ενα το κρατούμενο, οι διακοπές. Τα σχολεία έκλειναν και όταν θα άνοιγαν ξανά άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση για το Καλοκαίρι.

Σάββατο του Λαζάρου κι έτοιμα τα καλαθάκια στολισμένα με δεντρολίβανο και γιρλάντες από τσιμπίδες για να πούμε το Λάζαρο.

 

Χαράματα παίρναμε σβάρνα τις γειτονιές ανά δύο συνήθως και αρχίζαμε:

«Λάζαρε σαββανομένε και με το κερί ζωμένε

πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Αδη που επήγες

είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους…»

Και μετά ο ρυθμός από λυπητερός γινόνταν χαρούμενος και ευχόνταν:

Σ΄αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει…

Αυτό μου φαίνόνταν σαν καλόπιασμα για μεγαλύτερο φιλοδόρημα και πάντα ανεβάζαμε  τον τόνο της φωνής μας.

Επειδή όμως ντρεπόμασταν δεν φτάναμε ποτέ στο τέλος, εκεί δηλαδή που λέει για τον κόκκορα που κλώθει.

Στο τέλος μοιράζαμε τα καλούδια, που μπορεί να ήταν αυγά, κουλουράκια αλλά και λεφτά, και πηγαίναμε σπίτι.

Το απόγευμα και με εντολή δασκάλου πολλές φορές βοηθούσαμε στα βάγια. Δεντρολίβανοκαι δάφνη που τα δέναμε με σπάγγο και τα κάναμε ματσάκια για να μοιράσει ο παπάς στους πιστούς την άλλη μέρα.

Και μετά την Κυριακή των Βαίων ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα.

Κάθε μέρα υπήρχε η προσμονή των δικών μας ανθρώπων. Περιμέναμε τους φίλους τα ξαδέρφια αλλά και τους νονούς με τη λαμπάδα και τα καινούργια παπούτσια.

Ο ερχομός κρατούσε όλη την βδομάδα με αποκορύφωμα την Μ. Πέμτη και το Μ. Σάββατο οι τελευταίοι.Τότε συνήθως έβαζε λεωφορείο ο σύλλογος.

Και γιόμιζαν οι δρόμοι παιδιά κι άνοιγαν τα σπίτια ένα ένα, κι η εκκλησία μέρα με τη μέρα δεχόνταν όλο και περισσότερους πιστούς.

Οι Αθηναίες με τα καλά τους ταγιέρ και οι άντρες με τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα κατηφόριζαν σούρουπο προς τους Αγίους Αποστόλους.

Κι έβγαιναν βράδυ με τα αναμμένα φαναράκια στα χέρια των παιδιών. Τότε το κάθε Χωριό είχε τον δικό του παπά και οι λειτουργίες γινόνταν κανονικά . Η καμπάνα σήμαινε όταν σουρούπωνε.

Μεγάλη Πέμτη πρωί άρχιζε το β’αψιμο των αυγών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στρογγυλές χαλκομανίες που τυλίγαμε γύρω από τα κόκινα βαμμένα αυγά. Επιαναν όλο σχεδόν το αυγό.

Τη βαφή την κρατούσαν για 40 μέρες μετά, δεν έκανε να την χύσεις νωρίτερα.

Το βράδυ η εκκλησία γέμιζε ασφικτικά . Ολοι θέλαμε να ακούσουμε τα δώδεκα ευαγγέλια και να δούμε τον Εσταυρωμένο να κατευθύνεται από το Ιερό στον Επιτάφιο.

Η μελωδική φωνή του παπά -Αντρέα έκανε μικρούς και μεγάλους να δακρύσουν την ώρα που έλεγε με τρεμάμενη φωνή το «Σήμερα κρεμάται επί ξύλου…’

Τρέχαμε να πιάσουμε θέση στο πάνω πάτωμα για να βλέπουμε όλη την εικόνα. Συχνά πυκνά ακούγονταν η φωνή των μανάδων μας: μη βάζεις το κεφάλι σου στα κάγκελα, και όταν ο επίτροπος έφερνε τα κεριά που θα ανάβαμε την ώρα της σταύρωσης μαζεύαμε όλες τα μαλλιά μας για να μην τσουρουφλιστούν.

Ο πένθιμος χτύπος της καμπάνας σε έκανε να ανατριχιάζεις και σε συδιασμό με το δέος που προκαλούσε η ατμόσφαιρα έφευγαν δάκρυα από τα μάτια και μονολογούσες διαρκώς:-Χριστούλη μου!!!

Οι γυναίκες παρακολουθούσαν με προσοχή την πορεία του Εσταυρωμένου μέχρι να μπεί στον τάφο. Παρακαλούσαν  ο Σταυρός να μην ακουμπήσει στον πολυέλαιο γιατί ήταν γρουσουζιά.

Μεγάλη Πρασκευή και όλοι στο πόδι…

Γεμάτη η μέρα από το πρωί για αγόρια και κορίτσια, αφού ο καθένας είχε αποστολή.

Ξεκινούσαμε με τα πάθη από πολύ πρωί.

«Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα «. Σπίτι σπίτι ανα παρέες με το καλαθάκι η τον σταυρό για όσους είχανε.

Αργότερα τα  κορίτσια στο επιτάφειο και τα αγόρια στον Ιούδα.

Ξαμολιώμασταν στους κήπους και στους αγρούς και μαζεύαμε μαργαρίτες παπαρούνες και τριαντάφυλλα. Υστερα κόβαμε τα κοτσάνια και φτιάχναμε γιρλάντες που τυλίγαμε τον επιτάφειο. Στολίστρες ήταν οι μεγαλύτερες γυναίκες και μερικές από αυτές τόχαν σαν τάμα. Αλλες που ήταν ανύπαντρες, άλλες που δεν έκαναν παιδιά και άλλες που είχαν θέματα υγείας.

Τα  αγόρια έτρεχαν στα χωράφια να μαζέψουν ξύλα για τον Ιούδα και οι μεγαλύτεροι έψαχναν ρούχα και υλικά για να τον κατασκευάσουν.

Τόπος συνάντησης τα αμπέλια. Μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει αλλάξει. Ας είναι καλά αυτοί που το συνεχίζουν- παρόλο που έχουν μεγαλώσει- και το έχουν μεταδώσει και στις επόμενες γεννιές.

 

Ο Ιούδας ντυνόνταν πάντα με κουστούμι, που γέμιζε με άχυρα εφημερίδες κι άλλα ευφλεκτα υλικά. Στο πρόσωπό του φορούσε μοσκαράδα και στο κεφάλι οπωσδήποτε καπέλο.

Κι ενώ οι μυροφόρες έκλαιγαν το Χριστό έξω από την εκκλησία η πομπή του Ιούδα έκανε αισθητή τηνπαρουσία της, κι άδειαζε η εκκλησία κι όλοι έτρεχαν να πιάσουν θέση στα κάγκελα για να δουν τον Ισκαριώτη να καίγεται, και τα ριψοκίνδυνα αγόρια να πηδάνε τις θεόρατες φλόγες.

Η μυρωδιά από την ασφάκα και τη μερτσίνα σκέπαζε τη μυρωδιά της κολώνιας -Μυρτώ – από ότι θυμάμαι, που έραινε ο παπάς τον επιτάφειο.

Κι αφού καιγόνταν και το τελευταίο μερτσινόφυλλο ακολουθούσαμε την πομπή του επιταφειου σε όλο το Χωριό.

Κι ύστερα ακολουθούσε η επιδρομή των πιστών πάνω στον ανθοστόληστο τάφο λίγο πριν επιστρέψει στην εκκλησία.

Ποιός θα πρωτοπάρει λουλούδι και κερί…

Η επόμενη μέρα από το πρωί άλλαζε ύφος.

Μόλις έπεφτε το κομμάτι άρχιζε και γινόντανε γιορτινή.

Η μυρωδιά από τα κοκορέτσια και τις μαγειρίτσες έβγαινε από κάθε σπίτι. Κι όταν στις 12 σήμαινε για Ανάσταση γέμιζε πάλι η εκκλησία και το προαύλιο κόσμο.

Ακρα ησυχία να ακούσουμε την βροντερή σκιαχτερή φωνή του Ιούδα να λέει από το εσωτερικό της εκκλησίας «Και τι εστί ο βασιλεύς της δόξης» κι απέξω μαντεύαμε ποιανού είναι η φωνή μα σχεδόν πάντα τον βρίσκαμε.

Και ξαφνικά άνοιγε η πόρτα και έβγαινε το Άγιο φως συνοδευώμενο από την αγγελική φωνή του παπά- Αντρέα. Και άρχιζε η μάχη των βεγγαλικών. Τρακατρούκες, δυναμιτάκια, και φωτοβολίδες έκαναν την νύχτα μέρα κάτω από ένα πολύχρωμο  ουρανό.

Χριστός Ανέστη…κι όλοι αγκαλιάζονταν και αντάλλαζαν φιλιά. Και ύστερα ντουγρού στο σπίτι για φαί με το άγιο φως στο χέρι για να κάνουν σταυρό στη πόρτα και να ανάψουν με αυτό το καντήλι.Μετά στην τηλεόραση ως αργά με το εορταστικό πρόγραμμα της ΕΡΤ.

Τη  μέρα του Πάσχα ξύπναγες με κλαρίνα, μυρωδιά από ψημένο αρνί και κοκορέτσι, και τα καλά ρούχα να σε περμένουν έτοιμα σιδερωμένα στη καρέκλα.

Το μεσημέρι στη Γιορτή της Αγάπης στη πένα ντυμένοι πάλι κατηφορίζαμε στην εκκλησία. Τα αγόρια στημένα στο προαύλιο περίμεναν τα κορίτσια να διαβούν τον διάδρομο της εκκλησίας και να αρχίσουν να βαθμολογούν  ως που να χρήσουν την ομορφότερη. Τα λεγόμενα καλλιστεία έβγαλαν πολλές Σταρ στο πέρασμα των χρόνων. Αγαπημένη συνήθεια των εφήβων…

Τη Δευτέρα του Πάσχα ήταν μέρα τουΑη Γιωργιού. Στο Κατωμέρι ψήνανε τα αρνιά τους εκείνη τη μέρα ενώ το Σπαρτοχώρι γιόρταζε τον Αγιο του, με κλαρίνα πολλές φορές.

Η λειτουργία γίνονταν στην Παναγία. Από τη μιά έβλεπες παρέες αντρών με τα καλά τους να συζητούν και τις γυναίκες να τιμούν τους νεκρούς και να βάζουν λιβάνι και λουλούδια στους τάφους που είχαν περιποιηθεί από την Μ. Παρασκευή.

Την Τρίτη του Πάσχα το νησί άρχιζε και άδειαζε σιγά-σιγά, όπως γίνεται και τώρα άλλωστε. Αρχιζε δηλαδή η αντίστροφη μέτρηση και όλοι γυρνούσαμε στους καθημερινούς μας ρυθμούς. Εμείς σαν παιδιά προσπαθούσαμε να προετοιμαστούμε για το σχολείο που ξανάρχιζε, και οι μεγάλοι μαζεύανε σούβλες, ταψιά,και καλά τραπεζομάντηλα και  τα πιθώνανε για του χρόνου.

Με φαράσια μάζευαν τα κάρβουνα και τις στάχτες που είχε αφήσει η φωτιά από το ψήσιμο του αρνιού και κράταγαν τις μεγάλες λάτες που έβαζαν μπροστα για να μην τους πάρει η πύρη της φωτιάς. Οι δρόμοι όμως παρόλα αυτά καίγανε ακόμα στα σημεία που είχαν βάλει τα κούτσουρα να καίνε.

Η Παρασκευή μέρα της Ζωοδόχου Πηγής και ο Ζώης και η Ζωή είχαν την τιμιτική τους όπως και οι Παναγιώτηδες στο Σπαρτοχώρι λόγω της εκκλησίας στη Θηλιά.

Η Κυριακή του Θωμά σηματοδοτούσε το τέλος του Πάσχα.

Η μελαγχολία για τις γιορτές που πέρασαν για τα σχολεία που ανοίγουν και για τους φίλους που έφυγαν για την πόλη, ήταν εμφανής.

Κι αν πολλά  έχουν αλλάξει  και άλλα  έχουν προσαρμοστεί στα σημεία των καιρών αυτό το συναίσθημα  είναι το μόνο που παραμένει το ίδιο  μέχρι σήμερα.

Κι εμείς από εδώ όπως κάθε Πάσχα κάθε Χριστούγεννα και κάθε Καλοκαίρι θα μένουμε και θα περιμένουμε  για να ζήσουμε και να γιορτάσουμε όλοι μαζί κάθε γιορτή που θα έρχεται, με την ευχή να είμαστε όλοι χαρούμενοι και υγιείς και να δούμε  πολλές πολλές…αλλαγές ακόμα.

Χριστός Ανέστη…