ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ (Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος)
Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπριλίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώνης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε.
Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…
Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτράβηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λαμπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώτης δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ.Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.
Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργοπορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκότωσαν μερικοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καρυοφύλλι
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος
και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τ’ άξο του καρυοφύλλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει
φεύγει απ’ τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
‘Aκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
*****
* Σημείωση: Σημαντικές πληροφορίες από αρχειακό υλικό για τον Δήμο Τσέλιο παρατίθενται στο βιβλίο του Νίκου Μήτση «Δήμος Σολλίου, Αγώνες και θυσίες στην Επανάσταση του 1821» (‘Εκδοση της Ένωσης Αλυζίων Αιτωλ/νίας, Αθήνα 2005).
Απ. Γατής
27 Μαρτίου 2011 @ 19:15
Ένα δημοτικό τραγούδι για τον Δημοτσέλιο. Δε γνωρίζω, προσωπικά, άλλο. Απλά το παραθέτω. Το είχα αναρτήσει και παλαιότερα σε σχόλιο στο Meganisi News (24.3.2010). H πηγή ήταν http://www.epoxi.gr, εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο.
Πικρά λαλούνε τα πουλιά, πικρά τα χελιδόνια,
πικρά λαλεί μια πέρδικα μέσ’ από τη φωλιά της. –
-Βουνά μου, τ’ Ασπροπόταμου, βουνά του Ξηρομέρου,
τα χιόνια να μην λιώσετε, ώσπου ναρθούν και τ’ άλλα,
γιατί ειν’ ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει.
Τον κλαίει η μέρα κι αυγή κι όλα τα παλικάρια
και τους γιατρούς εκκάλεσε να τον επισκεφτούνε.
Και ‘νας γιατρός βασιλικός, που τον γιατροκομούσε,
με ραγισμένη τη μιλιά, βαρύθυμα του κρένει:
–Τσέλιο μ’, δεν είσαι για ζωή, για τον απάνω κόσμο,
παρά είσαι για τη μαύρη γης, τ’ αραχνιασμένο χώμα.
ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΔ. ΜΗΤΣΗΣ
31 Μαρτίου 2014 @ 21:49
Αυτό το τραγούδι αφορά τον αξιωματικό Βασίλη Τσέλιο , γιό του βουλευτή και τ. Δημάρχου Αστακού Νικολάου Τσέλιου ή Δραγαμεστινού (1801-1859 ) και για τον οποίον θρυλούνται διάφορα κατορθώματα . ο Βασίλης Τσέλιος διετέλεσε επίσης και δήμαρχος Αστακού γύρω στα 1870 περίπου και πέθανε από ανίατη ασθένεια , εξού και το παραπάνω δημοτικό τραγούδι. Ο αδελφός του Γεώργιος Τσέλιος διετέλεσε βουλευτής το 1862 και το 1885-6 . Ήταν,αμφότεροι, παιδιά του Νικολάου Τσέλιου , δηλ. του ανιψιού του στρατηγού Δήμου Τσέλιου (1785-1854). Εγγονός του Βασίλη Τσέλιου (1870) υπήρξε ο Βασίλης Τσέλιος , γιατρός, εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ στις Κορυσχάδες όπου σκοτώθηκε το 1945 στον εμφύλιο πόλεμο κοντά στο χωριό Βούστρι του Ξηρομέρου.
Νίκος Θεοδ. Μήτσης
Απ. Γατής
1 Απριλίου 2014 @ 10:40
Σας ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση-διόρθωση.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ
28 Μαρτίου 2011 @ 15:23
Το Μεγανήσι κατά την επανάσταση (του 1821) δεν απετέλεσε σε καμιά περίπτωση καταφύγιο των Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη και Ανδρούτσου.Ο Κολοκοτρώνης δεν έφυγε ποτέ από την Πελοπόννησο (πλην του εγκλεισμού του στο Μοναστήρι του προφήτη Ηλία στην Ύδρα), του Καραϊσκάκη η οικογένεια είχε βρει καταφύγιο στον Κάλαμο, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος απλά είχε γεννηθεί στην Ιθάκη (γι’ αυτό και Οδυσσέας)και στη διάρκεια της επανάστασης είχε ως καταφύγιο τη σπηλιά της Βελίτσας στον Παρνασσό.
Κανέλλος Κων/νος "Σκρομ"
28 Μαρτίου 2011 @ 16:50
Αυτά είναι ανακρίβειες της ιστορίας μας όπου δεν υπάρχουν επαρκής στοιχεία για να αποδειχτούν ή το αντίθετο, άρα είναι στη κρίση του καθενός τι να πιστέψει ή όχι και υπάρχει κάθε λόγος αμφισβήτησης. Ακόμα και αυτά που μας μάθαιναν στα σχολεία ή μάλλον θέλουν να ξέρουμε όπως π.χ ότι ο Παπαφλέσσας σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης ενώ δεν ήταν καν εκεί! Ή τη περιβόητη δήλωση του Διάκου που στη πραγματικότητα ήταν άκρως βωμολοχική…
Απ. Γατής
28 Μαρτίου 2011 @ 17:05
Δε νομίζω να αναφέρεται σε κανένα σχολικό βιβλίο ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός είχε τον Παπαφλέσσα αντ’ αυτού στην Άγια Λαύρα. Εκτός και αν κατάλαβα λάθος. Εξάλλου, στις περιγραφές χρησιμοποιούνται και άλλα στοιχεία του λόγου.
Τώρα, αν αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο πληροφορίες σχετικά με το Μεγανήσι, την ιστορία του, τους ήρωες του ’21, σίγουρα θα «πέσει» πάνω σε αυτό που αναφέρει και ο Κώστας.
Πάντως αρκετά χρήσιμη η επισήμανση.
Κανέλλος Κων/νος "Σκρομ"
28 Μαρτίου 2011 @ 17:21
Συγνώμη, δικό μου λάθος από κεκτημένη ταχύτητα. Είχα και ωραία δασκάλα και δε πολυπρόσεχα (Άκουγα μάλλον)! Τον ΠΠ Γερμανό εννοούσα.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ
28 Μαρτίου 2011 @ 18:19
Το σχόλιό μου αφορούσε το «κατά την επανάσταση», όπου δεν υπάρχει καμιά απολύτως ιστορική πηγή που να μιλά για καταφυγή των τριών αυτών ηρώων στο Μεγανήσι. Ο Κολοκοτρώνης, το αναφέρει εξάλλου ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, πέρασε από το Μεγανήσι αλλά πολύ πριν την έναρξη της Επανάστασης όταν υπηρετούσε στον Αγγλικό στρατό εναντίον των Γάλλων. Για τους άλλους δύο δεν έχω υπόψη μου καμιά ιστορική πηγή για παρουσία τους στο Μεγανήσι «κατά την επανάσταση» παρ’ όλο που και οι δύο βρέθηκαν στην Λευκάδα για λόγους οργάνωσης της επανάστασης αλλά και πάλι πριν την επανάσταση. Πάντως αν έχει γίνει κάτι τέτοιο και οι τρεις αυτοί ήρωες βρήκαν καταφύγιο «κατά την επανάσταση» στο Μεγανήσι, θα ήμουν πολύ περήφανος και θα ήθελα να μάθω και τις σχετικές ιστορικές πηγές. Και εννοώ ιστορικές πηγές κι όχι ότι γράφει ο καθένας σε κάποιο blog ή ιστοσελίδα χωρίς να αναφέρει και τις πηγές του, γιατί τις είδα κι όλες έχουν την ίδια προέλευση (αντιγραφή-επικόλληση) χωρίς αναφορά συγκεκριμένων πηγών.
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο, (Κλινοσοφιστής).
24 Μαρτίου 2015 @ 07:17
Μὲ τὸν «Γεροδῆμο» καὶ δύο ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη
καθὼς καὶ τὴν ἀναπάντεχη αὐτοβιογραφία τοῦ Γεροδήμου, ἐδῶ,
συμμετέχω στὴν σελίδα μου: «Νὰ ἤμουν τώρα ἀρχαῖος Ἕλληνας…-καὶ τί
στὸν κόσμο!», στὴν ἐπέτειο γιὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ξεχωριστὰ εὐχαριστῶ γι’ αὐτὴν τὴν αὐτοβιογραφία.
Ἀνέκαθεν ἄλλωστε μὲ συγκινοῦσε καὶ τὸ τραγοῦδι τοῦ Παύλου Καρρέρ.