ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ (Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος)

25η Μαρτίου 1821, Ήρωες και Μεγανήσι. Σπάνια ιστορική διήγηση Δημοτσέλιου, ποίημα για το Γεροδήμο από τον Α. Βαλαωρίτη και η κοινώς βιογραφική αναφορά.
Συγγραφέας: Δήμος Τσέλιος
Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας. Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.
Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε. Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι. Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω. Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπρι­λίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώ­νης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε.
Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…
Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτρά­βηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λα­μπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώ­της δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ.Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.
Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέ­ραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργο­πορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκό­τωσαν μερικοὺς ἀν­θρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά.
*****
*****
Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

 

Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα σταλαματιά δε μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καρυοφύλλι
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος
και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.

Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τ’ άξο του καρυοφύλλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει
φεύγει απ’ τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.

‘Aκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.

Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.

*****

Δήμος Τσέλιος ή Γερο-Δήμος, του οποίου το πραγματικό – προγονικό όνομα είναι Δήμος Φερεντίνος, γεννήθηκε το 1785, κατά την επικρατέστερη εκδοχή* στη Ζάβιτσα της Ακαρνανίας, κατ άλλους στο Σπαρτοχώρι Μεγανησίου της Λευκάδας και τον μεγάλωσαν στην Άγια Μαύρα. Δεκαεννέα ετών έφυγε από τη Λευκάδα, πήγε κλέφτης στη Στερεά Ελλάδα και έσμιξε με την ομάδα του Κατσαντώνη. Ο Δήμος στην αρχή της επανάστασης του 1821 ήταν αρχηγός των Λευκαδίων μαχητών. Ελευθέρωσε τη Βόνιτσα. Στη μάχη του Πέτα, ενώ οι περισσότεροι νικήθηκαν, αυτός κατώρθωσε να απωθήσει πολλούς Τούρκους. Στην Καλαβρούζα με 20 μαχητές κυνήγησε 600 Τούρκους. Στην Αράχωβα, γράφει ο Καραϊσκάκης, ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, στην άμυνα του οποίου έλαβε ενεργό μέρος, κράτησε το Λεσίνι απόρθητο. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Βραχωριού και μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στο Βραχώρι, όπου απέκτησε σπίτι, που σώζονταν μέχρι πρόσφατα. Μάλιστα από πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που εκδόθηκε στις 20-6-1865 (αρχείο Ν. Μήτση*) από το Δήμο Αγρινίου, προκύπτει ότι ήταν γραμμένος στα Δημοτολόγια Αγρινίου. Συνολικά έλαβε μέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες πόλεων και κάστρων, 39 μάχες και τραυματίστηκε 3 φορές. Επί Όθωνα, εξ ονόματος των οπλαρχηγών της Δ. Στερεάς, κήρυξε επανάσταση και ζήτησε από τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα. Αυτό το τόλμημά του το πλήρωσε πολύ ακριβά. Αυτοεξορίστηκε στην ίδια τη γη του στη Λευκάδα για έξι χρόνια χωρίς την οικογένειά του, η γυναίκα του παραφρόνησε, τρία παιδιά του πέθαναν από την πείνα, λεηλάτησαν οι κυβερνητικοί το σπίτι του στο Αγρίνιο και τον διαγράψανε από αξιωματικό. Ανάγλυφη αυτή την κατάσταση την παρουσιάζει ο γιός του Κωνσταντίνος, με επιστολή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 14 Μαρτίου 1893. Μετά αποκαταστάθηκε. Πέθανε το 1854. Ο τάφος του βρίσκεται στο Μεσολόγγι. 

* Σημείωση: Σημαντικές πληροφορίες από αρχειακό υλικό για τον Δήμο Τσέλιο παρατίθενται στο βιβλίο του Νίκου Μήτση «Δήμος Σολλίου, Αγώνες και θυσίες στην Επανάσταση του 1821» (‘Εκδοση της Ένωσης Αλυζίων Αιτωλ/νίας, Αθήνα 2005).

Το Μεγανήσι κατα την επανάσταση αποτέλεσε  καταφύγιο κλεφταρματολών, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Ανδρούτσος.