Οι Γιορτές Του Διόνυσου – Απόκριες
» Παρά το γεγονός ότι οι θρησκειολογικές έρευνες καί μελέτες των τελευταίων
αιώνων έχουν αποδείξει με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι η διαμόρφωση του
Χριστιανικού εορτολογίου βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις γιορτές των αρχαιότερων θρησκειών, προκειμένου να μπορέσουν οι χριστιανοί πατέρες να εδραιώσουν στις συνειδήσεις των λαών τη νέα θρησκεία, ωστόσο, υπάρχει μιά γιορτή που άντεξε στο χρόνο καί διατηρείται αναλλοίωτη απο τις αρχαίες εποχές «.
Οι Απόκριες παραμένουν η μόνη μη θρησκευτική γιορτή στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Πρόκειται για ένα πανηγύρι χαράς και αναζωογόνησης, συνδυασμένη πότε με το σταμάτημα του αμείλικτου τροχού του χρόνου, και πότε με το κάλεσμα της άνοιξης. Είναι τρείς εβδομάδες κεφιού και διασκέδασης για τον περισσότερο κόσμο, αφήνοντας τις έννοιες και τα προβλήματα κατά μέρος. Έχει επικρατήσει να λέγεται πως οι Απόκριες αρχίζουν με το άνοιγμα του Τριώδιου και εδώ είναι που έχει επιχειρηθεί ανεπιτυχώς να συνδεθεί με τη θρησκεία, καθώς το Τριώδιο είναι ένα λειτουργικό θρησκευτικό βιβλίο, το οποίο περιέχει τις ακολουθίες από την Κυριακή του Τελώνου καί Φαρισαίου μέχρι το Μ. Σάββατο.
Παρόλο, όμως που η επίσημη ετυμολογία της λέξης << Τρι – ωδή >>, υπάρχει και μιά άλλη ετυμολογία που την ανάγει στις Διονυσιακές γιορτές, καθώς λέγεται πως είναι παραφθορά των λέξεων << Τράγος >> καί << Ωδή >> που σημαίνουν ύμνος πρός τιμήν των Τράγων – Σατύρων. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι καί η λέξη << Τραγωδία >> έλκει την καταγωγή της από τις ίδιες λέξεις. Οι Απόκριες λοιπόν, αρχίζουν από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνουν την Κυριακή της Τυρίνης ή Τυροφάγου. Η λέξη << Απόκριες >> ή << Απόκρια >> ή << Αποκρέω >> είναι σύνθετη και αποτελείται από το στερητικό << Από >> και το ουσιαστικό << Κρέας >>,σημαίνοντας αποχή από το κρέας.
Ακόμη και η ξενική λέξη << Καρναβάλι >>, η οποία αντλεί την προέλευσή της από τις περίλαμπρες γιορτές της Βενετίας πρίν από 500 χρόνια, προέρχεται από τις Ιταλικές λέξεις: Carne = Κρέας | Jevamen = Άρσις, σημαίνει, αποχή απ’ το κρέας, γιατί από την επομένη ημέρα των Αποκριών αρχίζει η μεγάλη περίοδος της νηστείας της Σαρακοστής.
Η Αρχαία Καταγωγή
» Οι Απόκριες ουσιαστικά αντλούν την καταγωγή τους από τα Ανθεστήρια,
δηλαδή τα Αρχαιότερα Διονύσια και από τα Μεγάλα Διονύσια, τα οποία ήταν
από τις πιό σημαντικές γιορτές της αρχαίας Αθήνας και τιμούσαν το θεό Διό-
νυσο με εύθυμες λατρευτικές πομπές, στις οποίες συμμετείχαν χορευτές, τρα-
γουδιστές, μεταμφιεσμένοι σε Σάτυρους και Κένταυρους και προσωπιδοφόροι
άνδρες καί γυναίκες «.
Τα Ανθεστήρια, η Γιορτή των Λουλουδιών πρός τιμή του Διόνυσου Άνθιου ή Εύανθιου, τελούνταν στην Αθήνα πρός τα τέλη του Φεβρουαρίου, την 11η, 12η και 13η ημέρα του μήνα Ανθεστηριώνα και η χρονολόγηση τους τα εναποθέτει στα βάθη του χρόνου, πολύ πριν οι Έλληνες εκστρατεύσουν στην Τροία. Ουσιαστικά τελούνταν κατά την πανσέληνο, μετά δύο πανσέληνους από το Χειμερηνό Ηλιοστάσιο. Θεωρείτο η εποχή που ο Δίας ζευγάρωσε με τη Σεμέλη { ή την Περσεφόνη } και συνέλαβε το Διόνυσο, καθώς επίσης, και η εποχή που ο Διόνυσος ενώθηκε με την Αριάδνη. Γιορταζόταν δηλαδή η σύλληψη του Διονύσου αφενός, αλλά και η άνοδος του απο τον Κάτω Κόσμο, η οποία συντελείτο στα Λήναια { Περίπου στις 2 Φεβρουαρίου }. Τότε ήταν η εποχή που το κρασί είχε ωριμάσει και ήταν έτοιμο για να το ποιούν, τότε προσέφεραν και τις πρώτες προσφορές καρπών για να έχουν καλή σοδειά. Ωστόσο, ήταν και η πιό σημαντική Γιορτή των Νεκρών, όχι μόνο επειδή είχε αναδυθεί από τον Άδη ο Διόνυσος, αλλά και επειδή η Μητέρα Γή μαζί με τους καρπούς που προσέφερε, αγκάλιαζε και στους κόλπους της τους νεκρούς. Συνδύαζαν λοιπόν τη γιορτή πρός τιμήν της ομορφιάς και της καρποφορίας της γής, άνοιγαν τα νέα γιοματάρια και γεύονταν κάθε είδους ευχαρίστηση, χαιρετώντας με αυτόν τον τρόπο και τους νεκρούς τους. Οι Απόκριες απαγορεύτηκαν αφού θεωρήθηκαν από τη Χριστιανική εκκλησία ότι ήταν Παγανιστικό Έθιμο.
Όμως, το έθιμο αυτό ήταν πολύ βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση του λαού, και, παρ’όλα τα αυστηρά μέτρα που η εκκλησία είχε πάρει, επέζησε μέχρι σήμερα, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Οι τρείς ημέρες των αρχαίων γιορτών έγιναν τρείς εβδομάδες, αν και ουσιαστικά οι γιορτές λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των αργιών αυτών των εμδομάδων.
Τρείς Εβδομάδες Γλεντιού
Η Πρώτη Εβδομάδα των Απόκρεων αποκαλείται προφωνή ή προφωνέσιμη, επειδή παλαιότερα κάποιο άτομο από ένα ψηλό μέρος προφωνούσε, δηλαδή διαλαλούσε ότι αρχίζουν οι Απόκριες.
Σχετικά μια βυζαντινή παροιμία αναφέρει τα εξής: << Προφωνούμαι σαι, πτωχέ, το σακίν σου πώλησον, την εορτήν διάβασον >> δηλαδή προέτρεπε κάθε φτωχό, άν χρειαστεί να πουλήσει ακόμα και το σακάκι του, για να αποκτήσει το απαραίτητο χρηματικό ποσό με το οποίο θα περνούσε ευχάριστα αυτές τις γιορτινές ημέρες. Όμως, μιά άλλη νεότερη παροιμία της Νάξου συνιστούσε την κλοπή, για να αποκτήσει ακόμα και ο πιό φτωχός τα απαραίτητα χρήματα, προκειμένου να διασκεδάσει αυτή την περίοδο και αναφέρει τα εξής: << Προφωνεύγω σε, πτωχέ, κι αν δεν έχεις ν’αγοράσης, κλέψε >>. Στο διάστημα τούτης της πρώτης εβδομάδας λέγεται πως σφάζονται οι πιό σιτευτοί χοίροι. Ακόμα, αυτή η εβδομάδα ονομαζόταν και Αμολλητή ή Απολυτή γιατί τότε:<< Απολυούνται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον Απάνω Κόσμο >>.
Η Δευτέρα Εβδομάδα αποκαλείται << Κρεατινή >> ή << Ολόκριγια >> ή << Άρτσι-Βούρτσι >> γιατί επιτρέπεται να τρώει κανείς ότι θέλει. Η πιό σημαντική ημέρα της έχει επικρατήσει να θεωρείται ή Πέμπτη, που ονομάζεται << Τσικνοπέφτη >> επειδή ακόμη και ο πιό φτωχός << θα τσικνώσει τη γωνιά του >>, όπως λένε: Παλαιότερα συνηθιζόταν να μαζεύονται πολλές οικογένειες σ’ένα συγγενικό τους σπίτι, στο οποίο μαγείρευαν, έτρωγαν και γλεντούσαν όλοι μαζί. Μετά μεταμφιέζονταν και σχημάτιζαν μιά γαμήλια τελετή στην οποία, εκτός απο τον γαμπρό και τη νύφη, συμμετείχε η γριά προξενήτρα, ο γέροντας-νονός και ο Σταχτιάρης, ένας φουστανελλοφόρος με πολλά κουδούνια κρεμασμένα στη ζώνη του, στην οποία υπήρχε και ένα σακούλι γεμάτο στάχτη, με το οποίο, άν χρειαζόταν, προστάτευε τη νύφη και το γαμπρό. Η πομπή κατέληγε στην πλατεία του χωριού, όπου τελείτο με τρόπο κωμικό η τελετή του γάμου.
Το όνομα των μεταμφιεσμένων ήταν διαφορετικό σε κάθε τύπο και ενδεικτικά αναφέρουμε τις ονομασίες: Κουδουνάτοι, Γενίτσαροι, Κοκούγεροι, Καμουζέλες, Προσωπεία, αλλά το πιό συνηθισμένο είναι Μασκαράδες καί Καρνάβαλοι.
Η Τρίτη Εβδομάδα ονομάζεται: << Τυρινή >> ή << Τυροφάγου >> γιατί τρώγονται γαλακτερά καθώς καί << Μακαρονού >> επειδή τρώγονται και μακαρόνια ή κάθε είδους ζυμαρικά. Ακόμα αποκαλείται καί << Τρανή Αποκριά >> γιατί αυξάνονται κατά πολύ οι αθυροστομίες των μεταμφιεσμένων, η γενική ευθυμία και γενικά η διασκέδαση. Τα φαγητά το βράδυ της Τυρινής Κυριακής είναι Μακαρόνια, Αυγά, Τυρόπιτες, Γαλατόπιτες και ένα είδος ζωμού που αποκαλούν Τυροζούμι, το οποίο παρασκευάζεται μόνο αυτή την ημέρα από άγρια λάχανα, μυρώνια, καυκαλήθρες, παπαρούνες κ.λπ.
Ακόμα, προσθέτουν μικρά κομμάτια από τυρί μυζήθρα και μετά το γιαχνίζουν. Αυτό το φαγητό συνοδεύεται με καθορισμένα έθιμα, τα οποία είναι διαφορετικά σε κάθε περιοχή. Στην Αρκαδία, το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς οι συγγενείς του ατόμου που είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία στο χωριό, μεταβαίνουν στο σπίτι του. Το πρώτο φαγητό που τοποθετούν στο τραπέζι είναι το τυροζούμι, κάνουν την προσευχή τους και μετά σηκώνουν το τραπέζι όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, με τα μικρά τους δάκτυλα.
Το σηκώνουν και το αποθέτουν τρείς φορές και κάθε φορά λένε τα παρακάτω:
– Φάγατε;
– Φάγαμε
– Ήπιατε;
– Ήπιαμε
– Χορτάσατε;
– Χορτάσαμε
– Πάντα χορτασμένοι να’στε.
Και μετά τους διατάζει να αποθέσουν το τραπέζι στη θέση του. Σε πολλά μέρη της Ελλάδος το τελευταίο φαγητό της Αποκριάς είναι το αυγό, το οποίο συνοδεύουν με την παρακάτω ευχή << Με το αυγό το κλείνω, με το αυγό να το ανοίξω >> και εννοούν το Πάσχα. Με αυγό ήταν και ο » Χάσκας » ή » Χάσκαρης » το παιχνίδι που σηματοδοτούσε το τέλος του φαγητού. Αυτό το αυγό, που πρέπει να ήταν το τελευταίο, το κρεμούσανε από το ταβάνι και όταν τελείωνε το φαγητό, όπως κάθονταν όλοι γύρω απ’το τραπέζι, το κτυπούσαν με το κεφάλι τους καθώς αυτό κινιόταν προσπαθούσε να το πιάσει ο καθένας με το στόμα του. Τελικά, με αυτό έκλειναν το στόμα τους για τη Σαρακοστή και με αυτό πάλι θ’ανοίγανε τη Λαμπρή. Στον Απόσκεπο της Καστοριάς καίνε την κλωστή του χάσκαρη και παρατηρούν μέχρι πού θα φτάσει το κάψιμο, γιατί, όπως πιστεύουν, όσο είναι το μήκος της καμένης κλωστής, τόσο θα μεγαλώσουν και τα στάχυα τους. Επίσης, στα χωριά της Πυλίας με τα μακαρόνια που θα απομείνουν, ταϊζουν τις κότες, για να κάνουν αυγά. Μετά το δείπνο ακολουθούν αποκριάτικοι χοροί και τραγούδια, παρωδίες εκκλησιαστικών ύμνων κλπ. Ιδιαίτερα χορεύεται το << Πιπέρι >> που το συνοδεύουν με αστείες μιμητικές κινήσεις και ταυτόχρονα τραγουδάνε: << Πώς το τρίβουν το πιπέρι, οι διαβόλοι οι καλογέροι >>. Για να ξεκουραστούν από το χορό παίζουν αστεία παιχνίδια, όπως είναι ο μάγος, το δακτυλίδι, ο λέλεκας, η σκλάβα, το μουντζούρωμα κλπ.
Τελετουργικά Έθιμα
Όλες αυτές τις μέρες φίλοι και συγγενείς αφήνουν κατά μέρος τις καθημερινές έγνοιες και στήνουν πολυήμερα γλέντια. Ντύνονται μασκαράδες και κατά ομάδες πηγαίνουν στα διάφορα σπίτια για να γελάσουν με την ψυχή τους. Αυτή την περίοδο όλα επιτρέπονται, όλη η ένταση του χρόνου βγαίνει μέσα απο το γλεντοκόπι. Η γενική ιδέα που χαρακτήριζε πάντοτε όλες αυτές τις δραστηριότητες ήταν η ανατροπή της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, η πρόκληση των αξιών και της ιεραρχίας, η υπέρβαση των ορίων και των νόμων. Άλλωστε, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα την όλη οργάνωση των γιορτών είχε ο λαός, ο οποίος έπαιρνε στα χέρια του την εξουσία. Ωστόσο, σε πολλές από αυτές τις δραστηριότητες μπορούμε να διακρίνουμε πως διατηρείται αισθητά ένα τελετουργικό στοιχείο, το οποίο τις συνδέει αναπόσπαστα με την αρχαία τους καταγωγή. Κατ’αρχάς η πομπή του Καρνάβαλου, που αποτελεί και το κορύφωμα των Αποκριών, σχετίζεται άμεσα με την πομπή που γινόταν στις Διονυσιακές γιορτές. Στις περισσότερες περιοχές ο Καρνάβαλος βρίσκεται στην κορυφή της πομπής, επάνω σε ένα διακοσμημένο όχημα, περιστοιχισμένο απο νέους που πότε βρίζουν και πειράζουν τον κόσμο και πότε προσφέρουν δώρα, ώς απεικόνιση του θεού Διόνυσου και της πομπής των αρχαίων Αθηναίων. Μάλιστα, σε κάποιες περιοχές είναι τοποθετημένος επάνω σε πλοίο, κάτι που μας πηγαίνει πίσω στην αρχαία αντίληψη ότι ο Διόνυσος, ώς σύμβολο της ζωής, αναγενάται την Άνοιξη και επιστρέφει από τη θάλασσα μετά το θάνατο του κατά την περίοδο του χειμώνα. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, η πομπή οδεύει για να θυσιάσει το θεό Διόνυσο για τη σωτηρία του κόσμου, κατά το αρχαίο έθιμο του θυσιασμένου βασιλιά, και γι’αυτό ο Καρνάβαλος παραδίδεται στην πυρά και σηματοδοτεί το τέλος των γιορτών. Τα απομεινάρια αυτών των αρχαίων τελετουργικών εθίμων τα συναντάμε κυρίως έξω απο τα αστικά κέντρα. Οι αγρότες κυρίως, αντιλαμβάνονται την αλλαγή της εποχής και συνδέουν τις γιορτές με την Άνοιξη και την εξασφάλιση της σοδειάς. Είναι σαν με τις γιορτές να εξορκίζουν τα κακά του Χειμώνα και να καλοσωρίζουν τη γονιμοποιό Άνοιξη. Υπάρχουν μάλιστα περιοχές όπου νέοι και νέες μιμούνται το όργωμα και τη σπορά της γής, καθώς και τη συνουσία ως σύμβολο της γονιμοποίησης της γής. Οι αρχαίοι μας προγόνοι πίστευαν ότι η συνεύρεση της Δήμητρας με τον ήρωα Ιασίωνα έλαβε χώρα σε ένα χωράφι που ήταν τριπλοοργωμένο, και ότι ο καρπός της συνεύρεσης τους ήταν ο Πλούτος, ώς σύμβολο της άφθονης σοδειάς. Και φυσικά δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε πως οι σημερινές μιμήσεις αυτών των πράξεων σχετίζονται με τις γονιμοποιές δυνάμεις της φύσης και ότι συνδέονται με τη λατρεία του Διόνυσου.
Αναφέρουμε ενδεικτικά το παρακάτω έθιμο που τελείται στο χωριό Ορτάκιο, που βρίσκεται δυτικά της Ανδριανούπολης. Τη Δευτέρα της Τυρίνης επιβαίνων ο Μπέης σε μιά δίτροχη άμαξα, έχει στα πόδια την αποκαλούμενη << Κουνουμιά >>, δηλαδή την οικονομία που είναι μιά μεγάλη πίτα, η οποία είναι αλειμμένη με αυγά και στη μέση έχει ένα όρθιο πράσο, που ουσιαστικά αναπαριστά φαλλό, το οποίο έχει γύρω του ώς σύμβολα γονιμότητας και αναμονής πλούσιας σοδιάς και ευτυχίας πολλούς καρπούς, μήλα, πορτοκάλια κλπ καθώς και γλυκίσματα.
Όπως παρατηρεί ο M. Nilson: << Σχετικά με τα δρώμενα που περιέχουν φαλλό, για τον πρωτόγονο άνθρωπο, η γονιμότητα είναι μία και αυτή ιφίσταται σε όλη τη φύση. Ο σπόρος αποτίθεται στη γή όπως στο μητρικό κόλπο και το σπαρτό εξέρχεται από τη γή, όπως εξέρχεται το παιδί από την κοιλιά της μητέρας τους. Η πράξη η οποία εδώ προκαλεί γονιμότητα, πρέπει σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, να προκαλέσει και εκεί γονιμότητα. Από την εξομοίωση αυτή της ανθρώπινης ζωής καθώς και των σπαρμένων αγρών, προέρχεται η λατρείας του φαλλού στην αρχαία Ελλάδα, καθώς και σ’άλλες χώρες >>.
Ένα από τα πιό παραδοσιακά τελετουργικά δράματα συναντάμε στην Θράκη. Για πρωταγωνιστές έχει δύο μοναχούς που έχουν τυλίξει το σώμα τους με δέρμα ελαφιού, τα πόδια τους με δέρμα τράγου, έχουν κρεμάσει κουδούνια στη ζώνη τους και το κεφάλι με το πρόσωπο καλύπτονται από ένα κάλυμμα φτιαγμένο απο δέρμα λύκου ή αλεπούς. Μαζί τους είναι μιά γριά με πολύ άσχημο πρόσωπο, ντυμένη με κουρέλια, η οποία κρατάει ένα καλάθι που έχει μέσα ένα κομμάτι ξύλο, συμβολίζοντας ένα νεογέννητο μωρό. Επίσης, δύο ανύπαντροι άντρες ντύνονται με τα παραδοσιακά νυφικά ρούχα και παριστάνουν δύο νύφες, ενώ την παρέα συμπληρώνουν δύο βρωμιάρηδες τσιγγάνοι με αστεία ρούχα. Για την παράσταση επιστρατεύονται ακόμα και δύο αστυνομικοί, οι οποίοι τους δένουν όλους με μια αλυσίδα και τους περιφέρουν γύρω στο χωριό, μέχρι που όλη η κουστωδία καταλήγει στην πλατεία, εμπρός από την εκκλησία. Εκεί αρχίζει ουσιαστικά το τελετουργικό δράμα. Ένας από τους μοναχούς ορμάει ξαφνικά και αρπάζει τη μία νύφη, οπότε ακολουθεί μιά παρωδία γαμήλιας τελετής, στην οποία ο δεύτερος μοναχός είναι κουμπάρος. Μετά το γάμο και δίχως κανένα προφανή λόγο ο κουμπάρος επιτίθεται στο γαμπρό και τον σκοτώνει. Η νύφη αρχίζει να κλαίει με λυγμούς και τότε ο δολοφόνος μετανοεί και προσπαθεί να επαναφέρει το γαμπρό στη ζωή. Μόνο όταν όλοι μαζί επιχειρούν να τον αναστήσουν, τότε εκείνος επανέρχεται ζωντανός. Η όλη αναπαράσταση θυμίζει Διόνυσο, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως η Θράκη θεωρείται η πλέον πιθανή πατρίδα του. Το καλάθι της γριάς συνδέεται με το λίκνο του Διονύσου, που χρησιμεύει ως κόσκινο και ως κούνια. Ένα από τα πολλά ονόματα του θεού ήταν << Λικνίτης >>. Συνεπώς, σε αυτό το συμβολισμό δεν εμφανίζεται ως θεός της βλάστησης και της γονιμότητας. Ο θάνατος και η ανάσταση του γαμπρού μας παραπέμπουν, επίσης, στο θάνατο του Διόνυσου το Χειμώνα και στην ανάσταση του την Άνοιξη.
Αλλά και η παρωδία του γάμου είναι Διονυσιακή, αν θυμηθούμε πως στα Ανθεστήρια ο γάμος του Διόνυσου με τη Βασίλισσα αποτελούσε ένα από τα κύρια δρώμενα της γιορτής. Ίσως από εκεί να προέρχεται και η αναπαράσταση του γάμου, που γίνεται κάθε χρόνο στη Θήβα. Οι τελετουργικοί χοροί είναι, επίσης, ένα αρχαίο στοιχείο που επιβιώνει μέχρι της ημέρες μας. Συνήθως, οι παράξενοι χοροί αυτών των ημερών συμβόλιζαν τα πνεύματα. Ένα τέτοιο τυπικό είδος χορού είναι το << Γαϊτανάκι >>. Έξι άντρες και έξι γυναίκες χορεύουν γύρω από ένα κοντάρι, από την κορυφή του οποίου κρέμονται δώδεκα κορδέλες και κάθε χορευτής κρατά και απο μία κορδέλα, ενώ με το χορό πλέκουν τις κορδέλες σε ένα περίτεχνο σχήμα. Για πολλούς το κοντάρι συμβολίζει το γονιμοποιό φαλλό, ενώ το χορό συνοδεύουν φοβεροί θόρυβοι, τύμπανα, καμπάνες, προκειμένου να αφυπνιστούν τα πνεύματα της βλάστησης. Χαρακτηριστικοί είναι και οι χοροί που στήνονται σε διάφορα χωριά το βράδυ της Κυριακής της Τυρίνης, με το τέλος τους Εσπερινού, στην πλατεία της εκκλησίας ή στην κεντρική πλατεία και το αξιοσημείωτο είναι ότι το χορό τον αρχίζει ο παπάς » Σέρνει » το χορό του κύρ-Βοριά στο προαύλιο της Παναγίας της Κόχης κατόπιν τον συνεχίζουν στο σπίτι του παπά και μετά σε όλα τα σπίτια και αποσκοπούν να μετριάσουν τον Βοριά. Ένα άλλο δρώμενο που περιλαμβάνει και χορό τελείται στη Σκύρο και ονομάζεται το έθιμο του » Γέρου». Ένας νεαρός άντρας φοράει ανάποδα μια μαλλιαρή μαύρη κάπα, ενώ το πρόσωπό του καλύπτεται με μιά μάσκα φτιαγμένη από δέρμα τράγου.
Είναι πετιτυλιγμένος με αμέτρητες σειρές κουδουνιών, έχει καμπούρα στην πλάτη, φοράει κάτι περίεργα παπούτσια, τα τροχάδια και κρατάει γκλίτσα. Πρόκειται για το γέρο – βοσκό που έχασε το κοπάδι του και έρχεται κάτω στην πόλη φορώντας τα κουδούνια των χαμένων του ζώων και χορεύει μαζί με τη φίλη του » Κορέλλα «, μιά γυναίκα που φορά μάσκα πρόβατου. Στο χορό έχει συμπληρωθεί απο το 17ο αιώνα και ο » Φράγκος «, ο Ευρωπαίος, για να προκαλεί γέλιο με τη γελιοποίηση του. Ο » Γέρος » κινείται με ένα ιδιαίτερο ρυθμό, καθώς ο » Φράγκος » φυσά ένα κοχύλι και όλοι οι ανθρώποι σε μιά πομπή κινούνται προς το μοναστήρι του άη Γιώργη, κάνοντας τέτοιο θόρυβο που θυμίζουν κοπάδι ζώων. Δεν μπορούμε, βεβαίως, να μην συνδέσουμε με τα τελετουργικά έθιμα και τις διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες της Αποκριάς, οι οποίες έχουν επικρατήσει στη λαϊκή συνείδηση. Για παράδειγμα, στην Ήπειρο την εβδομάδα της Τυρινής οι γυναίκες δε λούζονται, γιατί πιστεύουν ότι θ’ασπρίσουν τα μαλλιά τους. Στην Κεφαλονιά τον πρώτο μασκαρά που θα συναντήσει κάποιος πρέπει να τον εξορκίσει με τις παρακάτω φράσεις: << Σίδερο το κεφάλι μου, κοφίνι το δικό σου >>.
Στη Μεθώνη το βράδυ της Τυρινής πηγαίνουν στα φιλικά σπίτια και αλείφουν την πόρτα με γιαούρτι. Επειδή, όπως πιστεύουν στη Σκύρο, όποιος φταρνιστεί στο τραπέζι της Τυρινής << δεν θα τον βρεί ο χρόνος >>, για να ξορκίσουν το κακό, σχίζουν το πουκάμισο του απο το μπροστινό μέρος μέχρι τη μέση.
Τα Ψυχοσάββατα
Δεν είναι φυσικά τυχαίο που σε αυτήν την περίοδο της γενικής ευθυμίας και διασκέδασης, υπάρχουν καθορισμένες ημέρες οι οποίες είναι αφιερωμένες στους νεκρούς. Είναι τα Σάββατα της Κρεατινής, της Τυρινής, καθώς και της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής, τα οποία είναι γνωστά με την ονομασία Ψυχοσάββατα. Να θυμίσουμε πάλι πως τα Ανθεστήρια ήταν και γιορτή των νεκρών, καθώς η γή μπορει να δέχεται στην αγκαλιά της το νεκρό, μα είναι και η μήτρα από την οποία έχει προέλθει κάθε μορφή ζωής. Μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν πως οι χοροί για την επίκληση των πνευμάτων συνδέεται στενά και με τις ψυχές των νεκρών, οι οποίες θεωρείται ότι επιστρέφουν σ’αυτόν τον κόσμο απο την πρώτη εβδομάδα των Αποκριών και τελούνται τελετές για τη συγχώρεσή τους και την ανάπαυση τους στον άλλον κόσμο. Αυτές τις ειδικές ημέρες παρασκευάζουν σε κάθε σπίτι κόλυβα, χυλό, χαλβά ή φαγητό και τα διανέμουν << για να σχωρεθούν τα πεθαμένα >>. Ακόμα μεταβαίνουν στους τάφους των προσφιλών νεκρών τους, όπου και τα εναποθέτουν ώς προσφορά για το νεκρό τους.
Στα ανθεστήρια παρασκεύαζαν την αποκαλούμενη πανσπερμία, ένα χυλό απ’όλα τα είδη των όσπριων που μαγείρευαν μαζί, από την οποία απαγορευόταν να φάει κάποιος, αφού την πρόσφεραν μόνο στους νεκρούς. Επίσης, την ίδια εποχή στη Βοιωτία εορταζόταν τα Αγριώνια, γιορτή του Διονύσου που ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς. Σήμερα, κατά το επιμνημόσυνο δείπνο προσφέρεται η μακαρία, για να μακαρίσουν δηλαδή να ευχηθούν οι ζωντανοί τους νεκρούς. Από τη σύνθεση των λέξεων << Μακαρία – Αιώνια >>προέκυψε η λέξη μακαρόνια, γι’αυτό και η Τυρινή εβδομάδα αποκαλείται μακαρονού. Αξίζει να προσθέσουμε ότι η λέξη κόλλυβα είναι αρχαϊκή. Ο κόλλυβος ήταν ο κόκος των δημητριακών καρπών και όπως είναι γνωστό μέχρι σήμερα, τα κόλλυβα παρασκευάζονται από βραστό σιτάρι.
Η Καθαρή Δευτέρα
Οι γιορτές των Αποκριών ολοκληρώνονται την Κυριακή της Τυρινής και η επομένη μέρα, ή << Καθαρή Δευτέρα >> αποκαλείται << Πρωτονήστιμη >> και << Αρχιδευτέρα >>, γιατί είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής. Λέγεται ότι αποκαλείται καθαρή, γιατί απ’το πρωί αυτής της ημέρας, κάθε νοικοκυρά πλένει και καθαρίζει με ζεστό σταχτόνερο όλα τα μαγειρικά της σκεύη. Ένα από τα πιό σημαντικά έθιμα αυτής της ημέρας, εκτός από τα κούλουμα, τελείται στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και ονομάζεται << Μπουρανί >>. Εκεί, τις πρωϊνές ώρες, διάφορες ομάδες που ακόμα γιορτάζουν, ανάβουν μιά φωτιά στη μέση της πλατείας ή σ’ένα σταυροδρόμι και βράζουν σε μεγάλη χύτρα το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, που το αποκαλούν Μπουρανί { Μιά χορτόσουπα που γίνεται χωρίς λάδι, με σπανάκι και λίγο ρύζι, στην οποία ρίχνουν και λίγο ξύδι για να νοστιμίσει }. Ενώ το μπουρανί βράζει πάνω στη φωτιά, η συντροφιά συνεχίζει το γλέντι της, πίνοντας και τραγουδώντας διάφορα άσεμνα τραγούδια ή πειράζοντας όποιον διαβάτη τύχει να περνάει απο εκεί ή ακόμα πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Πρόκειται για άλλο έθιμο που ουσιαστικά περιέχει στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας, καθώς ήδη γνωρίζουμε ότι οι αστεϊσμοί και τα εύθυμα τραγούδια ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των φαλλοφόρων γλεντοκόπων των γιορτών του Διονύσου.
Όταν τελειώσει το μαγείρεμα του μπουρανιού, το παίρνει η συντροφιά και πηγαίνει στηνεξοχή όπου συνεχίζουν με αμείωτο κέφι το γλέντι τους. Παλαιότερα, όταν επέστρεφαν από την εξοχή, έχριζαν κάποιο άτομο από την παρέα τους << Βασιλιά >> και του έβαφαν το πρόσωπο μαύρο, του τοποθετούσαν στο κεφάλι ένα φέσι και με σοβαρότητα άρχιζε να δικάζει και να επιβάλλει πρόστιμα. Μετά τον έβαζαν ανάποδα πάνω σ’ένα γάιδαρο, του έδιναν να κρατάει την ουρά του γαϊδάρου και τον περιέφεραν στην πόλη με διάφορες άσεμνες πράξεις και λόγια και στα χέρια τους κρατούσαν φαλλούς πήλινους, ξύλινους ή απο καρότα.
Τελικά, το βράδυ μετέφεραν το << Βασιλιά >> σε κάποιο λάκκο με νερό, όπου και τον έριχναν. Το τελευταίο έθιμο της αποκριάς που ταυτόχρονα σηματοδοτεί και το τέλος της γενικής ευθυμίας και του ξεφαντώματος είναι η κηδεία ή το κάψιμο του Καρνάβαλου. Στο χωριό Λευκόγεια της Κρήτης το απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας γίνεται η κηδεία του Καρνάβαλου. Αφού όλοι οι κάτοικοι μουτζουρώσουν τα πρόσωπα τους, πηγαίνουν στην πλατεία του χωριού κι ένας απ’αυτούς ξαπλώνει επάνω σε μια σανίδα και παριστάνει το νεκρό. Τον κηδεύει η Σαρακοστή, που την παριστάνει ένας άνδρας ντυμένος γυναίκα, ψηλός, αδύνατος.
Ταυτόχρονα χτυπάνε πένθιμα οι καμπάνες της εκκλησίας και παιδιά μουτζουρωμένα κρατάνε τα στεφάνια και παρίστανται και όλοι οι συγγενείς του, που είναι οι μασκαράδες και όλοι μαζί μοιρολογούν και λένε: << Ελάτε και στο ξόδι του, κάμετε το σταυρό σας έως τα χτές γλεντάγατε με τούτον στο πλευρό σας κλπ >>.
Ταυτόχρονα το άτομο που παριστάνει τον παπά ψάλλει τα παρακάτω:
<< Εμείς ετούτον κλαίομεν, εμάς ποιός θα μας κλάψει; Όπου το σκορδοκρέμμυδο τ’άντερα θα μας κάψει >>.
Μετά η πομπή γυρίζει όλο το χωριό και καταλήγει στον περίβολο της εκκλησίας, όπου τελειώνει και η παράσταση. Την Καθαρή Δευτέρα, επίσης συνηθίζεται να τελούνται και διάφορες ειδικές πράξεις, που πιστεύεται ότι αποκαλύπτουν το μέλλον. Οι πιό συνηθισμένες απ’αυτές είναι οι παρακάτω:
1 } Κάλεσμα ή προσκάλεσμα ή δέσιμο της μοίρας με σκοπό να προκαλέσουν μαντικό όνειρο και προβαίνουν στις παρακάτω ενέργειες. Το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας το ανύπανδρο κορίτσι βάζει στη μέση του ένα χρυσομάντηλο, του οποίου τα δύο άκρα δένει με τρείς κόμπους προφέροντας τις παρακάτω φράσεις:
<< Αγία Δευτέρα βγαίνοντας Αγία Τρίτη μπαίνοντας Αγία Τριάδα αληθινή όπου σε στέλνει να διαβείς τη μοίρα μου να πας να βρείς να’ρθεί απόψε να μου ειπεί ποιόν άντρα θελά πάρω >>.
2 } Αρμυροκουλούρα. Για την παρασκευή της πρέπει να τηρηθούν απαραίτητα οι παρακάτω κανόνες. Το αλεύρι πρέπει να είναι κλεμμένο από τρία σπίτια που δεν έχουν πίκρες ή που δεν έχουν τελέσει δεύτερο γάμο.
Το ζύμωμα της πρέπει να γίνει απο άτομο παρθένο, το οποίο ρίχνει το αλάτι στην αρμυροκουλούρα ανάποδα, δηλαδή με τα χέρια του πίσω από την πλάτη και πρέπει να παρασκευάσει τρείς κουλούρες. Μετά τις ψήνουν στα κάρβουνα και παίρνουν από κάθε κουλούρα μιά μπουκουνιά { Μπουκιά }. Απ’αυτές τις μπουκιές τη μία θα τη φάνε, την άλλη θα την αποθέσουν στην ταράτσα της κατοικίας τους και την άλλη θα την τοποθετήσουν κάτω από το μαξιλάρι. Στο όνειρο εκείνης της βραδιάς, αν ονειρευτούν ένα νέο που κρατάει μιά μικρή πήλινη στάμνα, η οποία είναι καπνισμένη από τη τη φωτιά, τότε ο άνδρας τους θα είναι χήρος.
3 } Σαρακοστοκουλούρα, η οποία είναι κουλούρα με προζύμι που ζυμώνουν με τα μακαρόνια της Αποκριάς. Την ψήνουν κάτω, σε μιά γωνιά και το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, μόλις ξυπνήσουν, την κυλάνε στο πάτωμα. Αν κυλήσει δεξιά, τότε το μέλλον θα είναι ευνοϊκό, άν όμως, κυλήσει αριστερά, τότε τα εισοδήματα τους θα είναι ελάχιστα.
Ο Διόνυσος Ζεί;
Ίσως δεν είναι τυχαίο που οι γιορτές του Διονύσου, οι σημερινές Απόκριες, κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα στις χιλιετίες, ούτε μοιάζει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ζωή μας, ώς λαού, είναι συνυφασμένη με το ελεύθερο πνεύμα της χαράς και της αισιοδοξίας, όσες κι αν είναι οι δυσκολίες που περνάμε. Ίσως τελικά, να έχουμε διατηρήσει ζωντανό το Διονυσιακό πνεύμα, το αρχέτυπο εκείνης της θεότητας, που ακόμη και στη θυσία πηγαίνει με γλέντι, χαρά και αισιοδοξία, εκείνης της θεότητας που αιώνια μας καλεί στη θεία μέθη…
(Το άρθρο μας έστειλε ο Γιώργος Γαβρίλης)