Τα ευεργετικά ροφήματα του χειμώνα
Μια από τις καλύτερες ‘συντροφιές’ για τις κρύες ημέρες του χειμώνα, αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα φλιτζάνι ζεστό αφέψημα ή έγχυμα από το αγαπημένο μας βότανο.
Ο Ιπποκράτης και αργότερα ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης, εστίασαν και κατέγραψαν με σχολαστική επιμέλεια τη θεραπευτική δράση εκατοντάδων βοτάνων, αιώνες πριν. Η γνώση αυτή μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, εμπλουτισμένη κάθε φορά με καινούρια στοιχεία και παρατηρήσεις. Σήμερα δεκάδες τεκμηριωμένες μελέτες, έρχονται να επιβεβαιώσουν τα οφέλη υγείας πολλών βοτάνων.
Πέρα όμως από τις ιδιαίτερες θεραπευτικές χρήσεις διαφόρων βοτάνων, η απλή πόση ενός αφεψήματος (παρασκευάζεται όταν βράσουμε τα μέρη του βοτάνου μαζί με το νερό και κατόπιν σουρώσουμε) ή ενός εγχύματος (παρασκευάζεται όταν βράσουμε σκέτο νερό, κατόπιν το ρίξουμε στα μέρη του φυτού και σουρώσουμε μετά από κάποια λεπτά) αποτελεί σίγουρα μια υγιεινή συνήθεια.
Ας δούμε λοιπόν από κοντά κάποια από τα αγαπημένα μας φυτά από τα οποία παίρνουμε ευεργετικά ροφήματα, τονώνοντας την άμυνα του οργανισμού μας.
Ξεκινώντας από το ‘τσάι του βουνού’ θα πρέπει να τονίσουμε πως ουδεμία σχέση έχει με το κλασικό τσάι που γνωρίζουμε ως καθημερινή συνήθεια των φλεγματικών Άγγλων.
Το τσάι του βουνού που ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών φυτών και το γένος Σιδηρίτις (sideritis sp.), εμπεριέχει τρεις φυτοχηµικές οµάδες με έντονη βιοχημική δράση: φλαβονοειδή, διτερπένια και συγκεκριμένα πτητικά συστατικά.
Οι ουσίες αυτές ευθύνονται τόσο για την αντιφλεγμονώδη δράση σε οξεία φάση φλεγμονής που παρουσιάζει το τσάι του βουνού, όσο και για τις αντιοξειδωτικές του ιδιότητες.
Μελέτες, υποδεικνύουν προληπτικά οφέλη που προκύπτουν από το τσάι του βουνού έναντι του ενδεχομένου εμφάνισης καταρράκτη (Tomas –Barberan et al 1986), θρόμβων (Villar et al 1985) και υπέρτασης (Paya et al 1985).
Το τσάι του βουνού, το οποίο στη χώρα μας συλλέγεται από τον Όλυμπο, τον Ταΰγετο, τον Παρνασσό, την Εύβοια και την Κρήτη, δεν εμφανίζει διεγερτική δράση σε αντίθεση με το κλασικό και συνεπώς μπορεί να καταναλωθεί και βράδυ χωρίς να επηρεάσει τον ύπνο.
Το φασκόμηλο ή λατινικά Salvia officinalis L, εμπεριέχει πλειάδα βιοενεργών συστατικών όπως καμφορά (14-37%), άλφα- και βήτα-καρυοφυλλένιο, ροσμαρινικό οξύ, χλωρογενικό οξύ, διτερπένια και φλαβονοειδή όπως η ισχυρά αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη λουτεολίνη. Ασκεί ευεργετική δράση σε περιπτώσεις κρυολογήματος, λαρυγγίτιδας και φαρυγγίτιδας, ενώ λαϊκές αναφορές εικάζουν ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανακούφιση των δυσάρεστων εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων. Δεν συνιστάται η πόση του κατά την εγκυμοσύνη ή τον θηλασμό.
Το χαμομήλι αποτελεί βότανο του οποίου του έγχυμα χρησιμοποιείται πολύ συχνά για τις χαλαρωτικές και αντισηπτικές του ιδιότητες.
Οι επιδράσεις του στο πεπτικό σύστημα είναι ιδιαιτέρως ευεργετικές και καταπραϋντικές, όπως και σε κάθε μόλυνση βλεννογόνου του οργανισμού μας (πολύ συχνά άλλωστε χρησιμοποιείται και με τη μορφή κομπρέσας για μολύνσεις των ματιών). Η στοματίτιδα, χαρακτηριστική φλεγμονή που παρουσιάζεται σε ασθενείς υπό χημειοθεραπεία, μπορεί επιτυχώς να αντιμετωπιστεί με την καθημερινή συστηματική κατανάλωση χαμόμηλου. Αν και γενικώς ασφαλές, το χαμομήλι πρέπει να αποφεύγεται από άτομα με διαπιστωμένη αλλεργία σε φυτά της οικογένειας Asteraceae/Compositae.
Στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα βότανα που εμπλέκονται στη θωράκιση του ανοσοποιητικού μας συστήματος, φιγουράρει η Εχινάτσεα (Echinacea). Το φυτό των αστέρων του Χόλιγουντ, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται η Echinacea, μοιάζει με μαργαρίτα και εμπεριέχει μια άκρως δραστική ουσία την εχινακίνη. Η εχινακίνη είναι ένα γλυκοσίδιο που καταπολεμά τα βακτήρια σαν φυσικό αντιβιοτικό, (6mgr εχινακίνης αντιστοιχούν εργαστηριακά σε 1 μονάδα πενικιλίνης), γεγονός που εξηγεί την αποτελεσματικότητα του φυτού σε στρεπτοκοκκικές και σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις. Σε κυτταρικό δε επίπεδο, η εχινακίνη ελαττώνει την παραγωγή της υαλουρονιδάσης, ενζύμου που ως γνωστό καταστρέφει το υαλουρονικό οξύ και οδηγεί σε λύση του συνδετικού ιστού. Πρόσφατη μελέτη, ανέδειξε τη συνεργιστική δράση της Echinacea με σκεύασμα σκόρδου, στη μείωση της διάρκειας και της έντασης της συμπτωματολογίας του κοινού κρυολογήματος, ανοίγοντας καινούριο πεδίο επιστημονικής διερεύνησης.
Το κλασικό τσάι το βρίσκουμε σε 3 βασικά είδη ανάλογα με το βαθμό ζύμωσης που έχουν υποστεί τα φύλλα του φυτού Camellia Sinensis. Έτσι στο πράσινο τσάι τα φύλλα δεν περνούν καμία διαδικασία ζύμωσης, διατηρώντας το πράσινό τους χρώμα, στο μαύρο τσάι έχουμε πλήρη ζύμωση των φύλλων που αποκτούν έτσι μαύρο χρώμα, ενώ στο λευκό τσάι τα πιο τέλεια φύλλα συλλέγονται πριν καν ανοίξουν εντελώς, διατηρώντας στην κορυφή τους ένα λευκό χρώμα στο οποίο το τσάι αυτό οφείλει την ονομασία του. Προφανώς και το λευκό τσάι, όπως και το πράσινο δεν έχει υποστεί καμία ζύμωση. Η ζύμωση του τσαγιού αναφέρεται στην ελεγχόμενη διαδικασία οξείδωσης που λαμβάνει χώρα κατά την έκθεση των φύλλων στον ατμοσφαιρικό αέρα και σταματά μέσω ξήρανσης (το τσάι περνά μέσα από στεγνωτήρες καυτού αέρα).
Βασικά συστατικά των διαφόρων ειδών τσαγιού είναι οι κατεχίνες, η καφεΐνη, η θεανίνη και το βουτυρικό οξύ.
Οι κατεχίνες αποτελούν ισχυρές αντιοξειδωτικές ουσίες και ανευρίσκονται σε μεγαλύτερα ποσά στο πράσινο και στο λευκό τσάι, από ότι στο μαύρο (φαίνεται πως η διαδικασία της ζύμωσης μειώνει την περιεκτικότητα σε κατεχίνες). Από τις κατεχίνες που γνωρίζουμε έως σήμερα, η επιγαλλοκατεχίνη (EGCG) ασκεί την πιο έντονη αντιοξειδωτική δράση. Η EGCG είναι 25-100 φορές πιο ισχυρή από ότι οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες E και C.
Το κόκκινο τσάι αν και εμπίπτει σε παρόμοια διαδικασία παραγωγής με το κλασικό τσάι, δεν έχει καμία σχέση με το φυτό Camelia Sinensis. Στη Νότια Αφρική, από όπου και προέρχεται, το Rooibos (κόκκινο τσάι), χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια ως όπλο έναντι πολλών αλλεργικών συμπτωμάτων, ενώ ερευνητικά δεδομένα το καθιστούν εξαίσιο ενισχυτικό του ανοσοποιητικού συστήματος. Το πλούσιο σε αντιοξειδωτικά Rooibos δεν περιέχει καφεΐνη, αλλά ούτε και οξαλικό οξύ και έτσι μπορεί να καταναλώνεται άφοβα από όλες τις πληθυσμιακές ομάδες.
Ο δίκταμος ή έρωντας αποτελεί φυτό που φύεται μόνο στην Κρήτη και μας δίνει ένα εξαίσιο και τονωτικό ρόφημα. Τα κυριότερα συστατικά του αιθέριου ελαίου του Δίκταμου είναι η καρβακρόλη (πανίσχυρη αντιμικροβιακή ουσία που την συναντάμε ακόμη στη ρίγανη και στο θυμάρι), η θυμόλη και η πουλεγκιόνη. Οι ουσίες αυτές έχουν ισχυρές αντισηπτικές και αντισπασμωδικές ιδιότητες.
Ο Δίκταµος χρησιµοποιείται παραδοσιακά ως επουλωτικό ρόφημα και τελευταία επιβεβαιώθηκε η δράση του κατά του έλκους του στοµάχου µε πειράµατα που έγιναν σε στελέχη ελικοβακτηριδίου του πυλωρού (Helicobacter pylori).
(Πηγή: Άρθρο του Κ. Ξένου στο www.iatrosnet.gr)