Ηταν κάποτε … μια βάρκα.
Κάποτε ήταν ένας νέος που ήθελε να γίνει ψαράς. Χρειαζόταν όμως και μια βάρκα.
Διάλεξε το σκαρί τό ‘δωσε παραγγελία στο καρνάγιο , κι όταν το σκάφος ετοιμάστηκε τό ‘ριξε στη θάλασσα.
Ύστερα αγόρασε τα δίχτυα, τα παραγάδια και τα άλλα σύνεργα και ρίχτηκε στο πέλαγος. Έτοιμος να το δαμάσει, να το οργώσει, να το αλωνίσει.
Κι η θάλασσα άκουγε τη βάρκα του να σκίζει τα νερά της και σεβόταν την ανάγκη και τον κόπο του κι έστελνε απλόχερα τα καλούδια της στα δίχτυα του. Να ταϊσει τα παιδιά του, γιατί από αυτό και μόνο ζούσε ο ψαράς.
Δεν υπήρχε νύχτα ή μέρα. Όλες τις ώρες έβγαινε η βάρκα, ανάλογα με τη ψαριά . Το χάραμα παραγάδι ,τη νύχτα πυροφάνι το απόγιομα το ρίξιμο…
Και ο ψαράς έριχνε και η θάλασσα έδινε…Και γιόμιζαν οι κόφες και τα δίχτυα , και τα ψάρια έβγαιναν και πουλιόντουσαν και γέμιζε και το πιάτο και η τσέπη του ψαρά.
Κι όταν η θάλασσα κουραζόταν , αγρίευε κι έβγαζε μπουρίνι και φουρτούνα κι έστελνε έτσι μήνυμα στον ψαρά να την αφήσει λίγο να ξαποστάσει. Και ο ψαράς την άφηνε να ξεκουραστεί, να καλμάρει ώσπου να μπουνατσάρει πάλι.
Κουραζόταν κι η βάρκα όμως και άρχισε να αγκομαχάει. Σκαρφιζότανε κι αυτή τρόπους να ξεκουραστεί λίγο. Μια το κουπί, μια η περπέλα, μια τα νερά που έμπαζε, κι έτσι ο ψαράς την έβγαζε για λίγο στο καρνάγιο κι η βάρκα έπαιρνε ανάσα και δυνάμεις ώσπου να ξαναβγεί στο πέλαγος και να ξαναγεμίσει ψάρια. Αργότερα της έβαλε μηχανή κι η βάρκα έκανε συχνότερα κοπάνες.
Πως και πώς περίμενε η βάρκα την ώρα του γυρισμού. Να πέσει το σίδερο και να τη σιγουρέψει στο μώλο. Μετά ο ψαράς την φρόντιζε ,την σκέπαζε κι αφού έπαιρνε μαζί με την ψαριά του το δρόμο για το σπίτι,η βάρκα άραζε ως την άλλη μέρα στο καραμισάλι της και περίμενε και τις άλλες βάρκες να φτάσουν.
Κι έφταναν η μια μετά την άλλη κατάκοπες, βρεγμένες και ζαλισμένες από το κούνημα.
Κι εκεί σαν καλές φιλενάδες μαζεύονταν όλες κι άρχιζαν τα δικά τους.
Πώς πέρασαν ,τι φόρτωσαν,πώς κουνήθηκαν , πώς ταξίδεψαν…..
Και, όπως σε όλες τις »γυναικοπαρέες », ανταγωνισμός υπήρχε και εδώ. Κάποιες φαντασμένες, μεγαλύτερες, κοκορεύονταν κιόλας και τσάντιζαν τις μικρότερες που ήταν εκτός συναγωνισμού.
Καυγάς γινόνταν και για τη θέση καμιά φορά μιας και αυτές που έφταναν πρώτες είχαν καλύτερο αραξοβόλι.
Στο τέλος όμως πάντα αγαπημένες, η μια πλάι στην άλλη, αποκοιμιόντουσαν και ονειρεύονταν ήρεμες θάλασσες και καλές ψαριές….
Η καλύτερη στιγμή μιάς κοπιαστικής μέρας!
Οι ψαράδες κατέβαιναν συχνά στο λιμάνι . Εκεί, πλάι στις βάρκες, μπάλωναν τα δίχτυα τους κι έπιαναν κουβέντα ο ένας με τον άλλον. Οι βάρκες άκουγαν βουβές και έκλειναν το μάτι η μιά στην άλλη.Κουτσομπόλες!!!
Πολλές φορές τον ψαρά τον βοηθούσε και η υπόλοιπη οικογένεια. Αν δεν υπήρχαν άλλοι άντρες βοηθός γινόταν η γυναίκα του ψαρά. Πιστή σύντροφος σε όλα είχε μάθει καλά να κάνει »κράτει» κι »ανάποδα» και να φιλοδρομάει με μαεστρία το παραγάδι.
Κι έτσι πέρναγαν τα χρόνια και όλα άρχιζαν σιγά-σιγά να αλλάζουν. Ο ψαράς μεγάλωνε και κουραζόταν. Και η βάρκα γερνούσε μαζί του και άντεχε όλο και λιγότερο.
Το ψάρεμα έγινε μοντέρνα ασχολία πολλών,»χόμπυ» καθώς λένε . Οι ψαράδες έγιναν πολλοί , κι αλώνιζαν τη θάλασσα που θύμωνε κι έδινε όλο και λιγότερα καλούδια. Τα σκάφη που την διέσχιζαν είχαν μεγάλες μηχανές και έτρεχαν γρήγορα. Η θάλασσα νευρίαζε και τα ψάρια φοβόντανε κι έτρεχαν να κρυφτούν.
Η βάρκα μας φτωχή σε εξοπλισμό και μέγεθος δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα μεγάλα σκαριά με τις γρήγορες μηχανές και τα βυθόμετρα. Και οι ψαράδες με την σειρά τους έπρεπε να εκσυγχρονιστούν κι αυτοί για να μπορέσουν να πάρουν πίσω το μεροκάματο από τους »άρπαγες» με τα μεγάλα σκάφη και τα σύγχρονα μηχανήματα. Είχαν μεγαλώσει όμως και χρειάζονταν και χρήματα και χέρια. Και δεν τα είχαν όλοι.
Έτσι οι βάρκες άρχισαν σιγά -σιγά να λιγοστεύουν και στην θέση τους να έρχονται μεγάλα καίκια και σκάφη με δυνατές μηχανές. Κι η βάρκα μας έχανε μια- μια τις φιλενάδες της . Κάποιες πουλήθηκαν,άλλες εγκαταλείφθηκαν και άλλες έμειναν αραγμένες στο μώλο τους ανήμπορες να βάλουν πλώρη για οπουδήποτε.
Κι η βάρκα μας μοιραία τις ακολούθησε . Έμεινε δίπλα τους να λούζεται απ΄τον ήλιο και να βρέχεται απ΄το κύμα που έσκαγε ως την άκρη.
Κι ο ήλιος σιγά-σιγά την έκαιγε και το νερό την σάπιζε.
Έμεινε όμως εκεί για να θυμίζει ότι κάποτε ήταν μια βάρκα που έσκιζε την θάλασσα και τάιζε φαμελιές…
Χριστίνα
26 Οκτωβρίου 2024 @ 19:19
Κυρία Καββαδά με συγκινήσατε βαθειά με αυτό το τόσο τρυφερό και γλυκό κείμενό σας.
σας ευχαριστώ πολύ!!!
Χριστίνα
Τράτα
2 Νοεμβρίου 2024 @ 17:32
Σαπίζει η βάρκα και όταν οι κληρονόμοι δε βάζουν το χέρι στη τσέπη για να τη φκιαξουνε , υπάρχει κι αυτό έ ;