Ελα να παίξουμε… όπως παλιά. Το Κότσι («Βασιλίτσι»)

Στα κατοχικά και στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια στα χωριά της Λευκάδας τα παιδιά παίζανε με μανία «το κότσι».

Φυσικά «το κότσι» ήταν ένα παραδοσιακό παιγνίδι, το κληρονομήσαμε από τους γονείς μας. Τώρα, θαρρώ, δεν παίζεται πια, εγώ τουλάχιστο τα τελευταία χρόνια, που ζούσα στα χωριά μας, δεν είδα παιδιά να το παίζουνε. Σήμερα τα παιδιά ασχολούνται με το ποδόσφαιρο.

Το «κότσι» ήτανε βασικά παιγνίδι μεταπασχαλινό. Αμέσως μετά τη Δευτέρα της Λαμπρής, που κατά το έθιμο οι χωριανοί της Λευκάδας ψένουνε το κατσίκι τους ή το αρνί, τα παιδιά έστρωναν το παιγνίδι αυτό στις αυλές των σπιτιών. Και τούτο γιατί το παιγνίδι παίζεται με βασικό κι’ απαραίτητο όργανο το «κότσι», την επιγονατίδα των δύο πισινών ποδιών των σφαχτών της Λαμπρής.

Το να σφάζει κάποιος αρνί ή κατσίκι στα χωριά της Λευκάδας εκείνα τα χρόνια, ήταν υπόθεση σπάνια. Οι περισσότεροι χωρικοί τρώγαμε κρέας τα Χριστούγεννα (κυρίως χοιρινό από δικό μας θρεφτάρι) και τη Λαμπρή (το δικό μας κατσίκι ή τ’ αρνί μας). Ποιος είχε τότε ν’ αγοράσει απ’ τον χασάπη (χώρια που κι’ αυτός σπάνια έσφαζε) τις άλλες Κυριακές ή γιορτές του χρόνου; Γι’ αυτό κι ήταν σπάνιο κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου ν’ αποκτήσουν τα παιδιά το απαραίτητο αυτό όργανο, το κότσι.

Αλλά τη Δευτέρα της Λαμπρής τα πράγματα άλλαζαν: Κάθε παιδί γινόταν κύριος και κάτοχος σ’ ένα ή δύο από τα πολύτιμα αυτά όργανα. Κι’ αμέσως άρχιζε το παιγνίδι.

Στρωνόμαστε σ’ ένα επίπεδο της αυλής. Ισάζαμε ένα κομμάτι του χωματένιου δάπεδου και διπλοπόδι καθόμαστε γύρω – γύρω. Στη μέση βάζαμε τα δύο συμπληρωματικά όργανα του παιγνιδιού το «βασιλιά» και τον «γρομπατσά» ή «γουρμπατσά». Και φυσικά το κότσι.

Ο «βασιλιάς» ήταν ένα απλό ξύλο 25-30 εκατοστά, από αποκλάδι συνήθως ή κάτι τέτοιο. Ο γρομπατσάς -σ’ άλλα μέρη της Χώρας τον λένε «Δερβίση»- ήταν ένα όργανο φτιαγμένο από μας τους ίδιους με ξεχωριστή επιμέλεια. Παίρναμε ένα μακρύ μαντήλι της τσέπης, απ’ αυτά που σκουπίζαμε τη μύτη μας, εκείνου που το είχε πιο καθαρό. Το στρίβαμε δυνατά, κρατώντας το από τη μια μεριά ένας κι’ απ’ την άλλη ένας άλλος. Αφού στριβόταν όσο γινόταν πιο σφιχτά, ενώναμε τα δύο άκρα του, που κομπιάζαμε, για να μη ξεστριφτεί. Έτσι στη μέση -που με το δίπλωμα γινόταν η μπροστινή του άκρη- το μαντήλι έσφιγγε και γινόταν σκληρό σα ξύλο.

Τώρα είμαστε έτοιμοι για το παγνίδι. Έπαιρνε ένας το κότσι και τόριχνε στο ισασμένο δάπεδο. Το εξαεδρικό όργανο ήτανε εύκολο να σταθεί σε μια μόνο από τις τέσσερις «έδρες» του. Οι άλλες δύο πλευρές ήταν πολύ λεπτές και πολύ καμπυλωτές κι’ έτσι σχεδόν ποτέ το κότσι δεν «στεκόταν» σ’ αυτές.

Ανάλογα λοιπόν, με την «έδρα» που ακουμπούσε στο χώμα, ερχόταν στην επάνω επιφάνεια η απέναντι πλευρά, που είχε και την δική της ονομασία: Την μια πλευρά τη λέγαμε «Βασιλιά», την απέναντί της «Γρομπατσά», την τρίτη «Λύμπα» και την δική της απέναντι «Γάιδαρο».

Οι παίχτες με τη σειρά γύρω-γύρω από μια φορά ο καθένας ρίχναμε το κότσι, όπως ρίχνουν τα ζάρια στο τάβλι. Ο πρώτος που θα έριχνε «Βασιλιά» ή «Γρομπατσά» έπαιρνε το αντίστοιχο όργανο και αποκτούσε την αντίστοιχη εξουσία. Όταν όμως ο επόμενος παίχτης έριχνε κι’ αυτός «Βασιλιά» ή «Γρομπατσά» τότε αυτός έπαιρνε το όργανο και την εξουσία.

Για να ασκήσει την εξουσία του ο κάτοχος έπρεπε να κατέχει ένα μόνο από τα όργανα.

Τώρα έστω ότι ο παίχτης άλφα κατέχει το «Βασιλιά» κι’ ο παίχτης βήτα τον «Γρομπατσά». Ο παίχτης γάμα ρίχνει το κότσι και φέρνει «Λύμπα». Αυτό δεν έχει καμιά επίπτωση στο παιγνίδι ή τον πάιχτη. Έστω τώρα πάλι ότι ο παίχτης δέλτα φέρνει «Γάιδαρος».

Τότε άρχιζε η δικαιοδοσία της εξουσίας. Ο «Βασιλιάς» έδινε διαταγή στον «Γρομπατσά» να χτυπήσει τον παίχτη που έφερνε «Γάιδαρος». Το δάρσιμο γινόταν με το όργανο «Γρομπατσάς» στις παλάμες του τιμωρημένου παίχτη εναλλακτικά. Ο «Βασιλιάς» όριζε και τον αριθμό των χτυπημάτων.

Συνήθως δινόταν η διαταγή:

– Πέντε!

Τότε ο «Γρομπατσάς» χτυπούσε πέντε «ξυλιές» στον τιμωρημένο πάιχτη. Αυτός τις δεχότανε αγόγγυστα.

Μα όταν ο «Βασιλιάς» δεν «χώνευε» τον άτυχο παίχτη διάταζε:

– Δέκα και το παχύ τ’ αρνί.

Δέκα ξυλιές κι’ η τελευταία ιδιαίτερα δυνατή (αυτή ήτανε το παχύ τ’ αρνί).

Η τιμωρία ήτανε περισσότερο ή λιγότερο σκληρή, ανάλογα με τα συναισθήματα που έτρεφε ο «Βασιλιάς» απέναντι στον τιμωρημένο παίχτη. Αλλά και τα συναισθήματα του εκτελεστικού οργάνου, του «Γρομπατσά», παίζανε μεγάλο ρόλο στην τιμωρία του παίχτη. Ο «Γρομπατσάς» εκτελούσε τις διαταγές με σκληρότητα ή με επιείκεια.

Κι’ όσο τα παιγνίδι προχωρούσε, κι’ όσο ο «Βασιλιάς» άλλαζε κάτοχο, τόσο τα πράγματα δυσκόλευαν, τα μίση «φούντωναν» και οι αντεκδικήσεις κυριαρχούσαν. Ο αριθμός των χτυπημάτων μεγαλώνει, ο «Γρομπατσάς» χτυπούσε μ’ όλη του τη δύναμη, ώσπου κάποιος, μη αντέχοντας πια το «ξύλο» τόβαζε στα πόδια.

Μου συνέβηκε μια φορά προσωπικά. Με τον κάτοχο του «Βασιλιά» οξύνθηκαν οι σχέσεις μας. Κι’ έφερα «Γάιδαρο». Βαρύγδουπη έπεσε η διαταγή:

– Σαράντα και κάθε δέκα το παχύ τ’ αρνί!…

Κι’ έλα που δεν είχα καμιά εκτίμηση στα συναισθήματα του «Γρομπατσά». Κι έκρινα ότι το φρονιμότερο ήτανε να του δίνω.

Με κυνήγησαν ως το σπίτι. Ο πατέρας γελώντας, όταν άκουσε τι συνέβαινε, είπε αποφθεγματικά:

– Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.

Που πάει να πει, πως είχα χρέος, να κάτσω να της φάω. Κι’ αν είμουνα λεβέντης να σφίξω τα δόντια, να υποστώ το μαρτύριο, να μη σκούξω.

Ήτανε, στ’ αληθινά, μαρτύριο. Τα χέρια μας κοκκίνιζαν, σφίγγαμε τα δόντια να μη κλάψουμε. Μα κάποτε στα μάτια ξεσπούσε η βροχή.

Μωρέ τι μας λες; Να κάτσω γω να κάνω το χατήρι του Κώστα, να τις φάω!…

Ο Κώστας ήτανε ο βασιλιάς. Πολλοί κρίνανε σε τέτοιες περιπτώσεις ότι ήτανε πιο φρόνιμο, να χαλάμε τους κανόνες του παιγνιδιού. Δίναμε μια κει πέρα και γκρεμίζαμε την αυταρχία και την σκληρότητα του φοβερού ζευγαριού. Βασιλιά και Εκτελεστή.

Έτσι απλά, μέσα από τους κανόνες του παιγνιδιού, εκτιμούσαμε τον αληθινό χαρακτήρα της ασύδοτης βασιλικής εξουσίας και την τυφλή ευθυγράμμιση του Εκτελεστή «Γρομπατσά», που είχε χρέος να είναι πιο κοντά στους καταδυναστευόμενους, παρά στον «Βασιλιά». Κι’ επειδή δεν μπορούσαμε να δώσουμε άλλη λύση ερχόταν αυθόρμητα κι’ αληθινά, χωρίς υπόδειξη, μόνη της, γέννημα της ανάγκης. Ήτανε μια φυσική κατάσταση, μια επανάσταση.

Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως ξανάπα, τον «Γρομπατσά» τον έλεγαν «Δερβίση». Εδώ φαίνεται ολοκάθαρα, πως ο λαός ζευγάρωσε ταιριαστά τις δύο σκληρές εξουσίες, που τον βασάνιζαν πλειότερο: Την βασιλική και την τούρκικη. Έτσι οι απλοί άνθρωποι καταργώντας τα ιστορικά πράγματα, ταύτισαν τις δύο μορφές της τυραννικής εξουσίας.

Είναι αλήθεια πολύ σοφός ο λαός, όταν με την πείρα του δημιουργήσει απλά τις μορφές εκείνες, που εκφράζουν την όποια αλήθεια στα κοινωνικά πράγματα. Ο λαϊκός πολιτισμός είναι γεμάτος από τόσες σοφές εκδηλώσεις -με ποικίλες μορφές- που όσο τα χρόνια διαβαίνουν τόσο τις καταξιώνουν στην κρίση και την εκτίμησή μας.

Κι’ αργά, αλλά σταθερά, έρχεται μια μέρα η δικαίωσή τους.

ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
«Το κότσι» – ΤΟΥ ΝΑΠ. ΔΟΥΒΙΤΣΑ

Πηγή: Ηχώ της Λευκάδος (Μηνιαία Εφημερίς των Απανταχού Λευκαδίων), Χρόνος 7ος, Αρ. Φύλ. 75-76, Μάρτιος – Απρίλιος 1977