Στo πλαίσιο του προγράμματος «Επιφανειακή Έρευνα Μεγανησίου» που υλοποιείται από το Τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης σε συνεργασία με τη ΛΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων μελετάται η ιστορία της νήσου Μεγανησίου και των δορυφορικών της νησίδων, καθώς και το φυσικό τους περιβάλλον. Η μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος των νησιών πραγματοποιείται από το Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστήμιου Πατρών. Οι βιολόγοι του Πανεπιστημίου πέρασαν το φθινόπωρο μια εβδομάδα στο νησί για να συλλέξουν τα διάφορα ζωικά είδη από τις ειδικές παγίδες που είχαν στήσει για την έρευνά τους. Να τι μας είπαν για την έρευνά τους αυτή:
«Στόχος της έρευνάς μας είναι να γνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε τη βιοποικιλότητα της περιοχής (δηλαδή την ποικιλομορφία των οργανισμών που ζουν στην περιοχή), μελετώντας κυρίως τη χερσαία πανίδα της (το σύνολο των ζώων) και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των οργανισμών. Από τη μελέτη της πανίδας μπορούμε να δούμε ποια είδη κατόρθωσαν τελικά να αποικίσουν τα νησιά και πώς αυτά τα είδη προσαρμόστηκαν στις ιδιαίτερες και ευμετάβλητες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτά.
Τα νησιά αυτά υπήρξαν μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν ενωμένα με τις γειτονικές περιοχές Αιτωλοακαρνανία και Λευκάδα. Αυτό οφείλεται στο φαινόμενο ότι κατά τις παγετώδεις περιόδους η μέση θερμοκρασία της γης γίνεται αρκετά χαμηλότερη από τη σημερινή, με αποτέλεσμα τη συσώρευση πάγων γύρω από τους πόλους της γης. Με αυτό τον τρόπο, η στάθμη της θάλασσας πέφτει και συνεπώς, επιτρέπει την ένωση των νησιών με την ηπειρωτική περιοχή (κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο η στάθμη της θάλασσας ήταν 120 μέτρα χαμηλότερη απ’ ότι σήμερα). Αντιθέτως, κατά τις μεσοπαγετώδεις περιόδους, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, οι πάγοι λιώνουν και η στάθμη της θάλασσας ανυψώνεται, με αποτέλεσμα τα νησιά να απομονώνονται.
Κατά συνέπεια, αναμένουμε κάθε νησί να φιλοξενεί ένα συνδυασμό των ειδών της γειτονικής ξηράς με μικρότερη ή μεγαλύτερη διαφοροποίηση. Έτσι, είναι δυνατόν να παρατηρήσουμε τις προσαρμογές των διαφόρων ειδών σε διαφορετικούς βιοτόπους (δηλαδή στις περιοχές όπου ζουν και οι οποίες χαρακτηρίζονται από ορισμένες συνθήκες), τις αποκρίσεις τους στις περιβαλλοντικές μεταβολές, τις ανθρώπινες δραστηριότητες, καθώς και την παρουσία ή απουσία άλλων ειδών. Ιδιαίτερα η μελέτη των σχέσεων μεταξύ των ειδών στο χώρο μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε εάν κάποια είδη τείνουν να συνυπάρχουν ή να αλληλοαποκλείονται. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, τα νησιά θεωρούνται φυσικά εργαστήρια της βιοποικιλότητας.
Τα πρώτα στοιχεία της έρευνάς μας δείχνουν ότι τα νησιά αυτά φιλοξενούν πλούσια βιοποικιλότητα, με ενδιαφέροντα είδη ασπονδύλων (π.χ. αράχνες, έντομα, σαλιγκάρια), ερπετών, πουλιών και θηλαστικών.
Με τη διεξαγωγή μιας εκτεταμένης έρευνας που βασίζεται στη συνεργασία ερευνητών διαφορετικών επιστημονικών πεδίων έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε σε βάθος την ιστορία του τόπου μας και των προγόνων μας, να κατανοήσουμε την εξέλιξη του φυσικού περιβάλλοντος μας, καθώς και την αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης».