«Μια φορά κι έναν καιρό…»
Πριν λίγο διάστημα ο τυπογράφος Μάκης Βεργίνης μου ενεχείρισε ένα βιβλίο που εκτύπωσε ο ίδιος. Πρόκειται για το «Μια φορά κι έναν καιρό», του Φίλιππου Π. Λάζαρη. Είναι μια συλλογή διηγημάτων και ποιημάτων, ενώ στο τέλος περιλαμβάνει και ένα μικρό γλωσσάρι ιδιωματισμών και μια λίστα τοπωνυμίων των Λαζαράτων. Την έκδοση ανέλαβε ο Δήμος Σφακιωτών και τον πρόλογο και την επιμέλεια έχει κάνει ο φιλόλογος Δημήτρης Τσερές.
Ο Φίλιππος Λάζαρης γεννήθηκε στα Λαζαράτα το 1914 και τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο στη Λευκάδα, κάτι που σε κείνη την, κατά βάση αναλφάβητη, κοινωνία αποτελούσε εχέγγυο γραμματοσύνης. Πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας και τιμήθηκε με μετάλλιο. Μετά από κάποιες περιστασιακές εργασίες ορκίστηκε το ’52 γραμματέας της κοινότητας Λαζαράτων. Ίδρυσε την Κοινοτική Βιβλιοθήκη Λαζαράτων το ’67 και τη στήριξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το ’79. Απ’ ότι φαίνεται δε σταμάτησε ποτέ να γράφει και το σύνολο των χειρογράφων του βρίσκεται σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη.
Ομολογώ ότι δεν γνώριζα μέχρι πρότινος τη δουλειά του συγγραφέα, και τη βρήκα ενδιαφέρουσα για μια σειρά λόγους. Καταρχήν αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα «λογοτεχνικού λαογραφισμού», όπως επισημαίνει και ο Τσερές. Η ντοπιολαλιά δεν λείπει από πουθενά καθώς και τα ονόματα, παρατσούκλια και τοπωνύμια της γενέτειρας του Λάζαρη. Η εργασία είναι κατά κύριο λόγο ερασιτεχνική, αλλά αυτό ακριβώς είναι που της προσδίδει όλη την αυθεντικότητα και τη φρεσκάδα της. Δε λείπει φυσικά το εγχώριο, λευκαδίτικο θα έλεγα, χιούμορ, αλλά και μια έντονη δόση νοσταλγικού σκεπτικισμού.
Το βιβλίο θυμίζει σε πολλά ανάλογες εργασίες του δικού μας καθηγητή- θεολόγου- λαογράφου Κώστα Πάλμου (Ντούλη), αλλά και την έκδοση «Μεγανησιώτικες Ιστορίες» του Σταύρου του Δάγλα, που εξέδωσε το Πολιτιστικό μας Κέντρο. Η –αναμενόμενη- ταύτιση λέξεων και φράσεων με το μεγανησιώτικο ιδιωματικό στοιχείο, κάνει το πόνημα ακόμα πιο οικείο και ελκυστικό για τον Μεγανησιώτη αναγνώστη. Παραθέτω ένα από τα διηγήματα, νομίζω χαρακτηριστικό του ύφους:
ΤΑ…«ΘΕΑΤΡΑ»
Ανάμεσα στους Σφακισάνους και στους κατοίκους των γύρω χωριών υπήρχε παλιότερα μεγάλος συναγωνισμός σε κάθε εκδήλωση ζωής και δράσης. Με τους Καρσάνους δύσκολα τα βγάζανε πέρα. Η Καρυά, βλέπεις, ήτανε κωμόπολη, πρώτο χωριό στο νησί και σαν που είχε όλες τις Αρχές εκεί, είχε και τον πρώτο λόγο σ’ όλα.
Περισσότεροι, λοιπόν, οι Καρσάνοι και πιο μονιασμένοι, πιο δουλευταράδες και περισσότερο επιδεικτικοί, το θέλανε και το υποστηρίζανε. «Καμάρι Καρσάνικο», λέγανε περήφανοι. Αν και οι Σφακισάνοι λέγανε πως τη φράση αυτή –που λέγεται ως τώρα- την πρωτοείπε μια Σφακισάνα και να πώς στάθηκε:
Ένας Καρσάνος αρραβωνιάστηκε μια Σφακισάνα. Ασπρογερακού. Όταν, λοιπόν, μια Κυριακή φέρνανε τα στολίδια της νύφης, ολόκληρο συνοικέσιο μπροστά οι γυναίκες –όλες, η μια πιο καλή απ’ τις άλλες, Καρσάνες με τ’ όνομα- με τις κοφοπούλες στο κεφάλι, σκεπασμένες με πολύχρωμα μεταξωτά μαντήλια και πίσω ακολουθούσαν οι άντρες γιορτινά ντυμένοι και τραγουδώντας, βγήκανε στ’ Ασπρογερακάτα όλες οι γυναίκες στα ξάγναντα να δούνε το συνοικέσιο και μείνανε εντυπωσιασμένες απ’ όλα γιατί, βλέπεις, οι Καρσάνοι ήτανε –κι είναι- φιγουρατζήδες. Δεν τους τρως το δίκιο.
Όλα καλά και άγια. Όμως, έτυχε ο γαμπρός να’ ναι κουτσός λίγο, ένα ελάττωμα που δεν μπορούσε να περάσει, παρά τα νιάτα και την ομορφιά του, από τις γυναίκες που κάνανε χάζι κι όταν αργότερα κάποια το είπε στην πεθερά, εκείνη για να σκεπάσει τα πράγματα, απολογήθηκε:
-Τι λες, καλέ μου! Αυτός είναι αητός.
-Μα κουτσαίνει…
-Δεν είναι από…κουτσαμάρα. Το κάνει επίτηδες. Είναι «καμάρι Καρσάνικο»!
Κι έμεινε. Κι οι Καρσάνοι του δώσανε μιαν άλλη έννοια. Λέγανε ακόμη για τους Καρσάνους εκείνο το «Άει Καρυά», που θέλανε μ’ αυτό να πούνε πως αντί να πεις σε κάποιον «άει στο διάολο», πες του «άει Καρυά» κι είναι το ίδιο και χειρότερο. Αυτά με τους Καρσάνους.
Με τους Τσουκαλαδιώτες ο συναγωνισμός ήτανε μονάχα στον αθλητισμό και εκδηλωνότανε επισήμως στο μεγάλο δημοτικό πανηγύρι (γιορτάζανε όλα τα Σφακισανοχώρια) της Ανάληψης στο Φρυά, που μετά τη λειτουργία γινότανε κάτι σαν παν-λευκαδίτικοι αθλητικοί αγώνες, που τους παρακολουθούσαν άρχοντες και λαός με μεγάλο ενδιαφέρον.
Τα αγωνίσματα –όσο έχουμε ακουστά- ήτανε το λιθάρι και το σάλτο. Και ήτανε μεγάλη η τιμή να νικήσει κανένας εκεί, τιμή και για τον ίδιο αλλά και για το χωριό του και γι’ αυτό κάποτε γινόντανε και παρεξηγήσεις γύρω από την ανάδειξη του πρώτου. Έτσι που ο κάθε αθλητής, πριν να ρίξει το λιθάρι ή να σαλτήσει και εις ένδειξη πως δεν θα συγχωρούσε καμιά αδικία ή αποδοκιμασία σε βάρος του, έβαζε μπροστά του καταγής σταυρωτά το πιστόλι του και το μαχαίρι του.
Αν, όμως, ανάμεσα στους Σφακισάνους και στους Καρσάνους λεγόντανε αυτά και με τους Τσουκαλαδιώτες (όπως κι άλλους πολλούς) τα βρίσκανε στο στίβο, με τους Ξαθείτες είχανε άλλες παρτίδες. Εδώ ο συναγωνισμός ήτανε περισσότερο πνευματικός κι εκδηλωνότανε με το πείραγμα. Το καθημερινό πέρασμα των Ξαθειτών μέσα από τα χωριά των Σφακιωτών για τη Χώρα κι ο γυρισμός τους για το χωριό τους έδινε αφορμή στους Σφακισάνους να τους πειράζουν. Έτσι μάλιστα καθώς τους βλέπανε σαν πιο ορεινούς κι από ανάγκη ανάλλαγους, γιατί κουβαλούσαν τα τραβέντζα τους, τους θεωρούσανε και για πολύ κουτούς (πόσο άδικα!).
Οι Ξαθείτες πάλι, έτσι καθώς περνώντας βλέπανε τις καθημερινές –μέρες εργάσιμες- τους δρόμους και τα μαγαζιά γεμάτα ανθρώπους, νομίζανε τους Σφακισάνους ακαμάτες (όχι και τόσο άδικα). Καθώς δε τους πειράζανε κιόλας, τους θεωρούσανε και κακούς. Πάνω σ’ αυτή τη διαμάχη είναι αρκετά ανέκδοτα από κει κι από δω.
Οι Σφακισάνοι (όπως δα κι όλοι οι Λευκαδίτες) τους ειρωνευόντανε, έχοντας σα στόχο το Διαμαντή (έναν σπουδαίο θυμόσοφο) –που τον φανταζόντανε και σαν γενάρχη- και το μουλάρι του, αλλά και την προσποιητή ξαθείτικη αφέλεια.
Οι Ξαθείτες πάλε, κοντά στ’ άλλα ειρωνευόντανε τους Σφακισάνους για τεμπελιά. Έτσι, τα’ άκαρπα κλήματα των αμπελιών τους τα λέγανε «Σφακισάνους», τα σημαδεύανε και τον καιρό του σκαψίματος λέγανε: «Βγάλ’ τον ωρέ, τον κιαρατά το Σφακισάνο»…και τα ξεριζώνανε. Βγάλανε ακόμα «φώνασμα» στους Σφακισάνους πως ξουρίσανε τον παπά για ένα απίδι.
Οι Σφακισάνοι με την κατηγορία της τεμπελιάς γελούσαν. Μερικοί καμάρωναν κιόλας. Αλλά με το «φώνασμα» για το ξούρισμα του παπά τσαντιζόντανε κάπως και δεν το αρνιόντανε αλλά το εντοπίζανε και το ρίχνανε στους «ζαγανάδες» -όπως λέγανε του Επανωχωρίτες- που πάει να πει πως όλο και κάτι θα συνέβηκε. Όποιος όμως κι αν τον ξούρισε τον παπά, το «φώνασμα» μας έμεινε ως σήμερα σ’ όλους τους Σφακισάνους.
Πολλά, λοιπόν, τα’ ανέκδοτα κι από κει κι από δω. Ένα από αυτά και το παρακάτω:
Ήτανε καλοκαίρι του 1925. Ο «Καλλιτεχνικός Θίασος» -όπως τον λέγανε- του αξέχαστου Τρύφου Βαγενά είχε ανεβάσει στη σκηνή κάποιο θεατρικό έργο του Περεσιάδη. Η σκηνή στήθηκε σ’ ένα χωράφι, απέναντι από το δημαρχείο, που είχε περιφραχτεί με χοντροσκούτια (λωρδίσες, καρπέτες, ντρομίδια, χοντροσέντονα) και είχε γίνει ένα θαυμάσιο υπαίθριο θέατρο.
Η επιτυχία ήτανε μεγάλη, όπως είπανε οι…γιατροί, οι δασκάλοι, ο δήμαρχος κι ο Μπάμπης, ο γραμματέας του Δήμου, και όπως επί σαράντα τόσα χρόνια (όσο ζούσε) μας το υπενθύμιζε πέντε- έξι φορές…κάθε μέρα ο θιασάρχης, τονίζοντας μάλιστα πως πρωταγωνιστής ήταν…ο Γεράσιμος Γρηγόρης, ο αργότερα εκλεκτός διηγηματογράφος και καλλιτέχνης.
Την άλλη μέρα της παράστασης η μισογκρεμισμένη σκηνή και η μισοδιαλυμένη περίφραξη θυμίζανε το μεγάλο γεγονός. Τα μαγαζιά και οι γύρω απ’ το Δημαρχείο χώροι, πλημμυρισμένοι από Σφακισάνους, συζητούσανε για την παράσταση ή ακούγανε το θιασάρχη να διηγείται πώς κατάφερε το Φώντα να μην παίξει, όπως επέμενε, το ρόλο του Θανάση Βάγια (γιατί μετά το δράμα του Περεσιάδη παίξανε και το «Θανάση Βάγια» του Βαλαωρίτη).
Μπουλούκια-μπουλούκια κατεβαίνανε οι Ξαθείτες για τη Χώρα. Ξαφνιασμένοι και εντυπωσιασμένοι κοιτάζανε με ζήλια όλα τούτα. Με μια μεγάλη παρέα μπροστά-μπροστά, πεζός όπως πάντα, διάβαινε κι ο Μηνάς ο μεσίτης και θέλοντας να δείξει ότι δεν τον εντυπωσιάζει η σφακισάνικη επιτυχία, μετριάζοντας έτσι και τη ζηλιάρικη απογοήτευση των συχωριανών του, αλλά κι απ’ την άλλη θέλοντας να μειώσει την έπαρση των Σφακισάνων για το «μεγάλο γεγονός», κι ακόμα για να δείξει την ξαθείτικη σπιρτάδα, λέει στον Σφακισάνο Κωσταντή Κουβέλη, που καθισμένος στο καφενείο του Μπατσούνου, τον κάλεσε για καφέ:
-Μπα! Τι βλέπω, ορέ Κωσταντή! Οι Σφακισάνοι…θέατρα…(διφορούμενη η λέξη «θέατρα», που σημαίνει, ως γνωστόν, και κορόιδα, και μ’ αυτή την έννοια την είπε ο Μηνάς).
Κι όλοι σκάσανε στα γέλια. Ο Κωσταντής κατάλαβε το πείραγμα και τ’ απάντησε γελώντας:
-Ναι. «Θέατρα» μια βραδιά! Όχι σαν εσάς κάθε μέρα…
Κι ο Μηνάς δεν έκατσε ούτε τον καφέ να πιεί.